Fabio Stassi: «Μαστρο-Τζεπέτο»

22:26 4/2/2025 - Πηγή: Diastixo

Στα ράφια της παιδικής μου βιβλιοθήκης περίοπτη θέση κατείχαν τρεις δερματόδετοι τόμοι μεγάλου μεγέθους με τα περισσότερα γνωστά παραμύθια. Εκεί μέσα έβρισκα όλες τις αγαπημένες μου ιστορίες, με εικονογράφηση και με τυπογραφικά στολίδια από άκρη σε άκρη. Έχω ακόμα ζωντανή τη μυρωδιά των σελίδων, χαρτί ανάμεικτο με δέρμα, άρωμα παραμυθιού, έτσι μύριζαν όλοι οι παραμυθένιοι χαρακτήρες, η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ. Είχα ιδιαίτερη αδυναμία στο Κοριτσάκι με τα σπίρτα, μια ιστορία απερίγραπτα θλιβερή που μου δημιουργούσε βαθιά μελαγχολία, αλλά λόγω ηλικίας παροδική, ώστε

να διαβάζω το παραμύθι ξανά και ξανά, με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια στενοχώρια στο τέλος του. Ο Πινόκιο δεν ήταν από τα αγαπημένα μου παραμύθια, παρά τις πανέμορφες ζωγραφιές του βιβλίου, ίσως επειδή ήταν ένας πιο ευφρόσυνος ήρωας, ενώ ο Τζεπέτο, ο ξυλουργός και πατέρας του, μου φαινόταν ως ένας προσχηματικός δευτερεύων χαρακτήρας, ως η αφορμή για τη γέννηση του Πινόκιο.

Πολλές δεκαετίες αργότερα, έρχεται το Μαστρο-Τζεπέτο του Φάμπιο Στάσι να ανατρέψει στο μυαλό μου τις στέρεα ριζωμένες αναγνωστικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Πρόκειται για ένα ανεστραμμένο παραμύθι, που εστιάζει στον Τζεπέτο, τον ηλικιωμένο ξυλουργό που κατασκεύασε μια μαριονέτα με μορφή παιδιού και της έδωσε το όνομα Πινόκιο. «Μια ιστορία της δεκάρας» αποκαλεί ο αφηγητής τη φοβερή και επώδυνη περιπέτεια του Τζεπέτο, που διαβάζουμε με κομμένη την ανάσα στο βιβλίο του Στάσι. Ο Τζεπέτο είναι ένας πάμφτωχος και μοναχικός ηλικιωμένος άντρας, «ένας ξυλουργός με τραχιά γένια, καμπουριασμένους ώμους και ύφος αγριανθρώπου», που ζει σε μια χαμοκέλα στα σωθικά μιας πέτρινης σπηλιάς. Η φτώχεια και η εξαθλίωσή του δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, η ζωή του είναι μια διαρκής περιπέτεια αναζήτησης των ελάχιστων που απαιτούνται για τη διαβίωση, επιπλέον έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του, να μπερδεύει τα λόγια του. Κι όμως, η κατάστασή του δεν εμπνέει οίκτο και συμπόνια στους συγχωριανούς του, αντίθετα τους εξωθεί να του σκαρώνουν ανελέητες φάρσες. Ένας από αυτούς, ο μαστρο-Αντόνιο, έχει τη φαεινή ιδέα να χαρίσει στον Τζεπέτο ένα κούτσουρο τόσο σκληρό που δεν κάνει ούτε για φωτιά, με την κοροϊδία ότι έχει την ιδιότητα να γελάει και να μιλάει. Ο Τζεπέτο κάθε άλλο παρά αντιλαμβάνεται το δούλεμα, αντίθετα νιώθει τόση ευγνωμοσύνη που σχεδόν τον παραλύει, τον αφήνει άναυδο: «Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που του είχε κάνει κάποιος δώρο και δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώσει».Με λαχτάρα σκαλίζει το κούτσουρο για να του δώσει μορφή παιδιού, σχηματίζει το πρόσωπό του και δυο κατάμαυρα μάτια, αναγκάζεται να επιδιορθώσει τα πόδια του και, στο τέλος, πηγαίνει να δηλώσει τον γιο του στο ληξιαρχείο και να τον γράψει στο σχολείο, δηλαδή όλα όσα θα έκανε ένας συνηθισμένος πατέρας. Μόνο που ο Τζεπέτο δεν είναι ένας κανονικός πατέρας. Ιδωμένος με ψύχραιμη λογική, δεν είναι παρά ένας διαταραγμένος ηλικιωμένος με στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας. Με την οπτική των παραμυθιών, είναι ο φτωχός και αγαθός γεράκος που θα γίνει θύμα της αδυσώπητης και ατέρμονης σκληρότητας των ανθρώπων σε μια περιπέτεια χωρίς τέλος.

{jb_quote} «Ο Τζεπέτο φέρνει στη σκηνή την αυθόρμητη κωμικότητα όλων των φτωχών της γης».{/jb_quote}

Η χρονική περίοδος κατά την οποία ο Τζεπέτο ζει ευτυχισμένος με το ξύλινο παιδί του είναι πολύ σύντομη. Η περιπέτεια αρχίζει με τη φάρσα των συντοπιτών του. Ο Πινόκιο εξαφανίζεται και ο Τζεπέτο ξεχύνεται σε μια αδιάκοπη αναζήτηση του γιου του, μέσα από συνεχείς ταλαιπωρίες και εξευτελισμούς, αγγίζοντας συχνά το χείλος του θανάτου, άρρωστος και εξαθλιωμένος, παλεύοντας με την κακία και την απανθρωπιά σε όλη την γκάμα τους. Είναι μια οδύσσεια αυτό που ζει ο Τζεπέτο, μια περιπλάνηση στις ασχήμιες αυτού του κόσμου, τόσο σκληρή και επώδυνη που σοκάρει τον αναγνώστη, ξεφεύγοντας από τα ασφαλή όρια της παραμυθένιας πάλης καλού-κακού.

Το βιβλίο του Στάσι, παρά την ελαφρότητα της αφήγησης, που είναι λιτή και εύληπτη όπως των παραμυθιών, γεννάει δυσάρεστα συναισθήματα – οργή, θλίψη, οίκτο, ίσως και τρόμο για το πόσο απάνθρωπη μπορεί να καταστεί η ανθρώπινη φύση. Στην πλοκή εναλλάσσονται διάφορα περιβάλλοντα, όπως η φυλακή, το νοσοκομείο, το τσίρκο, το ίδρυμα ανιάτων, χώροι συνυφασμένοι με τις πλέον δυσάρεστες και επαχθείς όψεις της ζωής. Ο Τζεπέτο είναι ο απλός άνθρωπος που πάντα ελπίζει, που δεν πτοείται από τις κακουχίες, που βαδίζει με ακατάλυτη επιμονή προς τον σκοπό του. Είναι ο πατέρας που θυσιάζει κάθε δική του ωφέλεια στην προσμονή της επανένωσης με το παιδί του. Αλληγορικά είναι ο παρίας, ο κατατρεγμένος, ο αποσυνάγωγος αυτού του κόσμου, οπλισμένος με αστείρευτη εσωτερική δύναμη. Είναι χαρακτηριστική η σχεδόν αποφθεγματική περιγραφή του Τζεπέτο στο σημείο όπου εμφανίζεται με την τρύπια κουβέρτα του στη σκηνή του τσίρκου: «Ο Τζεπέτο φέρνει στη σκηνή την αυθόρμητη κωμικότητα όλων των φτωχών της γης».

Το βιβλίο του Στάσι έχει τα χαρακτηριστικά πικαρικού μυθιστορήματος, αυτού του παλιομοδίτικου, ανάλαφρου και δημοφιλούς λογοτεχνικού είδους που αποδίδει ρεαλιστικά και συχνά με χιουμοριστική υπερβολή τις περιπέτειες ενός ήρωα από την κατώτερη τάξη, καθώς αυτός ταλαιπωρείται στα γρανάζια μιας σκληρής και διεφθαρμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, έχει το άτοπο και άχρονο και την ονειρική διάσταση των παραμυθιών, χωρίς όμως το ευτυχές τέλος αυτών. Αντίθετα, με την πρόοδο της αφήγησης, ο αναγνώστης χάνει την όποια ελπίδα διατηρούσε για απόδοση δικαιοσύνης και ικανοποίηση της μοναδικής λαχτάρας του κεντρικού ήρωα, της επανένωσης με τον γιο του. Ο Τζεπέτο δοκιμάζεται ψυχικά και σωματικά, η πνευματική του διαύγεια διαρκώς φθίνει, η μοίρα τού επιφυλάσσει έναν αποκρουστικό προορισμό, ένα κατ’ ευφημισμό νοσοκομείο γνωστό ως «Σκυλόψαρο», στην ουσία ένα ίδρυμα με τρόφιμους όλους τους δύσμοιρους αυτού του κόσμου: βαριές περιπτώσεις ψυχικής νόσου, παραβατικούς με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκες που τρελάθηκαν από έρωτα. Ο Στάσι επιτυγχάνει μια πολύ λεπτή και διεισδυτική ειρωνεία περιπαίζοντας αριστοτεχνικά την ευτυχή κατάληξη του αρχικού Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι, όπου ο Τζεπέτο και ο Πινόκιο συναντιούνται μέσα στην κοιλιά μιας φάλαινας. Στον δικό του Τζεπέτο, αντί για φάλαινα, επιφυλάσσει το εφιαλτικό «Σκυλόψαρο», όπου οι εικόνες είναι σκληρές, αποκαρδιωτικές:

Ο γέρος μοιάζει με εκείνα τα κεριά που λιώνουν μέρα με τη μέρα, αλλά μέχρι την ύστατη στιγμή, αν τα προσέξεις καλά, εκπέμπουν ένα τόσο δα φως. Αφηγείται την ιστορία και, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, μέσα σε τούτο τον θάλαμο, η φωνή του μοιάζει με φουσκωμένο ποτάμι. […] Πολλοί αρχίζουν να τρέμουν, λες και τους έχει καταπιεί κάποιο πελώριο ψάρι, άλλος αγκαλιάζει τα γόνατά του, άλλος κλείνει τα αυτιά του με τις παλάμες από φόβο μήπως ούτε εκεί μέσα ο πατέρας αυτός ξαναβρεί τη μαριονέτα του. Μπαίνουν δύο νοσοκόμες και κοντοστέκονται κι αυτές έτσι αφύσικη όπως φαντάζει η σιωπή αυτή, που τώρα έχει γίνει κούφια και απόμακρη. Ο ψυχίατρος υψώνει το χέρι του και μία μία οι νοσοκόμες τούς πιάνουν από πίσω, τους βοηθάνε να σηκωθούν και τους πηγαίνουν στα κρεβάτια τους – είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν.

Αυτός είναι ο ζοφερός επίλογος της βασανισμένης ζωής του μαστρο-Τζεπέτο, εκεί μέσα θα λιώσει «σαν στεατικό κερί».

Και αυτή τη φορά η Δήμητρα Δότση μάς δίνει μια καλοδουλεμένη μετάφραση, έναν λόγο που ρέει απλά και φυσικά, όπως ταιριάζει σε αυτή την αφήγηση που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ παραμυθιού και ρεαλιστικού δράματος. Πρόκειται για ένα άκρως γοητευτικό βιβλίο, που, εκτός από τους ενήλικες, θα κατακτήσει και πολλούς έφηβους αναγνώστες.

Σημειωτέον ότι τη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου κυκλοφορεί στα ελληνικά το νέο βιβλίο του Φάμπιο Στάσι, Νυχτερινό στη Γαλλία, επίσης σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση, ενώ ο συγγραφέας θα βρίσκεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει τα βιβλία του την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου, στις 19:00, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο (Πατησίων 47).

Μαστρο-Τζεπέτο
Fabio Stassi
μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Ίκαρος
216 σελ.
ISBN 978-960-572-594-5
Τιμή €16,60

Keywords
Τυχαία Θέματα