Γιάννης Δενδρινός

04:16 6/7/2024 - Πηγή: Diastixo

Πριν δύο χρόνια περίπου σκέφτηκα να ξεκινήσω ένα διήγημα, κάπως εκτενές, για την περίπτωση των ανθρώπων που το πέρασμά τους από τη ζωή, βιαστικό και αθόρυβο, καθορίστηκε όχι από την ατομική τους βούληση, αλλά από τη σαρωτική δύναμη του τυχαίου και της ιστορικής συγκυρίας.

Την ίδια εκείνη περίοδο είδα ένα όνειρο. Δυο γυναίκες καθισμένες στην περίστυλη αυλή ενός παλιού αρχοντικού οικήματος συζητούσαν δήθεν αδιάφορα, ρίχνοντας, ωστόσο, με συνωμοτικό ύφος κλεφτές ματιές σε ένα κορίτσι, που εκείνη την ώρα τριγυρνούσε αμέριμνο στον κήπο. Επρόκειτο για ένα πλάσμα γοητευτικό, κάπως παράδοξο,

κορίτσι και γυναίκα μαζί, που εμφανίστηκε ξαφνικά στον τόπο τους από το πουθενά. Χωρίς παρελθόν και μνήμες, χωρίς μιλιά και βούληση. Τους κοίταζε όλους με ένα περήφανο χαμόγελο και για μερικές στιγμές μόνο το βλέμμα της γινόταν αχνό, σαν να το κάλυπτε ομίχλη. Σημείωσα το όνειρο. Όχι για το θέμα καθαυτό, κάτι συνηθισμένο ήταν εξάλλου, αλλά για την ατμόσφαιρα που αναδυόταν από αυτό το όρυγμα του υποσυνείδητου. Οι φυσιογνωμίες και οι εκφράσεις τους, ο περιβάλλων χώρος, όλα παρέπεμπαν σε ένα μακρινό και βεβαρημένο παρελθόν.

Κάπως έτσι μπολιάστηκαν το όνειρο και η γραφή, και προέκυψε η νουβέλα Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους.

Τοποθέτησα την ιστορία σε μια ιστορική τροχιά που εκτείνεται από τα τελειώματα του Εμφυλίου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια ιστορική περίοδο με πυκνά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα και συνθήκες. Ο ματωμένος Εμφύλιος, η σκληρή μετεμφυλιακή περίοδος, η μαύρη επταετία και η αισιόδοξη Μεταπολίτευση. Όλα αυτά όμως, παρότι αναμφισβήτητα επηρεάζουν την εξέλιξη και τα σκαλοπάτια της μυθοπλασίας, προτίμησα να τα κρατήσω σε ένα δευτερεύον, σκηνικό επίπεδο, καθώς εκείνο που με ένοιαζε ήταν να αποδώσω την υπαρξιακή κραυγή, αιώνια και άχρονη, των ευάλωτων ανθρώπων που παρασύρονται από τον άνεμο της συγκυρίας. Έτσι κι αλλιώς η Ιστορία και, κυρίως, οι ιστορίες επαναλαμβάνονται.

Παρότι αξιοποίησα ως δομικά υλικά συντρίμμια και θραύσματα από μνήμες και αφηγήσεις παλαιοτέρων, διηγήσεις και αναστεναγμούς των καφενείων, πρόκειται για μια εντελώς επινοημένη ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα νησί του Ιονίου.

{jb_quote} Εκείνο που με ένοιαζε ήταν να αποδώσω την υπαρξιακή κραυγή, αιώνια και άχρονη, των ευάλωτων ανθρώπων που παρασύρονται από τον άνεμο της συγκυρίας. {/jb_quote}

Ως προς τη διάρθρωσή της, η νουβέλα αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο εναλλάσσονται οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις (καταθέσεις σε ανακριτική διαδικασία) δύο ανθρώπων που, για διαφορετικούς λόγους, ήταν σημαντικοί στη διαδρομή της κεντρικής ηρωίδας, της Γαλάτειας: ο νεανικός της έρωτας στο νησί και η κόρη της. Το δεύτερο μέρος αναπτύσσεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, με εστίαση στη βιολογική μητέρα της ηρωίδας. Ένθετες, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 1949 έως το 1986 (το σήμερα της ιστορίας).

Όλοι μιλούν για την κεντρική ηρωίδα, τη Γαλάτεια, ακόμη περισσότερο όμως μιλούν για τον ίδιο τους τον εαυτό. Η ίδια δεν μίλησε ποτέ.

Στην ανάπτυξη του κειμένου προσπάθησα να επιτύχω μια ισορροπία ανάμεσα στη γοητεία της γλώσσας αυτής καθαυτήν, αποφεύγοντας λεκτικούς ακροβατισμούς, και στη σύνθεση της πλοκής, αξιοποιώντας χρονικές αναδρομές και παράλληλες αφηγηματικές φωνές. Σε κάθε περίπτωση, επιδιώκοντας να διατηρήσω ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου, προτίμησα στοιχεία που προσιδιάζουν στη μικρή φόρμα, όπως συμπύκνωση και ρυθμό, πολλαπλές σημάνσεις και υπαινικτική διάθεση.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι σε αυτή τη νουβέλα αναφύονται ερωτήματα για τη σχέση μεταξύ βούλησης και μοίρας, ατομικής απόφασης και πεπρωμένου, ερωτήματα που συναντώνται ούτως ή άλλως και στη δημόσια συζήτηση με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές, αλλά και επιστημονικές, πρόσφατα μάλιστα και στο πεδίο των νευροεπιστημών, συνάψεις. Όλα αυτά εντούτοις παραμένουν ερωτήματα, καθώς δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας να δίνει απαντήσεις σε τέτοια θεμελιώδη θεωρητικά ερωτήματα. Προσωπικά, πάντως, θα έλεγα ότι σε όλους σχεδόν τους χαρακτήρες της νουβέλας μου ταιριάζουν τα λόγια του Κολομβιανού συγγραφέα Άλβαρο Μούτις στο έργο του Η τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ: «Σε τι άγνωστους δρόμους μπορεί να μας οδηγήσει η ζωή. Κι εμείς που νομίζουμε ότι έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Πόσο αφελείς είμαστε! Προχωρούμε ψηλαφώντας στα σκοτάδια».

Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους
Γιάννης Δενδρινός
Διόπτρα
128 σελ.
ISBN 978-618-220-611-9
Τιμή €12,20

Keywords
Τυχαία Θέματα