«Για τον “Συμβολαιογράφο” του Νίκου Βασιλειάδη με την Υρώ Μανέ» του Θανάση Λιακόπουλου

Προλάβαμε και είδαμε, σε μια επετειακή παράσταση, στην αίθουσα θεάτρου του Ιδρύματος Μ. Κακογιάννης, τον μονόλογο Συμβολαιογράφος με την Υρώ Μανέ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου.

Πρόκειται για μια θεατρική διασκευή του βιβλίου του Νίκου Βασιλειάδη Ο συμβολαιογράφος (εκδ. Νεφέλη, 1995), όπου το θεατρικό κείμενο έγινε και βιβλίο για λογαριασμό της πρώτης

παράστασης στο θέατρο «Γιώργος Αρμένης» από τον σκηνοθέτη σε συνεργασία με την Εμμανουέλα Αλεξίου, με τίτλο Συμβολαιογράφος (εκδ. Σοκόλη, 2010). Από εκείνη την άκρως επιτυχημένη θεατρική σεζόν για την παράσταση, το έργο δεν έχει σταματήσει να παρουσιάζεται ξανά και ξανά, πάντα με την ίδια επιτυχία. Επιτυχία που οφείλεται στην εξαιρετική πρωταγωνίστριά του, που όχι μόνο φαίνεται πως έχει αγαπήσει το συγκεκριμένο έργο, αφού το έχει ανεβάσει πολλές φορές ακόμα και για λίγες παραστάσεις με εξαιρετική επιτυχία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γεμάτη αίθουσα κάθε φορά, αλλά και στη διασκευή αυτή καθαυτήν.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Χωρίς να γνωρίζουμε καθ’ ολοκληρίαν το αρχικό κείμενο του Βασιλειάδη, που εν πολλοίς στηρίζεται στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, μια αποδομημένη νοηματικά καθαρεύουσα, στοιχεία της οποίας έχουν διατηρηθεί και στην παρούσα παράσταση, άρα και τις προθέσεις του σχετικά, παρά μόνο τη θεατρική διασκευή, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως πρόκειται για μια ιλαροτραγωδία με σαφείς κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Η Ερασμία, μια χήρα γυναίκα στα είκοσι τρία της χρόνια, μεγαλώνει μόνη της τη μοναχοκόρη της, στηριζόμενη στις πενιχρές απολαβές που της αφήνει το περίπτερο που κατέχει, ελέω του θανόντος συζύγου της, σε κάποια επαρχιακή πόλη. Μια γυναίκα στερημένη παντοειδώς, που έχει να αντιμετωπίσει πλην των συμφορών της και την καταλαλιά της επαρχιακής πολίχνης. Η λύση για τις δύο γυναίκες έρχεται μέσω του γαμπρού της Ερασμίας, ενός τσαγκάρη, του Αργύρη, που επιμένει να ονομάζει το τσαγκάρικο «υποδηματοποιείο» με την ονομασία «Ο Συμβολαιογράφος», ένεκα του ότι κρατούσε τον λόγο του στο ακέραιο – αναφορικά με την επισκευή των παπουτσιών, εννοείται. Ύστερα από έναν αποτυχημένο αρραβώνα της κόρης της Ερασμίας με έναν δημόσιο υπάλληλο, που την εγκατέλειψε «χρησιμοποιημένη» και στα κρύα του λουτρού, ο Αργύρης μπορεί να πραγματώσει τον νεανικό του έρωτα για την κόρη και τη ζητάει σε γάμο. Ο εν λόγω τσαγκάρης, που έχει αποδειχτεί και φοβερά προικισμένος εφόσον «ό,τι του έκοψε ο Θεός από μπόι τού το έδωσε στο μέγεθος του ανδρισμού του» κατέχει και ένα ικανοποιητικό κομπόδεμα λόγω της εργασίας του, το οποίο και θέτει στην υπηρεσία και της Ερασμίας. Το περίπτερο αναβαθμίζεται, το ζευγάρι μένει μαζί με την Ερασμία, προσπαθούν να κάνουν παιδί αλλά εις μάτην, αφού η κόρη μάλλον είναι στείρα, παρ’ όλ’ αυτά ο Αργύρης δεν διαμαρτύρεται και συνεχίζει τις προσπάθειες για τεκνοποίηση. Προσπάθειες που όμως ακούει και η στερημένη Ερασμία, μαζί με όλη την υπόλοιπη γειτονιά, που σχολιάζει με κακεντρέχεια την τύχη της κόρης – και ίσως και της ίδιας, για το κελεπούρι που έχουν στο σπίτι τους. Σε κάποια αποστροφή του λόγου του Αργύρη σχετικά με το φαγητό που σιχαίνεται και που η Ερασμία φτιάχνει πολύ συχνά λόγω της πληθώρας της πρώτης ύλης –κολοκυθάκια–, και βρίσκοντας πάτημα η ίδια εξαιτίας της απουσίας της κόρης της στον γυναικολόγο, επιχειρεί να αποπλανήσει τον Αργύρη. Γεγονός που επιτυγχάνεται πλην όμως καταλήγει σε παρά φύσιν βιαιοπραγία, κάτι που η Ερασμία δεν αντέχει και προδίδεται η ίδια αυτοστιγμεί, αφού βγαίνει κλαίουσα στο μπαλκόνι του σπιτιού προς αναζήτηση βοήθειας από τους γείτονες. Και κάπου εδώ όλα καταστρέφονται...

{jb_quote} Ήτοι, η εκπλήρωση της επιθυμίας εν Ελλάδι οδηγεί σε ολοκληρωτική καταστροφή. {/jb_quote}

Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο με τι πάθος ερμηνεύει αυτόν τον δύσκολο χαρακτήρα του μονολόγου η Υρώ Μανέ – λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις τόσες φορές που έχει ανέβει το έργο. Η δυσκολία του έγκειται ακριβώς στο ιλαρό και το τραγικό της υπόθεσης του έργου που καλείται η ηθοποιός να αποδώσει. Κι όσο κι αν ακούγεται εύκολο, δεν είναι διόλου. Οι δυσκολίες πολλές, οι οποίες με άλλη πρωταγωνίστρια θα μπορούσαν να είναι και ανυπέρβλητες. Το ιλαρόν έχει να κάνει με τον προικισμένο Αργύρη, δηλαδή εστιάζει σε ένα θέμα ταμπού, όπως το ανδρικό ερωτικό και αναπαραγωγικό όργανο, σε μια επαρχιακή κωμόπολη των δεκαετιών ’60-’70. Και προσοχή, το ιλαρό δεν είναι και πάντα κωμικό. Το τραγικό υπακούει σε πιο καταγωγικά θέματα, που δεν αγγίζουν μόνο την αθάνατη ελληνική επαρχία – και εκεί θα εστιάσουμε αναγκαστικά. Διότι εφόσον οτιδήποτε ερωτικό αντιμετωπιζόταν ως αποκριάτικο στοιχείο εκ της παραδόσεως, η όποια απόδοσή του σε κάτι σοβαρό μόνο ως ιλαρότητα θα μπορούσε να αποδοθεί. Και απ’ την άλλη, η τραγικότητα, που ακόμα κι εδώ αποδεικνύεται στο τέλος κυριαρχούσα, συνάδει εντέλει με την ιδιοπροσωπία του Έλληνα ως το απόλυτα επικρατέστατο στοιχείο – ιδίως όταν αυτός, εν προκειμένω η Ερασμία, τολμά να πάρει, αδιαφόρου μέσου, αυτό που επιθυμεί, κι όχι αδίκως. Πλην όμως αυτό οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή. Ήτοι, η εκπλήρωση της επιθυμίας εν Ελλάδι οδηγεί σε ολοκληρωτική καταστροφή.

Και αμέσως τίθενται διάφορα ερωτήματα. Θα μπορούσε η Ερασμία να διαπράξει την αποπλάνηση του γαμπρού της μέχρι τέλους και ούτε γάτα ούτε ζημιά; Και πώς θα ήταν ύστερα τα πράγματα στο σπίτι; Εν ολίγοις, θα μπορούσε η Ερασμία να ικανοποιήσει την ερωτική της επιθυμία και να συνέχιζε να ζει κανονικά με το ζευγάρι; Με μια άλλη κουλτούρα και σε μια άλλη χώρα, ναι. Στην Ελλάδα όμως όχι. Γι’ αυτό και η εσκεμμένη αποπλάνηση καταλήγει σε βιασμό ως αδίκημα με το οποίο καταδικάζεται ο Αργύρης. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο καμπής που κάνει την Ερασμία να αποδειχτεί περισσότερο αυτοκαταστροφική – τόσο απέναντι στην ίδια, όσο και ως προς την κόρη και τον γαμπρό της. Καταστροφική και αυτοκαταστροφική, αφού ενώ κατάφεραν να ορθοποδήσουν μέσα και ύστερα από τόσες δυσκολίες και ενώ τα πράγματα έφτασαν να διορθώνονται, έρχεται η λίμπιντο και τα κατακρημνίζει. Κάπως έτσι αναδεικνύονται και όλα τα παρεπόμενα. Πέραν του εγγενούς ελλείμματος ατομικότητας, φευ, είναι και κάτι ακόμα πιο βαθύ. Η ανικανότητα ευχαρίστησης και διατήρησης μιας ευτυχίας, ακόμα κι αν αυτή έχει εμφανιστεί ως τυχαιότητα, πολλώ δε μάλλον ως αποτέλεσμα υπομονής και καρτερίας.

Όλες αυτές τις λεπτές εκφάνσεις, απόρροια της ιδιοπρόσωπης ελληνικής ατομικότητας, καταφέρνει να αποδώσει με ενάργεια η Υρώ Μανέ, παντρεύοντας με επιτυχία το ιλαρό με το τραγικό μέσα από ένα κείμενο, έναν θεατρικό μονόλογο με πολλές προεκτάσεις και τόσο βαθιές ρίζες, που στοιχεία τους μπορούν να ανιχνευτούν με ευκολία και στο σήμερα. Βλέπε αίφνης και την «επιδημία» γυναικοκτονιών που έχουμε στη χώρα μας τον τελευταίο χρόνο, ως αντιστρόφως ανάλογη οπτική του ζητήματος ιδωμένου πρισματικά.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Συγγραφέας: Νίκος Βασιλειάδης
Θεατρική διασκευή: Εμμανουέλα Αλεξίου – Γιώργος Καραμίχος
Σκηνοθεσία: Γιώργος Καραμίχος
Στον ρόλο της Ερασμίας η Υρώ Μανέ
Σχεδιασμός φωτισμών: Μιχάλης Μπούρης
Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα
Κοστούμια: Έλενα Παπανικολάου
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης
Τραγούδι παράστασης: Κώστας Λειβαδάς
Το τραγούδι ερμηνεύει η Υρώ Μανέ
Βοηθός σκηνοθέτη: Βιργινία Κυπριώτη
Φωτογραφία: Μαντώ Βασίλη

Keywords
Τυχαία Θέματα