«Από τη θάλασσα και στη θάλασσα» του Αντώνη Πάσχου

Η λειτουργία διακόπτεται μόλις διαβαίνει το κατώφλι της εκκλησίας το Ψαροκόκαλο. Ο ψάλτης παύει να ξετυλίγει τις μακρόσυρτες, αρσενικές νότες του και τα ξεραμένα χείλη του ιερέα, που στο φιλί τσιμπούν σα γαϊδουράγκαθο, σφαλίζουν, όπως η δίφυλλη πόρτα στην πλάτη του Ψαροκόκαλου, μόνο δίχως τον κρότο που κάνει τους χωριανούς ν’ αναπηδήσουν – όλους, εκτός από έναν χωλό ναύτη με τραχιά δάχτυλα. Στη βουβαμάρα επιπλέει το τρίξιμο απ’ το σκοινί ενός πολυέλαιου, ο ψίθυρος από κάποιο πανωφόρι, το βήξιμο του ψάλτη, που ’χει χούι να καταπίνει φλέματα· ήχοι κοφτοί

και θνησιγενείς, σαν αφροί στην κυματιστή ράχη της θάλασσας.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Το Ψαροκόκαλο τρίβει τις χούφτες, κρατώντας ανάμεσά τους τη σβηστή λαμπάδα του. Το λιβάνι τού θυμίζει ράσα κρεμασμένα στο ραγισμένο στασίδι με τον κολοβωμένο ξυλόγλυπτο σταυρό στη φωλιά του – δώρο ενός διάκου στη μάνα του, όταν εκείνη ζούσε. Αναγούλα. Τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά, σε μανουάλια, λαμπαδοθήκες και πολυέλαιους ακτινοβολούν μια ζέστη φτενή. Ίσως αν άναβαν κι οι λαμπάδες των ανθρώπων να ξεπάγωναν τα δάχτυλα του Ψαροκόκαλου· όχι όμως και τα μονίμως ξυλιασμένα πέλματά του, με τα κολλημένα πετραδάκια στο σκληρό σα σόλα πετσί, που ακουμπούν ακόμη στο ψυχρό μάρμαρο, θαρρείς κι αν πατήσει στο παχύ, κόκκινο χαλί, μιαν αδραξιά παραπέρα, θα ’ναι αμαρτία.

Δεν περίμενε να βρει τον κόσμο μέσα στην εκκλησία. Δεν ήξερε πόσο τραβάει η λειτουργία – στην πατρίδα του οι ναοί ήταν δίπλα στη θάλασσα, είχαν τρίαινες αντί για σταυρούς κι οι τελετές κρατούσαν λίγο. Πάντως είχε περάσει λίγη ώρα από τότε που νύχτωσε κι άκουσε καμπάνες, κι αυτές του ’χαν φανεί να ’ρχονται απ’ τη θάλασσα – όπως θα γινόταν στην πατρίδα του. Το Ψαροκόκαλο βγήκε απ’ τη φωλιά του και χάζευε με τις ώρες τον ορίζοντα, μα δεν είδε τίποτα. Μήτε βυθισμένο ξωκλήσι μήτε ακρωτήρι μήτε ψαράνθρωπους. Τότε θυμήθηκε τη λαμπάδα που του ’κανε δώρο ο χωροφύλακας κι έτσι άφησε τη φωλιά του, ελπίζοντας να συναντήσει κάποιον στον δρόμο να του χαρίσει λίγο άγιο φως. Τον χωροφύλακα ή κανέναν απ’ τους μουσαφίρηδές του, μόνους κατά προτίμηση, ή ίσως κάνα παιδάκι, απ’ αυτά που τώρα το θωρούν μ’ αδειανό βλέμμα, σφίγγοντας σβηστές λαμπάδες· έχει καιρό να τα δει και να το δουν, να του κόψουν τούφες τρίχες με σουγιάδες, να το θάψουν στην άμμο ή να το σπρώξουν για να κατρακυλήσει από πλαγιά που προηγουμένως την είχαν κατουρήσει.

Δεν περίμενε να βρει τον κόσμο μέσα στην εκκλησία, μα ήταν λάθος να ’ρθει. Το βλέπει στ’ αριστερά του ναού, στα σφιγμένα σαγόνια των σκυθρωπών γυναικείων προσώπων, που τα αναγνωρίζει στη φωταγωγία, αφού κάποτε το επισκέπτονταν τα πρωινά. Στο πρόσωπο της ράφτρας που ’παψε να του χαρίζει χιλιομπαλωμένα ρούχα. Στης φουρνάρισσας, που σταμάτησε να του δίνει μουχλιασμένη μπομπότα. Στης γαλατούς, που δεν του ξανάφερε ξινισμένο γάλα. Και βλέπει το λάθος του και στα δεξιά του ναού, στα χαμηλωμένα κεφάλια των αντρών, που με το ζόρι τούς αναγνωρίζει, αφού έρχονται στη φωλιά μόνο τις αφέγγαρες νύχτες. Στου καπετάνιου που του χάρισε το σκισμένο σακάκι του –αυτό που φοράει– κι έχει μια ουλή από καμάκι στη δίπλα που σχηματίζει η πλαδαρή κοιλιά με τα λαγόνια του. Στου μανάβη, που του δίνει ρόδια και τα κόκαλά του είναι μυτερά, σαν και του Ψαροκόκαλου. Στου γαλατά, που τις προάλλες του ’φερε γάλα κι οι συρμάτινες τρίχες του άφησαν στο Ψαροκόκαλο κοκκινίλες στην πλάτη, που έτσουζαν σα βούτηξε το πρωί στη θάλασσα. Και στου χωροφύλακα, που του χάρισε τούτη τη λαμπάδα, μα ξέχασε να του πει να μην τολμήσει να έρθει. Τώρα κοιτά το Ψαροκόκαλο και τα μάγουλα, το πιγούνι και το μέτωπό του φουσκώνουν και γεμίζουν μυριάδες κατακόκκινα μπιμπίκια, σαν τσαμπιά από μούρα.

Ένας ψίθυρος, μια λέξη: ο σατανάς ή ο κερατάς ή το σατανόπαιδο ή ίσως το Ψαροκόκαλο· το Ψαροκόκαλο δεν άκουσε καλά. Πάντως μετά, λες κι η λέξη είναι σύνθημα, ο χωροφύλακας το ζυγώνει. Το Ψαροκόκαλο πισωπατεί, η πλάτη του κολλάει στο ξεφλουδισμένο θυρόφυλλο κι ένα χαλίκι μπήγεται βαθιά στη φτέρνα του. Οι σόλες του χωροφύλακα, αθόρυβες αρχικά στο χαλί, αντηχούν στο μάρμαρο σαν κοπάδι χελιδονόψαρα που σπάνε τη γυαλάδα της θάλασσας. Το Ψαροκόκαλο ρίχνεται στα δυο φύλλα – είναι βαριά, τραχιά, γεμάτα σκλήθρες. Τα σπρώχνει – τρίζουν, σέρνονται στο μάρμαρο, υποχωρούν αργά. Ανοίγουν μια χαραμάδα, που χωράει το Ψαροκόκαλο. Μια σπιλιάδα το χαστουκίζει και του πέφτει η λαμπάδα· ο αέρας σα να ’χει φουντώσει. Το Ψαροκόκαλο μαζεύει τη λαμπάδα και το βάζει στα πόδια.

Ο κόσμος χωρίζεται σε πράγματα μακρινά και κοντινά. Πράγματα μακρινά κι ακίνητα, ίσια μπροστά: ο δρόμος, το σκοτάδι, τα βελούδινα σύννεφα που συνωστίζονται στον ουρανό, κρύβοντας αστέρια και φεγγάρι. Και πράγματα κοντινά, αεικίνητα: σπίτια, αυλές, φράχτες, μηλιές, ροδιές, συκιές και μετά κέδροι, ελιές, πεύκα, ξεροχώραφα, βελανιδιές και τελικά βράχια, αμμόλοφοι και βούρλα· όλα χωρίζονται όπως οι άνθρωποι στον ναό των ντόπιων, δεξιά κι αριστερά, τρέχοντας ανάποδα απ’ το Ψαροκόκαλο, ενώ η βοή του ανέμου ολοένα δυναμώνει. Πράγματα μακρινά και κοντινά· μακρινά κι ακίνητα και θολά: οι ηλιόλουστες μέρες κι οι ξάστερες νύχτες στο παλιό σπιτικό του. Και κοντινά: τα δάχτυλα του πατέρα του να κλείνουν δίχως να πιάνουν το κουπί, τα κύματα να τον παρασέρνουν, τα λόγια της μάνας του, λόγια προσευχής –μη φοβάσαι, απ’ τη θάλασσα ήρθαμε και στη θάλασσα πάμε–, κορμιά παγωμένα στη γεμάτη βάρκα, η άμμος της άγνωστης ακτής να βαθουλώνει κάτω απ’ τα γόνατα, άνθρωποι στα τέσσερα σα θεονήστικα σκυλιά, οι κατάρες των ντόπιων –τους ξέρασε το βυθισμένο ξωκλήσι τους σατανάδες– κι οι πρώτες ροπαλιές με κουπιά –σκοτώστε τους ψαράνθρωπους–, η φρίκη στις φωνές τους –δε θάβουν τους νεκρούς τους, τους πετούν στη θάλασσα–, οι κοροϊδίες των παιδιών –ακόμα κι οι άντρες τους είναι σα γυναίκες–, το νέο του όνομα. Κι έπειτα οι νύχτες στη σπηλιά, πριν τη βαφτίσει φωλιά, με όλο και λιγότερους συντοπίτες του. Μέχρι να μείνει μονάχο με τη μάνα του και να πάψουν να ’ρχονται οι ντόπιοι σε ομάδες για να ξεσπάσουν στις πλάτες τους, αλλά ένας-ένας για να ξεσπάσουν στη μάνα του, κι όταν τελικά εκείνη πεθάνει, με την ίδια προσευχή στο στόμα –από τη θάλασσα ήρθαμε και στη θάλασσα πάμε–, να μάθει από πρώτο χέρι το Ψαροκόκαλο τι της έκαναν στα βάθη της σπηλιάς.

Ο κόσμος κι ο χρόνος στερεοποιούνται. Το Ψαροκόκαλο στέκει μπροστά στα σκοτεινά βράχια, που υψώνονται πάνω απ’ το άνοιγμα της σπηλιάς σα στήθος γρανιτένιας γιγάντισσας. Έχει ξανάψει απ’ την τρεχάλα κι ο άνεμος το μαστιγώνει με παγερές ψιχάλες. Πάει προς την πέτρινη σχισμή, μα μόλις που ακουμπά τα δάχτυλα του ποδιού του στο τραχύ κατώφλι. Η φτέρνα του μετεωρίζεται, καθώς ένας κεραυνός τού παγώνει το βήμα, ένας ουράνιος πάταγος που αφήνει μιαν αντήχηση που θυμίζει καμπάνισμα και του τραβά την προσοχή. Ξάφνου ο ορίζοντας ραγίζει από μια εκτυφλωτική χαρακιά, φανερώνοντας τη μουτζούρα των σύννεφων, μια στενή κορδέλα ουρανού, το περίγραμμα των βουνών, το σεντόνι της θάλασσας, τα υδάτινα ξέφτια της στην αμμουδιά και μια παράταιρη πινελιά να εκτείνεται στον γιαλό. Να ’ναι αυτή που τόσα και τόσα βράδια έψαχνε μάταια; Το σκοτάδι καταπίνει την αναλαμπή, τα σύννεφα, τον ορίζοντα, το νερό, την ακτή και το όραμα του Ψαροκόκαλου. Όχι. Δεν άκουσε καμπάνισμα στον κεραυνό, κι ακόμα κι αν άκουσε δεν είδε κανένα ακρωτήρι, κι ακόμα κι αν κάτι είδε, σίγουρα δεν υπήρχε ξωκλήσι στην άκρη του, κι ακόμα κι αν έβλεπε το βυθισμένο ξωκλήσι, σίγουρα οι γονείς του κι οι συντοπίτες του δεν ήταν ψαράνθρωποι – δεν υπάρχουν ψαράνθρωποι, μονάχα άνθρωποι που σαν πεθαίνουν, τους παίρνει η θάλασσα. Ωστόσο, στην παύση από σκοτάδι και κρύο κι αιολική βοή, η καρδιά του Ψαροκόκαλου βροντάει. Κι ίσως επειδή έχει ξεχάσει την τρεχάλα του, ερμηνεύει τον ρυθμό της σα λαχτάρα: αχ, γιατί να μην είναι τούτο το όραμα αληθινό; Τοξεύει τη ματιά του πέρα, να διαπεράσει τη νύχτα, σα να μπορεί ν’ αγκιστρώσει το ξωκλήσι και να το ψαρέψει, όπως είχε φαγωθεί το περσινό καλοκαίρι που βουτούσε κάθε μέρα, αφού η μάνα του δε ζούσε για να το εμποδίσει κι οι φόβοι των χωριανών το ενθάρρυναν αντί να το τρομάξουν –δεν είμαι σαν αυτούς, δε φοβάμαι ό,τι φοβούνται, δεν είμαι σαν αυτούς–, κι οι επισκέψεις τους έκαναν τον θάνατο να φαντάζει ασήμαντο ρίσκο μπροστά στην ελπίδα να ζωντανέψει τον μύθο και το ακρωτήρι και το βυθισμένο ξωκλήσι – άραγε το βυθισμένο ξωκλήσι να ’ταν δικός τους αρχαίος ναός; Άραγε οι ψαράνθρωποι των ντόπιων να ’ταν οι ψυχές των δικών του;

Το Ψαροκόκαλο ανοίγει τα δάχτυλα· κολλούν· έχουν σμιλέψει αποτυπώματα στη λαμπάδα. Πώς και την κουβαλάει ακόμα; Σκύβει το κεφάλι, την πιάνει απ’ το φιτίλι και τη σέρνει. Δεν την πετάει, το θέλει το φως της και το λιωμένο κερί λειαίνει τις πέτρινες γωνιές όπου κοιμάται. Δεν προλαβαίνει να μπει στη σχισμή των βράχων· κάτι σπιθίζει στο σημείο που ατένιζε, λες και το βλέμμα του καρφίτσωσε το πέπλο του σκότους. Είναι μονάχα ένα φωσφορίζον στίγμα, μα το φέγγος του διαγράφει το πέτρινο μονοπάτι που ξαπλώνει στο νερό.

Το Ψαροκόκαλο φέρνει τα δάχτυλα στα κέρινα αποτυπώματά τους, σφίγγει τη λαμπάδα και προχωρεί προς το ακρωτήρι. Τώρα το μοναδικό μακρινό κι ακίνητο πράγμα είναι το άστρινο στίγμα· κοντινά κι αεικίνητα τα κύματα, που σέρνονται δεξιά κι αριστερά απ’ το πέτρινο μονοπάτι. Τα πέλματα του Ψαροκόκαλου πατούν πέτρα λαξεμένη και –τι παράξενο– νοτισμένη και ζεστή. Σε κάθε βήμα οι πατούσες του βυθίζονται σε κάτι άυλο και θερμό και –τι παράξενο– όχι υγρό, που σιγά-σιγά κουλουριάζεται στους αστραγάλους του, θαρρείς και πάνω απ’ την πέτρα αιωρείται μια αχλή παχύρρευστη, σαν από τσουκάλι που αχνίζει. Ο αέρας στριγκλίζει μονότονα, φυσώντας σταθερά καταπάνω του, ενώ –τι παράξενο– γαληνεύει από κει που ξεκινά η ζέστη και κάτω, απ’ τις γάμπες του δηλαδή, κι έπειτα απ’ τα γόνατά του, λες κι η νηνεμής μεμβράνη που το καταπίνει ανηφορίζει ή λες και το Ψαροκόκαλο περπατάει σε ξέρα που πλημμυρίζει απ’ την παλίρροια. Σύντομα οι λαγόνες, η μέση του, όλο το κορμί του βυθίζεται σε τούτο τον αέρινο πολτό, που –τι παράξενο– μοιράζεται την επιφάνεια της θάλασσας. Τώρα του ντύνει τον λαιμό, λύνοντας τον κόμπο που του ’κοβε την ανάσα. Του χαϊδεύει το πιγούνι. Του χαϊδεύει τα χείλη και το Ψαροκόκαλο γεύεται γάλα και μυρίζει τον ιδρώτα της μάνας του – έχει βυθιστεί η μύτη του. Ακούει μια βοή υποβρύχια και βλέπει ένα θολό γαλάζιο – έχουν βυθιστεί τα μάτια και τ’ αυτιά του. Τώρα το σύμπαν είναι στάσιμο και πηχτό κι οι τρίχες των μαλλιών τού γαργαλούν τις ρίζες στο κρανίο καθώς ανεμίζουν – έχει πια βυθιστεί ολόκληρο, το Ψαροκόκαλο.

Το στίγμα χωρίζεται σε δυο μαργαριτάρια: δυο φωτεινά παράθυρα ενός μικροσκοπικού ναού, σαν τους ναούς που ήξερε στην πατρίδα του. Έχει δίφυλλη πόρτα, ακριβώς όπως κι η εκκλησία του χωριού. Έχει τρούλο, μα δεν έχει καμπαναριό· και στην κορυφή δεν έχει σταυρό μα μια τρίαινα. Ψηλά, στην απέραντη κυανή θολούρα, κάτι ιριδίζει· ένα κοπάδι ψάρια, που τα στιλπνά λέπια τους αντανακλούν τα φώτα του ναού. Το Ψαροκόκαλο φτάνει στη δίφυλλη πόρτα και την ακουμπά με τις παλάμες και τη λαμπάδα. Η θύρα είναι ξύλινη και τραχιά κι ελαφριά, σαν κούφια, και καθώς υποχωρεί, το φως του ναού τού πονάει τα μάτια· βαδίζει στα τυφλά. Η θέρμη που το τυλίγει είναι εντονότερη από ποτέ κι ανοίγει τα μάτια. Όλα έχουν αστραφτερά περιγράμματα, θαρρείς και τα κοιτάζει καθρεφτισμένα στην επιφάνεια ασημένιου δίσκου· τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά, τα μανουάλια σε σχήμα τρίαινας, ένας μικρός πολυέλαιος που μοιάζει με όστρακο –η πηγή της φωταψίας– κι ένας κοντός διάδρομος, που οδηγεί στο βάθος, σε μια όρθια φιγούρα. Δεξιά κι αριστερά στέκουν κι άλλες φιγούρες. Ρούχα δε φορούν και τα κορμιά τους τα τυλίγουν σμάλτινα λέπια. Τα πρόσωπά τους έχουν χαρακτηριστικά ουδέτερα και δεν ξεχωρίζουν τα αριστερά από τα δεξιά, στα μάτια του Ψαροκόκαλου δεν ξεχωρίζουν καν το ένα απ’ το άλλο, θαρρείς και δεν έχουν ονόματα. Στα χέρια τους κρατούν λαμπάδες αναμμένες, οι φλόγες τους διαμάντια που αστραποβολούν. Τότε ηχεί μια καμπάνα. Και το Ψαροκόκαλο κοιτάζει στις χούφτες του, και στην κορφή της λαμπάδας του στραφταλίζει μια φλόγα.

Ο Αντώνης Πάσχος γεννήθηκε το 1979. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστοσελίδες, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο Μετά βίας, κυκλοφόρησε το 2019 από τις Εκδόσεις Bell.

Keywords
Τυχαία Θέματα