«Φωτιά που σιγοκαίει» της Paula Hawkins

10:18 8/3/2022 - Πηγή: Diastixo

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Paula Hawkins Φωτιά που σιγοκαίει (μτφρ. Ρόζα Τραϊκόγλου), που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

ΦΩΤΙΑ ΠΟΥ ΣΙΓΟΚΑΙΕΙ

Βουτηγμένο στο αίμα, το κορίτσι παραπατάει μέσα στο σκοτάδι. Τα ρούχα του είναι τσαλακωμένα, κρέμονται σαν κουρέλια πάνω στο άγουρο κορμί του, αποκαλύπτοντας κομμάτια ολόλευκης σάρκας. Το ένα του πόδι είναι γυμνό κι αιμορραγεί. Το κορίτσι πονάει, αλλά ο πόνος έχει καταντήσει ασήμαντος, μηδαμινός μπροστά στην αγωνία του.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri}

{loadposition adsence-inarticle-makri}

Το πρόσωπό του έχει μετατραπεί σε μάσκα τρόμου, η καρδιά του σε τύμπανο, η ανάσα του θυμίζει λαβωμένη αλεπού που περιμένει ζαρωμένη στο λαγούμι της.
Η σιωπή της νύχτας διακόπτεται από έναν σιγανό βόμβο. Αεροπλάνο; Το κορίτσι σκουπίζει το αίμα από τα μάτια του και σηκώνει το βλέμμα προς τον ουρανό. Το μόνο που αντικρίζει είναι αστέρια.
Ο βόμβος γίνεται πιο δυνατός, πιο υπόκωφος. Αυτοκίνητο που αλλάζει ταχύτητα; Έφτασε άραγε στον κεντρικό δρόμο; Το κορίτσι νιώθει να πλημμυρίζει από ελπίδα. Κάπου βαθιά μέσα του βρίσκει την ενέργεια που χρειάζεται για να τρέξει.
Πιότερο νιώθει παρά βλέπει το φως πίσω της. Αισθάνεται το κορμί της να φωτίζεται μέσα στη σκοτεινιά και ξέρει πως το αυτοκίνητο πλησιάζει πίσω της. Έρχεται από το αγρόκτημα. Το κορίτσι κάνει μεταβολή.
Ξέρει, προτού καν τον δει, πως τη βρήκε. Ξέρει, προτού καν τον δει, πως εκείνος κάθεται στη θέση του οδηγού. Παγώνει. Για ένα δευτερόλεπτο διστάζει, ύστερα βγαίνει από τον δρόμο, το βάζει στα πόδια, δρασκελίζει ένα χαντάκι, πηδάει έναν ξύλινο φράχτη. Προσγειώνεται στο διπλανό χωράφι και τρέχει στα τυφλά, πέφτει, σηκώνεται, στα μουγγά, αθόρυβα. Τι θα την ωφελούσε να ουρλιάξει;
Τη φτάνει, την αρπάζει απ’ τα μαλλιά και τη ρίχνει στο χώμα. Μυρίζει την ανάσα του. Ξέρει τι θα της κάνει. Ξέρει τι έπεται, επειδή το είδε ήδη να συμβαίνει, τον είδε να το κάνει στη φίλη της, την αγριότητα με την οποία–
«Όχου, ήμαρτον!» μονολόγησε δυνατά η Αϊρίν κι έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, πετώντας το στη στοίβα με αυτά που σκόπευε να χαρίσει. «Τι απίστευτη, τι απόλυτη μπούρδα!»

1

Το πρόβλημα μ’ εσένα», είπε η Ντίντρε μέσα στο κεφάλι της Λόρα, «είναι πως κάνεις λάθος επιλογές».
Ένα γαμημένο δίκιο το ’χεις, Ντίντρε. Δεν ήταν κάτι που η Λόρα περίμενε πως θα έλεγε ή πως θα σκεφτόταν, αλλά, έτσι όπως στεκόταν στο μπάνιο της κι έτρεμε ανεξέλεγκτα, νιώθοντας το αίμα της να αναβλύζει καυτό και σε σταθερή ροή από το τραύμα στο μπράτσο, δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως η Ντίντρε της φαντασίας της είχε πέσει διάνα. Έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το κεφάλι στον καθρέφτη για να μην αναγκαστεί να κοιτάξει τον εαυτό της κατάματα, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να νιώσει ακόμη χειρότερα, επειδή έτσι μπορούσε να δει το αίμα να κυλάει, κάτι που της έφερε ναυτία και τάση για εμετό. Τόσο αίμα… Το τραύμα ήταν πιο βαθύ από όσο πίστευε. Το καλύτερο θα ήταν να πάει αμέσως στα Επείγοντα. Μόνο που δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση.
Λάθος επιλογές.
Όταν, επιτέλους, η ροή του αίματος φάνηκε να λιγοστεύει, η Λόρα έβγαλε το μακό μπλουζάκι της και το πέταξε στο πάτωμα. Έβγαλε το τζιν παντελόνι και το εσώρουχο, τράβηξε το σουτιέν της και πήρε μια κοφτή ανάσα με σφιγμένα δόντια, νιώθοντας τη μεταλλική κόπιτσα να ξύνει την πληγή της.
«Γαμώτο, γαμώτο! Γαμιέσαι, γαμώτο!» ψιθύρισε.
Άφησε το σουτιέν της να πέσει στο πάτωμα μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα και μπήκε στην ντουζιέρα. Άνοιξε τη βρύση και στάθηκε τρέμοντας κάτω από το ισχνό καυτό ρυάκι (η ντουζιέρα της πρόσφερε δύο επιλογές: είτε πολύ ζεστό είτε πολύ κρύο – δεν υπήρχε ενδιάμεσο). Πέρασε τις άκρες των ζαρωμένων δαχτύλων της πάνω από τις όμορφες ιβουάρ ουλές της.
«Είμαι εδώ», μονολόγησε σιγανά. «Είμαι εδώ».
Ύστερα, με το μπράτσο τυλιγμένο όπως όπως με λωρίδες χαρτιού τουαλέτας και με μια φτενή πετσέτα μπάνιου γύρω από το σώμα της, κάθισε στον άσχημο γκρι καναπέ από δερματίνη που είχε στο σαλόνι της και τηλεφώνησε στη μητέρα της. Βγήκε τηλεφωνητής κι η Λόρα το έκλεισε. Δεν είχε νόημα να χαλάει μονάδες. Τηλεφώνησε στον πατέρα της.
«Είσαι καλά, πουλάκι μου;»
Στο φόντο ακούγονταν φωνές, ραδιόφωνο, το Κανάλι 5 σε ζωντανή μετάδοση.
«Μπαμπά…»
Ένιωσε έναν κόμπο στο λαρύγγι της και τον κατάπιε με δυσκολία.
«Τι τρέχει;»
«Μπαμπά, θα μπορούσες να περάσεις από δω; Είχα… Είχα μια άσχημη νύχτα και σκεφτόμουν μήπως γίνεται να έρθεις για λίγο. Ξέρω πως είναι κάμποσος δρόμος, αλλά θέλω να–»
«Όχι, Φίλιπ» – κάπου στο βάθος ακούστηκε η φωνή της Ντίντρε, που σύριζε με σφιγμένα δόντια. «Έχουμε μπριτζ απόψε».
«Μπαμπά; Μπορείς να κλείσεις την ανοιχτή ακρόαση;»
«Γλυκιά μου, δεν–»
«Σοβαρά τώρα, μπορείς να την κλείσεις; Δεν θέλω να ακούω τη φωνή της. Με κάνει να θέλω να βάλω φωτιά σε ό,τι υπάρχει γύρω μου…»
«Έλα τώρα, Λόρα…»
«Ξέρεις κάτι, μπαμπά; Ξέχνα το. Δεν πειράζει».
«Είσαι σίγουρη;»
Όχι, δεν είμαι. Όχι, δεν είμαι. Όχι, γαμώτο, δεν είμαι.
«Σίγουρα, ναι. Είμαι σίγουρη. Είμαι μια χαρά. Θα είμαι μια χαρά».
Πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα, τα πόδια της μπερδεύτηκαν στο μπουφάν της. Μέσα στη φούρια της να φτάσει στο μπάνιο το είχε πετάξει στον διάδρομο. Έσκυψε και το μάζεψε. Το μανίκι ήταν σκισμένο, ενώ στην τσέπη υπήρχε ακόμη το ρολόι του Ντάνιελ. Το πήρε, το περιεργάστηκε για λίγο, το φόρεσε στον καρπό της. Το χαρτί τουαλέτας γύρω από το μπράτσο της είχε γίνει κατακόκκινο, σαν τριαντάφυλλο που μόλις είχε ανθίσει. Ένιωθε το χέρι της να πάλλεται, καθώς το αίμα ανάβλυζε ακόμη. Ζαλιζόταν. Πέταξε το ρολόι στον νιπτήρα του μπάνιου, έσκισε το χαρτί, άφησε την πετσέτα να πέσει στο πάτωμα. Χώθηκε ξανά στην ντουζιέρα.
Ξύνοντας με ένα ψαλίδι το κάτω μέρος των νυχιών της, είδε το νερό να γίνεται ρόδινο στα πόδια της. Έκλεισε τα μάτια. Άκουγε τη φωνή του Ντάνιελ, που τη ρωτούσε: «Τι τρέχει;». Και τη φωνή της Ντίντρε, που έλεγε: «Όχι, Φίλιπ, έχουμε μπριτζ απόψε». Κι ύστερα τη δική της φωνή: Να βάλω φωτιά σε ό,τι υπάρχει γύρω μου. Να βάλω φωτιά. Να βάλω φωτιά. Να βάλω φωτιά…

2

Κάθε δεύτερη Κυριακή η Μίριαμ καθάριζε την τουαλέτα. Έπρεπε να σηκώνει τον κάδο –μονίμως αναπάντεχα και δυσάρεστα βαρύς– από τη μικρή λεκάνη στο πίσω μέρος του σκάφους, να τον κουβαλάει μέχρι την άλλη άκρη της καμπίνας, να τον βγάζει στο μονοπάτι κι από εκεί να διανύει μια εκατοστή μέτρα περίπου μέχρι την κεντρική δεξαμενή λυμάτων, όπου έπρεπε να τον αδειάσει και να τον ξεπλύνει από τυχόν υπολείμματα. Ένα από τα λιγότερο ειδυλλιακά κομμάτια της ζωής σε ένα πλωτό σπίτι· μια αγγαρεία που προτιμούσε να διεκπεραιώνει νωρίς, όταν δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Τόσο αναξιοπρεπές, να κουβαλάς τα σκατά σου ανάμεσα σε αγνώστους, ανθρώπους που έχουν βγάλει βόλτα τον σκύλο τους, που κάνουν τζόκινγκ…
Η Μίριαμ στεκόταν τώρα στην πρύμνη. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ο δρόμος ήταν ελεύθερος, πως δεν υπήρχαν εμπόδια στο μονοπάτι, ποδήλατα ή μπουκάλια (οι άνθρωποι συνήθιζαν να γίνονται εξαιρετικά αντικοινωνικοί, ειδικά αργά τα Σαββατόβραδα). Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, αρκετά κρύο για Μάρτη, παρά τα μπουμπούκια που μόλις ξεπετάγονταν στα γυαλιστερά κλαδιά των πλατάνων και των σημύδων προοιωνίζοντας την άνοιξη.
Παρότι ήταν μια κρύα μαρτιάτικη μέρα, η Μίριαμ παρατήρησε πως η πόρτα της καμπίνας του διπλανού σκάφους ήταν ανοιχτή, όπως και το προηγούμενο βράδυ. Ε, αυτό λοιπόν ήταν ασυνήθιστο. Εκτός αυτού, είχε σκοπό να κάνει μια κουβέντα με τον νεαρό ιδιοκτήτη σχετικά με τον χρόνο της παραμονής του στην προβλήτα. To σκάφος ήταν δεμένο εκεί επί δεκάξι μέρες, δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα περισσότερο από όσο επιτρεπόταν, κι η Μίριαμ σκόπευε να του τα ψάλει ένα χεράκι, ώστε να πάρει πόδι, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν δική της δουλειά, δεν ήταν δική της ευθύνη, αλλά να που εκείνη, αντίθετα με τους περισσότερους, έμενε μόνιμα εκεί, γεγονός που τη βάραινε με μία ιδιαίτερη αίσθηση ευθύνης απέναντι στο κοινό συμφέρον.
Αυτά τουλάχιστον είπε αργότερα η Μίριαμ στον επιθεωρητή Μπάρκερ, όταν εκείνος τη ρώτησε: «Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ρίξετε μια ματιά;». Ο επιθεωρητής καθόταν απέναντί της. Τα γόνατά του σχεδόν άγγιζαν τα δικά της, οι ώμοι του ήταν κάπως στρογγυλοί και γερτοί. Ένα πλωτό σπίτι δεν είναι βολικό για έναν ψηλό άντρα, κι ετούτος εδώ ήταν πανύψηλος, με κεφάλι σαν μπάλα του μπιλιάρδου κι έκφραση προβληματισμένη, σαν να περίμενε πως κάτι άλλο θα έκανε εκείνη τη μέρα, κάτι διασκεδαστικό, θα πήγαινε τα παιδιά του στο πάρκο ας πούμε. Αντ’ αυτού όμως, βρισκόταν εκεί, μαζί της, και δεν ήταν διόλου ευχαριστημένος με αυτή την κατάσταση.
«Αγγίξατε κάτι;» τη ρώτησε.
Είχε; Είχε αγγίξει κάτι; Η Μίριαμ έκλεισε τα μάτια. Φαντάστηκε τον εαυτό της να χτυπάει με πονηριά το παράθυρο του γαλανόλευκου σκάφους· να περιμένει κάποια απάντηση – μια φωνή, έστω ένα τίναγμα της κουρτίνας· να σκύβει, μην έχοντας λάβει απάντηση, σε μία απόπειρα να κρυφοκοιτάξει στο εσωτερικό της καμπίνας – μία απόπειρα με άδοξο τέλος, γιατί η ημιδιάφανη κουρτίνα καλυπτόταν από μια στρώση λίγδας από τη βρόμα της πόλης και του ποταμιού που θα πρέπει να μετρούσε τουλάχιστον μία δεκαετία· να χτυπάει ακόμη μία φορά κι ύστερα από μερικές στιγμές να σκαρφαλώνει στο πίσω κατάστρωμα· να φωνάζει: «Είναι κανείς εδώ;».
Είδε τον εαυτό της να ανοίγει μια χαραμάδα την πόρτα κι αμέσως να τη χτυπάει μια μυρωδιά μεταλλική, κρεάτινη, από εκείνες που σου προκαλούν πείνα. «Είναι κανείς εδώ;» Θυμήθηκε να ανοίγει διάπλατα την πόρτα, να κατεβαίνει τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στην καμπίνα, να ετοιμάζεται να φωνάξει ξανά και να νιώθει τις λέξεις να πνίγονται στο λαρύγγι της· να κοιτάζει ολόγυρα και να καταγράφει τη σκηνή: ένα αγόρι –όχι αγόρι, νεαρός άντρας– να κείτεται στο πάτωμα, αίμα παντού και μια πληγή όμοια με πλατύ χαμόγελο στον λαιμό του.
Είδε τον εαυτό της να ταλαντεύεται μπρος πίσω, να φέρνει το χέρι στο στόμα, να γέρνει προς τα μπροστά για μια ατέλειωτη στιγμή που της έφερε ίλιγγο, να απλώνει το χέρι, να αρπάζεται από τον πάγκο. Ω, Θεέ μου.
«Άγγιξα τον πάγκο», είπε στον επιθεωρητή. «Νομίζω πως γαντζώθηκα από εκείνο το σημείο, να, εκεί, αριστερά όπως μπαίνεις στην καμπίνα. Τον είδα και σκέφτηκα… δηλαδή ένιωσα… αναγούλα».
Κοκκίνισε.
«Δεν έκανα εμετό όμως, όχι εκείνη τη στιγμή. Μετά, έξω… Συγγνώμη, δεν…»
«Μην ανησυχείτε», είπε ο Μπάρκερ, ενώ την κοίταζε κατάματα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Τι κάνατε στη συνέχεια; Είδατε το πτώμα, στηριχτήκατε στον πάγκο και…;»
Αυτό που την είχε ξαφνιάσει περισσότερο απ’ όλα ήταν η μυρωδιά. Πέρα από το αίμα, όλο εκείνο το αίμα, υπήρχε κάτι άλλο, κάτι μπαγιάτικο, γλυκερό και σιχαμένο, σαν τη μυρωδιά που αναδίδει ένα μάτσο κρινάκια που έχουν μαραθεί στο βάζο. Η μυρωδιά κι η συγκλονιστική εικόνα του, το όμορφο, άψυχο πρόσωπο, τα γυάλινα μάτια κι οι μακριές βλεφαρίδες, τα άτονα χείλη που φανέρωναν δυο σειρές από ολόισια, κατάλευκα δόντια. Ο κορμός, τα χέρια και τα πόδια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα, τα δάχτυλά του καμπυλωμένα προς τα κάτω. Σαν να είχε γαντζωθεί από κάτι. Την ώρα που η Μίριαμ έκανε μεταβολή για να φύγει, έπιασε με την άκρη του ματιού της κάτι στο πάτωμα, κάτι παράταιρο – μια ασημένια αντανάκλαση, βαλτωμένη στο κολλώδες αίμα που είχε αρχίσει να μαυρίζει.
Ανέβηκε τα σκαλιά παραπατώντας και βγήκε από την καμπίνα ρουφώντας άπληστα τον αέρα, νιώθοντας να πνίγεται. Όρμησε στο μονοπάτι και σκούπισε το στόμα της.
«Βοήθεια!» ούρλιαξε. «Καλέστε την αστυνομία!»
Αλλά η ώρα δεν ήταν ούτε εφτά και μισή, Κυριακή πρωί, κι ο τόπος ήταν έρημος. Το μονοπάτι ήταν άδειο, οι δρόμοι τριγύρω ήσυχοι, ήχος κανείς, εκτός από τον βόμβο μίας γεννήτριας και τα νευρικά κρωξίματα από ένα τσούρμο νερόκοτες που περνούσαν πίσω της αθόρυβα, σαν φαντάσματα. Νόμισε πως είδε κάποιον στη γέφυρα πάνω από το κανάλι και σήκωσε το βλέμμα, αλλά δεν ήταν κανείς κι εκείνη ξανάμεινε μόνη και σχεδόν παράλυτη από τον τρόμο.
«Έφυγα», είπε στον επιθεωρητή. «Πετάχτηκα έξω και… κάλεσα την αστυνομία. Έκανα εμετό κι ύστερα έτρεξα στο σκάφος και κάλεσα την αστυνομία».
«Εντάξει, εντάξει».
Όταν σήκωσε το βλέμμα, τον είδε να κοιτάζει ολόγυρα στο δωμάτιο, καταγράφοντας νοερά τη μικροσκοπική, τακτοποιη­­μένη καμπίνα, τα βιβλία πάνω από τον νεροχύτη (One Pot Cooking, A New Way with Vegetables), τα βότανα στο περβάζι, τον βασιλικό και τον κόλιανδρο στα πλαστικά βαζάκια τους, το ξεραμένο δεντρολίβανο στο μπλε επισμαλτωμένο δοχείο. Τον είδε να χαζεύει τη βιβλιοθήκη με τα χαρτόδετα βιβλία, το σκονισμένο σπαθίφυλλο από πάνω, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός συνηθισμένου ζευγαριού – ένα ασουλούπωτο παιδί ανάμεσά τους.
«Ζείτε μόνη εδώ;» τη ρώτησε, αλλά δεν ήταν στ’ αλήθεια ερώτηση.
Η Μίριαμ ήξερε τι είχε στο μυαλό του: μια χοντρή μεγαλοκοπέλα, τάχα μου οικολόγος κι εναλλακτική, στην ουσία μια σκατοπερίεργη. Από εκείνες που χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές των άλλων. Η Μίριαμ ήξερε πώς την έβλεπε ο κόσμος.
«Γνωριζόσαστε καθόλου με τους… γείτονές σας; Έχετε γείτονες; Δεν είναι ακριβώς γείτονες, σωστά; Εφόσον έρχονται και μένουν μόνο για κάνα δυο βδομάδες…»
Η Μίριαμ ανασήκωσε τους ώμους.
«Ορισμένοι πηγαινοέρχονται τακτικά, έχουν μια συγκεκριμένη διαδρομή που τους αρέσει να κάνουν, κι έτσι μπορείς, αν θέλεις, να τους πιάσεις την κουβέντα και να τους γνωρίσεις. Αλλιώς, περιορίζεσαι στα του οίκου σου, όπως κάνω εγώ».
Ο επιθεωρητής δεν μίλησε, απλώς την κοίταξε ανέκφραστος. Η Μίριαμ συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να καταλάβει τι άνθρωπος ήταν, πως δεν της είχε εμπιστοσύνη, πως δεν πίστευε σώνει και καλά όλα όσα του έλεγε.
«Κι αυτός; Ο άντρας που βρήκατε σήμερα το πρωί;»
Η Μίριαμ κούνησε το κεφάλι.
«Δεν τον γνώριζα. Τον είχα δει κάνα δυο φορές. Είχαμε ανταλλάξει… Εντάξει, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε καν τις τυπικές ευγένειες. Είχα πει ένα γεια ή μια καλημέρα κι εκείνος το ίδιο. Αυτό ήταν όλο».
(Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ήταν αλήθεια πως τον είχε δει κάνα δυο φορές από τότε που είχε δέσει στην προβλήτα και πως εξαρχής τον είχε θεωρήσει ερασιτέχνη.
Το σκάφος ήταν ένα σκέτο χάλι –η μπογιά είχε αρχίσει να ξεφτίζει, τα πρέκια ήταν σκουριασμένα και το φουγάρο λοξό–, ενώ ο ίδιος έμοιαζε υπερβολικά καθαρός για τη ζωή στα κανάλια. Καθαρά ρούχα, λευκά δόντια, κανένα πίρσινγκ, κανένα τατουάζ. Κανένα που να φαινόταν, εν πάση περιπτώσει. Εντυπωσιακός νεαρός, αρκετά ψηλός, μελαχρινός, με μαύρα μάτια και πρόσωπο όλο γωνίες. Την πρώτη φορά που τον είδε και τον καλημέρισε κι εκείνος σήκωσε το βλέμμα και της χαμογέλασε ένιωσε να ανατριχιάζει σύγκορμη.)
Τα είχε προσέξει όλα αυτά εκείνη την πρώτη φορά, αλλά σιγά μην τα έλεγε στον επιθεωρητή. Όταν τον πρωτοείδα, είχα μια παράξενη αίσθηση… Θα την περνούσε για παλαβή. Όπως και να ’χε, τώρα συνειδητοποιούσε τι ήταν αυτό που είχε νιώσει. Δεν ήταν κάποιο προαίσθημα ή κάτι αντίστοιχα γελοίο. Ήταν συνειδητοποίηση.
Υπήρχε μία ευκαιρία εκεί –αυτή τη σκέψη έκανε όταν αντιλήφθηκε για πρώτη φορά ποιο ήταν εκείνο το αγόρι–, αλλά δεν ήξερε πώς να την εκμεταλλευτεί. Τώρα που ήταν πεθαμένο όμως, είχε την αίσθηση πως όλα αυτά ήταν γραφτό να συμβούν. Μία ευτυχής συγκυρία.
«Κυρία Λιούις;» της έλεγε τώρα ο επιθεωρητής Μπάρκερ.
«Δεσποινίς», τον διόρθωσε.
Ο άντρας έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια.
«Δεσποινίς Λιούις λοιπόν. Θυμάστε να τον είδατε παρέα με κάποιον; Μήπως να μιλάει με κάποιον;»
Η Μίριαμ δίστασε, ύστερα έγνεψε καταφατικά.
«Είχε έναν επισκέπτη. Κάνα δυο φορές ίσως. Μπορεί να είχε περισσότερους επισκέπτες, αλλά εγώ έναν είδα. Μία γυναίκα, μεγαλύτερή του, κοντά στην ηλικία μου, μάλλον πενηντάρα. Ασημόγκριζα μαλλιά, κοντοκουρεμένα. Αδύνατη, αρκετά ψηλή, νομίζω γύρω στο 1.72-1.75, γωνιώδες πρόσωπο…»
Ο Μπάρκερ σήκωσε το ένα του φρύδι.
«Την είδατε αρκετά καλά λοιπόν».
Η Μίριαμ ανασήκωσε ξανά τους ώμους.
«Ε, ναι. Είμαι παρατηρητικό άτομο. Μου αρέσει να ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου».
Είχε έρθει η στιγμή να τσιγκλήσει τις προκαταλήψεις του.
«Αλλά ήταν το είδος της γυναίκας που θα πρόσεχες έτσι κι αλλιώς. Ήταν πολύ εντυπωσιακή. Το χτένισμά της, τα ρούχα της… Έδειχνε… να ξοδεύει πολλά».
Ο επιθεωρητής κατένευσε ξανά. Σημείωνε τα πάντα και η Μίριαμ ήταν σίγουρη πως δεν θα του έπαιρνε πολύ να καταλάβει για ποια ακριβώς μιλούσε.
Όταν τελικά έφυγε ο επιθεωρητής, οι αστυνομικοί απέκλεισαν με ταινίες το μονοπάτι μεταξύ Ντε Μποβουάρ και Σέπερτον, απομακρύνοντας όλα τα σκάφη εκτός από το δικό του –τη σκηνή του εγκλήματος δηλαδή– και το δικό της. Είχαν προσπαθήσει να την πείσουν να φύγει, αλλά εκείνη τους το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή πως δεν είχε πού αλλού να πάει. Πού σκόπευαν να τη βάλουν να μείνει δηλαδή; Ο ένστολος αστυνομικός στον οποίο απευθύνθηκε –νεαρός, με τσιριχτή φωνή και φακίδες– φάνηκε να ταράζεται με αυτή τη μετατόπιση ευθυνών. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, ύστερα τα χαμήλωσε στο νερό, κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο κανάλι και μετά έστρεψε το βλέμμα του ξανά σ’ εκείνη, σ’ αυτή τη μικροκαμωμένη, παχουλή, άκακη, μεσόκοπη γυναίκα, και τότε παρέδωσε τα όπλα. Μίλησε με κάποιον στον ασύρματο κι έπειτα γύρισε κοντά της και της είπε πως μπορούσε να μείνει.
«Μπορείτε να εισέρχεστε και να εξέρχεστε από την… οικία σας», είπε, «αλλά ως εκεί».
Εκείνο το απόγευμα η Μίριαμ κάθισε στην πρύμνη του σκάφους της κάτω από το ωχρό λιόφωτο κι απόλαυσε την ασυνήθιστη ηρεμία του αποκλεισμένου καναλιού. Με μια κουβέρτα ριγμένη στους ώμους της κι ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι παρατηρούσε τους αστυνομικούς και τους τεχνικούς της σήμανσης που πηγαινοέρχονταν βιαστικά σέρνοντας σκυλιά, φέρνοντας σκάφη, ερευνώντας το μονοπάτι και την όχθη, ανασκαλεύοντας το λασπωμένο νερό.
Ένιωθε μία αλλόκοτη γαλήνη, παρά τη μέρα που είχε περάσει. Αισθανόταν μία αισιοδοξία σχεδόν στη σκέψη των καινούριων δρόμων που ανοίγονταν μπροστά της. Στην τσέπη της ζακέτας της ψηλαφούσε το μικρό κλειδί στο μπρελόκ του, ακόμη κολλώδες από το αίμα, το κλειδί που είχε μαζέψει από το πάτωμα του σκάφους, την ύπαρξη του οποίου είχε αποκρύψει από τον επιθεωρητή χωρίς να είναι σίγουρη γιατί.
Ένστικτο.
Το είχε δει να αστράφτει δίπλα στο σώμα του αγοριού. Ένα κλειδί περασμένο από ένα μικρό ξύλινο μπρελόκ σε σχήμα πουλιού. Το αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή. Το είχε δει να κρέμεται από τη ζώνη του τζιν παντελονιού που φορούσε η Λόρα στο καθαριστήριο. Η μουρλο-Λόρα, όπως την έλεγαν. Η Μίριαμ βέβαια την έβρισκε ανέκαθεν αρκετά φιλική και διόλου τρελή. Την είχε δει να καταφθάνει –ψιλομεθυσμένη, υπέθετε– σε εκείνο το ελεεινό μικρό σκάφος αγκαζέ με το όμορφο αγόρι πριν από… πόσο; Δύο νύχτες; Τρεις; Είχε τα πάντα γραμμένα στο σημειωματάριό της – τα πηγαινέλα που παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Τέτοιου είδους πράγματα σημείωνε.
Κατά το σούρουπο τους είδε να μεταφέρουν το πτώμα. Το ανέβασαν στα σκαλιά και το έβγαλαν στον δρόμο, όπου περίμενε ένα ασθενοφόρο. Η Μίριαμ σηκώθηκε όταν πέρασαν από μπροστά της. Από σεβασμό, έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε«Στην ευχή του Θεού», κι ας μην το πίστευε.
Ψιθύρισε κι ένα ευχαριστώ. Επειδή, με το να δέσει το σκάφος του δίπλα στο δικό της κι ύστερα με την άγρια δολοφονία του, ο Ντάνιελ Σάδερλαντ είχε προσφέρει στη Μίριαμ μία ευκαιρία που απλώς της ήταν αδύνατον να αφήσει ανεκμετάλλευτη: την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για την αδικία που είχε υποστεί.
Μόνη και, περιέργως, κάπως φοβισμένη από το σκοτάδι κι από την ασυνήθιστη σιωπή, χώθηκε στην καμπίνα, κλειδώνοντας την πόρτα της με σύρτη και λουκέτο. Έβγαλε το κλειδί της Λόρα από την τσέπη της και το έβαλε στο ξύλινο κουτί με τα διάφορα μπιχλιμπίδια που φύλαγε στο επάνω ράφι της βιβλιοθήκης. Η Πέμπτη ήταν ημέρα μπουγάδας. Ίσως το έδινε στη Λόρα τότε.
Ίσως και όχι.
Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο, σωστά;

Keywords
το φως, φωτια, φως, τζιν, γκρι, μπριτζ, cooking, μπλε, ώμους, γεια, φλιτζάνι, βιβλια, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, αλλαγη ωρας, Πρώτη Μέρα της Άνοιξης, Ημέρα της μητέρας, τελος του κοσμου, αλλαγη ωρας 2013, ξανα, μπουφαν, δυνατα, αστυνομια, αυτοκινητο, βοτανα, γυναικα, γωνιες, δουλεια, ηχος, μητερα, ποδηλατα, ραδιοφωνο, ρουχα, ρωτησε, ταινιες, φωτογραφια, φως, ωρα, αγωνια, αδικια, ασημενια, αιμα, αισιοδοξια, αλεπου, ανοιξη, ανθρωπος, αστερια, ατομο, βγαινει, βιβλιο, βλεμμα, βλεφαριδες, βραδυ, γεγονος, γεια, γεφυρα, γινει, γινεται, γινονται, γκρι, δαχτυλα, δεντρολιβανο, δυναμη, δικη, δοντια, δρομος, ευκαιρια, ειπε, υπαρχει, εκφραση, ελπιδα, ενεργεια, ενστικτο, επρεπε, ερημος, ερχεται, ερχονται, ευθυνη, εφυγε, ζωη, ζωης, ζωνη, ιδιο, ειδος, ηλικια, υπηρχαν, ηρεμια, η φωνη, θεε μου, θυμιζει, εικονα, καλημερα, εκδοσεις, κορμος, λαθος, λευκα, λουκετο, μαλλια, ματια, μπλε, μικρο, μπανιο, μπρελοκ, μπορεις, μπριτζ, μυαλο, μυθιστορημα, μυτη, νερο, νυχτα, νοημα, τζιν, παντα, οικια, ουλες, ουσια, οχθη, παιδι, παιδια, πεμπτη, πηγαινε, πλαστικα, ροη, πορτα, πρωινο, πρωι, ποναει, ροζα, ρολοι, ρυακι, σειρες, σιγουρη, σηκωσε το, συρτη, σιωπη, σκαφη, σκυλια, σωμα, σπιτι, στομα, ταση, τατουαζ, τυφλα, τσαι, το φως, τυμπανο, φαντασματα, φτανει, φλιτζάνι, φοντο, φωνη, φορα, χερι, χαμογελο, χειλη, χειροτερα, χωμα, χαρα, ψηλος, ωμοι, αγορι, ασχημη, cooking, δικιο, δουλειες, δωματιο, εκδικηση, εσωρουχο, καρδια, κυριακη, λεξεις, μεινει, μια φορα, μπροστα, πληγη, ποδια, σκηνη, σουτιεν, θελω να, βαζο, βρυση, ώμους, χερια, χοντρη
Τυχαία Θέματα