Η πανδημία του κορωνοϊού και η ανάγκη λήψης μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσής της έφεραν στο δημόσιο διάλογο και τους περιορισμούς που έπρεπε να υπάρξουν στη θρησκευτική λατρεία και στη λειτουργία των ναών.
Του π. Βασιλείου Χαβάτζα*
Ο διάλογος αυτός φρονούμε ότι θα έπρεπε να λάβει υπόψη του και τα εξής:
Η πρωτοφανής για τις δικές μας γενιές πανδημία, αλλά και η δυνατότητα παγκόσμιου συντονισμού για την αντιμετώπισή της ώστε να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός των θυμάτων, επέβαλε τη λήψη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Παρόλη τη δυσκολία πολλών πιστών να συνειδητοποιήσουν
εγκαίρως την ανάγκη να περιοριστεί ο συγχρωτισμός και στους ναούς -δυσκολία η οποία άλλοτε πήγαζε από την αίσθηση της ανάγκης εντονότερης προσφυγής στο Θεό σε τέτοιες δύσκολες στιγμές και άλλοτε από μια μαγική αντίληψη περί μη προσβολής του χώρου του ναού από τον ιό – η
Εκκλησία δια των αρμοδίων οργάνων της από την πρώτη στιγμή (τον Μάρτιο) αποφάσισε δραστικούς περιορισμούς και στη συνέχεια ευθυγραμμίστηκε με τους ακόμα δραστικότερους που επιβλήθηκαν από την πολιτεία.Ο περιορισμός της θρησκευτικής λατρείας, όπως βεβαίως και οι περιορισμοί της κυκλοφορίας, της επαγγελματικής δραστηριότητας κλπ είναι ακραία, έκτακτα μέτρα περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτοί οι περιορισμοί είναι στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογημένοι και προβλέπονται από το ίδιο το
Σύνταγμα για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να λησμονηθεί ο έκτακτος και κατ’ εξαίρεση χαρακτήρας αυτών των μέτρων και να δημιουργηθεί εθισμός σε μια αντίληψη ότι το κράτος μπορεί να περιορίζει γενικώς τα δικαιώματα αυτά. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και η θρησκευτική λατρεία δεν είναι μια ιδιορρυθμία κάποιων με ξεπερασμένες αντιλήψεις, αλλά ατομικό και συλλογικό δικαίωμα το οποίο το κράτος μπορεί να περιορίσει μόνο εκτάκτως, επαρκώς αιτιολογημένα και κυρίως απολογούμενο. Εννοείται ότι ο περιορισμός θα πρέπει να γίνεται μόνο στον αναγκαίο βαθμό (όσο δηλαδή δεν επαρκεί η τήρηση κάποιων άλλων μέτρων) και όχι με ακραίες και αδικαιολόγητες ρυθμίσεις (όπως η πρώτη του περασμένου Μαρτίου που απαγόρευσε παντελώς για τρεις εβδομάδες την τέλεση λατρευτικών τελετών).Σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε από την έναρξη της πανδημίας μέχρι σήμερα, ελήφθησαν διάφορα περιοριστικά μέτρα, αυστηρότερα ή πιο χαλαρά ανάλογα με την περίοδο. Σε καμία όμως στιγμή δεν υπήρξε ένα γενικευμένο κλείσιμο «κινεζικού» τύπου. Ένα κλείσιμο που θα σήμαινε για παράδειγμα προμήθειες για ένα μήνα από όλους και απόλυτος περιορισμός στο σπίτι με εξαίρεση μόνο για λόγους υγείας σε συνεννόηση με την αστυνομία, με στόχο την εξαφάνιση του ιού. Κατά συνέπεια οι περιορισμοί είναι σχετικοί. Όχι μόνο ανάλογα με την επίδραση της κάθε δραστηριότητας στη μετάδοση του ιού, αλλά και ανάλογα με την αναγκαιότητα της συνέχισης της δραστηριότητας (έτσι λειτουργούν για παράδειγμα τα σούπερ μάρκετ και όχι τα κοσμηματοπωλεία, όχι βέβαια γιατί πιστεύει κανείς ότι στα σούπερ μάρκετ υπάρχει μικρότερη μετάδοση από τα κοσμηματοπωλεία, αλλά γιατί η λειτουργία τους κρίνεται πολύ πιο δύσκολο να σταματήσει). Η αξιολόγηση λοιπόν δεν γίνεται με καθαρά υγειονομικούς λόγους, αλλά με συνεκτίμηση και άλλων παραμέτρων. Και βεβαίως δεν γίνεται μόνο από τους «ειδικούς», αλλά από την πολιτική ηγεσία και έτσι πρέπει. Κατά συνέπεια και το πόσο μπορεί να περιοριστεί η θρησκευτική λατρεία είναι θέμα που επηρεάζεται από την αντίληψη και τα βιώματα του καθενός. Αλλιώς θα κρίνει επί του θέματος κάποιος με βιώματα τακτικής συμμετοχής στην εκκλησιαστική σύναξη, αλλιώς κάποιος ο οποίος όλα αυτά τα θεωρεί έναν άχρηστο αναχρονισμό και αλλιώς – το χειρότερο – κάποιος που λέει «κι εγώ πηγαίνω στην εκκλησία», και εξηγεί στην συνέχεια ότι πάντα τα
Χριστούγεννα πηγαίνει γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι στην
εκκλησία της γειτονιάς του να ανάψει κερί. Το κράτος πώς θα σταθμίσει την αναγκαιότητα της θρησκευτικής λατρείας;Αναφέρθηκε από πολλούς ότι το θέμα των περιορισμών της θρησκευτικής λατρείας έχει να κάνει με τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους. Λέγεται αυτό είτε από εκείνους που υποστηρίζουν ότι τάχα υπάρχει ευνοϊκό καθεστώς για την
εκκλησία, λόγω κάποιου υφιστάμενου συστήματος σχέσεων, είτε από άλλους που πιστεύουν ότι το καθεστώς θα έπρεπε να είναι ευνοϊκό και δεν είναι. Οι έκτακτοι περιορισμοί δεν έχουν να κάνουν με τέτοια θέματα. Όταν ο πολίτης περιορίζεται μέσα στο σπίτι του, κανένα νομικό καθεστώς σχέσεων δεν μπορεί να έχει επίδραση στο αν θα είναι ή όχι ανοιχτοί οι ναοί. Από την άλλη ο ισχυρισμός κάποιων ότι «η
εκκλησία διεκδικεί να συγκυβερνά και να παίρνει αποφάσεις», παραλληλίζοντας μάλιστα την σημερινή κατάσταση με ατυχείς στιγμές του παρελθόντος όταν πράγματι διεκδικήθηκε συναπόφαση για κρατικά θέματα είναι άδικος: η
εκκλησία εν προκειμένω οφείλει να υπενθυμίζει την ανάγκη να μην φτάσουν οι περιορισμοί όσο γίνεται σε υπερβολικό βαθμό.Κομβικό σημείο του όλου θέματος είναι η ανάγκη μέσα σε μια τέτοια κρίση να υπάρχει από όλους αντίληψη ευθύνης για όλη την κοινωνία και αλληλοσεβασμός. Σεβασμός σε απόψεις, παραδόσεις συνήθειες. Αυτό
σημαίνει ότι οι πιστοί χριστιανοί δεν μπορούν να λένε «αφήστε μας να κάνουμε τις επιλογές μας και εσείς μην έρχεστε», αφού η μετάδοση σε ένα χώρο επεκτείνεται στη συνέχεια στην κοινότητα. Ούτε μπορούν οι πιστοί να έχουν την απαίτηση να ενστερνιστούν οι υπόλοιποι τη δική τους εμπιστοσύνη στον Θεό. Από την άλλη δεν είναι δυνατόν οι σκεπτικιστές, αγνωστικιστές ή άθεοι να απαιτούν, όπως δυστυχώς γίνεται κατά κόρον, από τους πιστούς να αρνηθούν προσωρινά έστω την πίστη τους: η απαίτηση, με αρκετή δόση ειρωνείας μάλιστα, να αποδεχθούν οι χριστιανοί ότι το κεντρικό γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, η μετοχή στο
μυστήριο της Ευχαριστίας με την πεποίθηση της κοινωνίας του σώματος και του αίματος του Χριστού, ένα γεγονός που από την ώρα που το παρέδωσε ο Χριστός μέχρι σήμερα αποτελεί για τους χριστιανούς ό,τι ιερότερο και για το οποίο άνθρωποι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο, η απαίτηση να αποδεχθούν τώρα ότι είναι μια επικίνδυνη συνήθεια η οποία πρέπει να κρατηθεί για τις υγειονομικά ακίνδυνες εποχές, δείχνει όχι μόνο έλλειψη σεβασμού, αλλά και έλλειψη συναίσθησης των μεγεθών που διακυβεύονται. Παράλληλα η καφενειακή θεολογία του τύπου «τον Θεό τον έχω μέσα μου», «αρκεί να προσεύχομαι από το σπίτι» κλπ το μόνο που κάνει είναι να προκαλεί τις συνειδήσεις των πιστών. Αντίθετα οι Χριστιανοί πρέπει υπεύθυνα να συνειδητοποιήσουν ότι καλούνται στο βαθμό που αυτό καθίσταται απολύτως απαραίτητο να θυσιάσουν προσωρινά αυτά τα κορυφαία γεγονότα της πνευματικής ζωής, χωρίς ψευτοπαρηγοριές ότι υποκαθίστανται αυτά από τηλεοπτικές μεταδόσεις κλπΑπό τις 10 Μαρτίου μέχρι τις 16 Μαίου οι ναοί ήταν κλειστοί για τους πιστούς. Από τις 17 Μαίου μέχρι τις 6 Νοεμβρίου λειτούργησαν με τους γνωστούς περιορισμούς. Από τις 7 Νοεμβρίου μέχρι τις 17 Ιανουαρίου ήταν πάλι κλειστοί. Τα υγειονομικά μέτρα γενικώς τηρούνται. Δυστυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις. Και μάλιστα όχι από αμέλεια, αλλά από πεποίθηση. Φανατισμένοι κληρικοί που αρνούνται την ύπαρξη του ιού ή πιστεύουν ότι οι χώροι των ναών είναι αποστειρωμένοι, επιδιώκουν, αγνοώντας κάθε εκκλησιαστική αρχή, να εμφυσήσουν αυτές τις αντιλήψεις σε καλοπροαίρετους πιστούς. Αυτές οι περιπτώσεις δυστυχώς προβάλλονται και αυτοπροβάλλονται και εκθέτουν όλη την
εκκλησία, ενισχύοντας την δυσπιστία των αρμοδίων και οδηγώντας σε αυστηρότερες αποφάσεις. Όμως αυτό δεν αλλάζει την συνολική εικόνα. Και δεν είναι δυνατόν οι αρχές, οι οποίες γνωρίζουν τις εστίες αυτής της ακαταστασίας, να μην επιβάλλουν εκεί την τάξη, αλλά να προκρίνουν αυστηρότερα μέτρα παντού. Στα πλαίσια αυτά έγινε πολύς λόγος για την μεγάλη επιβάρυνση της
Θεσσαλονίκης και την επίδραση του εορτασμού του Αγίου Δημητρίου. Χωρίς να αρνηθούμε ότι μπορεί και από τους υπευθύνους της εκκλησίας να υπήρξαν λάθη, η επιβάρυνση, για την οποία η ίδια η πολιτεία είπε ότι υπήρξε καθυστέρηση στη λήψη μέτρων, αφορούσε όλο το γιορταστικό κλίμα του τριημέρου στην πόλη, με την κυκλοφορία, την διασκέδαση κλπ, μικρό μόνο μέρος της οποίας μπορεί να χρεωθεί στις όποιες υπερβάσεις έγιναν στο ναό του πολιούχου.Κι έτσι πλησιάσαμε στα
Χριστούγεννα. Η πολιτεία θέλησε ενόψει των γιορτών να δώσει κάποιες ανάσες στον κόσμο: άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων με περιορισμούς, διεύρυνση του ωραρίου επιτρεπόμενης κυκλοφορίας, συγκρατημένες εορταστικές επισκέψεις. Και μέσα σε αυτά τα πλαίσια έδωσε και τη δυνατότητα ανοίγματος των ναών για τρία συγκεκριμένα πρωινά: των Χριστουγέννων, της
Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, με εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό πιστών στους ναούς. Στην πρώτη ρύθμιση μάλιστα δεν είχε προβλεφθεί ούτε αυτό. Αυτή είναι η «προνομιακή» μεταχείριση της Εκκλησίας για την οποία τόσος λόγος γίνεται. Επιτέλους αν τα
Χριστούγεννα δεν άνοιγαν οι ναοί, γιατί να ανοίξουν τα υπόλοιπα; Επειδή είναι Χριστούγεννα; Ποια Χριστούγεννα;Και φτάνουμε στην περίφημη κρίση των Θεοφανείων: Την επομένη της
Πρωτοχρονιάς, μόλις τελείωσαν τα πολλά ψώνια και οι επισκέψεις, η πολιτεία ανακοινώνει ξαφνικά
νέα μέτρα. Δεν επικαλείται ενδείξεις επιδείνωσης της επιδημιολογικής εικόνας. Αντίθετα λέει ότι αυτή είναι βελτιωμένη και γι’ αυτό αποφάσισε να ανοίξει τα
σχολεία στις 11 Ιανουαρίου, χωρίς τη γνώμη της επιτροπής των ειδικών. Και για να ανοίξει τα
σχολεία, λαμβάνει περιοριστικά μέτρα για μία εβδομάδα, χωρίς πάλι εισήγηση της επιτροπής. Έτσι καταργεί τη δυνατότητα εορτασμού των Θεοφανείων, την οποία είχε υποσχεθεί, προξενώντας την εύλογη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου. Αυτή είναι η μεγάλη «ανταρσία» της Εκκλησίας, η οποία θέλει «μόνη αυτή να εξαιρείται από τα μέτρα» κλπ. Φρονούμε ότι η αντίδραση αυτή, συνιστά την αξιοπρεπή στάση μπροστά σε μια εξευτελιστική συμπεριφορά περιφρόνησης του θρησκευτικού συναισθήματος των πιστών. Εννοείται ότι η Σύνοδος δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο από έναν εορτασμό με όλους τους περιορισμούς που η ίδια η πολιτεία είχε θέσει. Είναι γνωστά όσα ακολούθησαν: μια απίστευτη προπαγάνδα για την μεγάλη παρασπονδία που θα οδηγήσει κόσμο στον θάνατο, το δημοσιογραφικό σκάνδαλο με τουλάχιστον τρία μεγάλα κανάλια και δύο μεγάλες εφημερίδες να προβάλουν εικόνες παλαιότερων ετών ως
αποδείξεις του συνωστισμού και της μη τήρησης των μέτρων και τις προφητείες κάποιων ειδικών για τη δραματική
έκρηξη κρουσμάτων που θα προκαλέσει ο εορτασμός των Θεοφανείων, όπως συμπέραναν από αυτά που είδαν στην τηλεόραση…Η
Εκκλησία δεν μπορεί να είναι έξω από την κοινωνική πραγματικότητα. Δεν μπορεί δηλαδή όλα να κλείνουν, τα παιδιά να μην πηγαίνουν σχολείο, οι επιχειρήσεις να καταρρέουν, εργαζόμενοι να χάνουν τη δουλειά τους και η
Εκκλησία να συμπεριφέρεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ούτε όμως είναι δυνατόν όταν γίνεται αγώνας να κινηθεί η οικονομία και η κοινωνία, οι εκκλησίες να είναι κλειστές, επειδή απλώς κάποιοι τις θεωρούν αχρείαστες. Τα ηθικά ερωτήματα του κατά πόσο μπορούμε να πάμε στο ναό και να διακινδυνεύουμε τη ζωή έστω κι ενός ανθρώπου, απασχολούν κάθε σώφρονα άνθρωπο. Όμως η αναζήτηση της ισορροπίας είναι υπόθεση καθημερινής αγωνίας. Ποτέ δεν θα εξασφαλισθεί το απολύτως ακίνδυνο. Εκτός αν κανείς δεν ξαναβγεί ποτέ έξω, δεν ξαναοδηγήσει φυσικά αυτοκίνητο, δεν κάνει οποιαδήποτε επιβλαβή για το περιβάλλον δραστηριότητα. Το να ενοχοποιούμε μια συγκεκριμένη πτυχή της ζωής είναι τουλάχιστον άδικο. Κάποιος από τους «ειδικούς» μιλούσε φορτώνοντας όλη την ευθύνη για την τραγωδία που υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε, στον εορτασμό των Θεοφανείων. Την επόμενη ημέρα ο ίδιος έλεγε ότι τα
σχολεία πρέπει να ανοίξουν με κάθε κόστος (και το υπογράμμιζε). Σεβαστές οι εκτιμήσεις των ειδικών στα επιστημονικά θέματα, αυτό δεν
σημαίνει και επιβολή των δικών τους ιεραρχήσεων ζωής.
*Ο π. Βασίλειος Χαβάτζας είναι εφημέριος του Αγίου Ευθυμίου Κυψέλης και Διευθυντής Φιλόπτωχου Ταμείου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
The post Τι έγινε τελικά τα Θεοφάνεια; Ο π. Β. Χαβάτζας γράφει για την Εκκλησία και τα μέτρα για την πανδημία appeared first on The President.