«Η παιδεία στην ιωνική πρωτεύουσα: Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης» του Αναστάσιου Αγγ. Στέφου

«Η παιδεία στην ιωνική πρωτεύουσα:
Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης»

του Αναστάσιου Αγγ. Στέφου

Η Σμύρνη, η μητρόπολη του μικρασιατικού ελληνισμού, ο οφθαλμός της Ασίας, «καλλίστη πασῶν τῶν πόλεων», κατά τον Στράβωνα, η γενέτειρα του «Μελησιγενούς» Ομήρου, ήταν μια πόλη κοσμοπολίτικη, αλλά με μια πολυπληθή και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα, κοιτίδα της παιδείας και της χριστιανικής πίστης για δύο σχεδόν χιλιετίες. Η πολυπολιτισμική και πολυεθνική Σμύρνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πλειάδος περιηγητών (Γάλλων, Γερμανών, Ιταλών, Άγγλων), με κορυφαίο

τον Γάλλο φιλέλληνα Σατωβριάνδο (1768-1842), που την ανέφεραν ως Fleur de l’Ionie, ενώ οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Smyrne l’infidèle (Γκιαούρ Ισμίρ), ακριβώς λόγω της υπεροχής του ελληνικού στοιχείου.

Στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας της Σμύρνης θα δημιουργηθούν ρωμαλέες εστίες παιδείας (βλ. Χρήστος Σολωμονίδης, Η παιδεία στη Σμύρνη, 1962), που αποτυπώνουν έντονα την πνευματική ζωή της πόλης. Δεκάδες σχολεία, κοινοτικά και ιδιωτικά, συγκροτούσαν το εκπαιδευτικό οικοδόμημα της πόλης, όπως τα περίφημα Παρθεναγωγεία, το Κεντρικόν (της Αγίας Φωτεινής) και το Ομήρειον, το Φιλολογικόν Γυμνάσιον, το Ελληνικόν Παιδαγωγείον, το Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον, το Αρμοστειακόν Γυμνάσιον, το Εμπορικόν Λύκειον «Ο Ερμής», ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όπως το Λύκειον Ευαγγελίδη, η Σχολή Αρώνη, η Αστική Σχολή Νεστορίδη, η Ελληνογερμανική Σχολή Γιαννίκη, η Σχολή Αναστασιάδη και πολλά άλλα σχολεία που φωτίζουν την ελληνική παιδεία της Σμύρνης (Βλ. Κώστας Χατζηαντωνίου, Μικρά Ασία. Ιστορία των Νέων χρόνων, Αθήνα 1999).

Παλλάδιον, όμως, της σμυρναϊκής παιδείας υπήρξε η περίφημη Ευαγγελική Σχολή, που ιδρύθηκε το 1708, με τη συνδρομή των προυχόντων της Σμύρνης, ως σχολείο του Χριστού, με θρησκευτικό κατ’ αρχάς χαρακτήρα, που επανασυστάθηκε το 1717, από τον μητροπολίτη Σμύρνης Ανανία, στο οποίο δίδαξε ο λόγιος Αδαμάντιος Ρύσιος, παππούς του Αδαμαντίου Κοραή, «ἀνὴρ περὶ τὸν Ἕλληνα λόγον δοκιμώτατος καὶ τῶν πατρίων ζηλωτής». Το ιστορικό αυτό σχολείο μετονομάστηκε διαδοχικά: Ελληνικόν Σχολείον, Μεγάλον Σχολείον, Ελληνομουσείον, Ευαγγελικόν Σχολείον, Ευαγγελικόν Φροντιστήριον ή Σχολείον των Ευαγγελικών Εντολών, μέχρις ότου ονομάσθηκε Ευαγγελική Σχολή (École Graecque Évangélique). Η Σχολή από το 1881 στεγάστηκε σε κεντρικό κτήριο μεταξύ του περικαλλούς μητροπολιτικού ναού της μεγαλομάρτυρος Αγίας Φωτεινής, με το εκπληκτικό κωδωνοστάσιο, που ανατινάχθηκε το 1922 από τους Τούρκους, και του Αγίου Γεωργίου, με το μαρμάρινο εικονοστάσιο, που φιλοτεχνήθηκε από τον Τηνιακό γλύπτη Ιωάννη Χαλεπά. Την ακολουθία του εσπερινού και της Μεγάλης Παρασκευής στην Αγία Φωτεινή περιγράφουν στα διηγήματά τους οι δύο κορυφαίοι Σκιαθίτες Αλέξανδροι: Μωραϊτίδης και Παπαδιαμάντης.

Σημαντικό βήμα στην επίσημη καθιέρωση της Ευαγγελικής Σχολής έγινε το 1733, από τον Ιθακήσιο μοναχό Ιερόθεο Δενδρινό και τρεις προκρίτους της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης. Η Σχολή από το 1747 αυτονομήθηκε από την κοινότητα της Σμύρνης και τέθηκε υπό την κρατική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, με βάση το καθεστώς των διομολογήσεων, ενώ, παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σιγίλιό του (=έγγραφο) διακήρυξε την αυτονομία και ανεξαρτησία του. Έτσι, έμεινε έκτοτε γνωστή ως λαμπρό μορφωτικό ίδρυμα της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης, εφάμιλλο σχεδόν της Μεγάλης του Γένους Σχολής, τόσο για την ανθρωπιστική και εθνική δράση, όσο και για την εξαιρετική μορφωτική αποστολή. Στη Σχολή, που αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ανατολής, συνέρρεαν μαθητές από τη Μικρά Ασία και το Ανατολικό Αιγαίο και, λόγω του αριθμού των μαθητών, ιδρύθηκαν παραρτήματα σε διάφορες συνοικίες της πόλης.

Οι κύκλοι σπουδών, με βάση την αναμόρφωση του προγράμματος από τον σχολάρχη Θεόφιλο Καΐρη, το 1812, περιλάμβαναν τον κατώτερο, στον οποίο διδάσκονταν τα «γραμματικά» μαθήματα: ελληνικά, ιστορία, Ευαγγέλιο, και τον ανώτερο, στον οποίο τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν η αρχαία γλώσσα, η ρητορική, η ποιητική, η ηθική, η φιλοσοφία, τα λατινικά, η άλγεβρα, η αστρονομία, η φυσική και εμπειρική ψυχολογία και οι ξένες γλώσσες, κυρίως γαλλική, και αργότερα ιταλική και αγγλική.

Το 1862, η Σχολή αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κράτος, με έγγραφο του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Κωνσταντίνου Ασωπίου. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές επιλέγονταν, με ιδιαίτερη προσοχή, από την Εφορεία, ανώτερη διοικητική αρχή δωδεκαμελούς Συμβουλίου, και τον Διευθυντή, ενέργεια που συνέβαλε στην ακτινοβολία και το κύρος της Σχολής. Διαπρεπέστατοι Έλληνες λόγιοι υπήρξαν Διευθυντές, ενώ δίδαξαν περίφημοι διδάσκαλοι, παιδαγωγοί και επιστήμονες, όπως οι Θεόφιλος Καΐρης, Βενιαμίν Λέσβιος, Παναγιώτης Βενετοκλής, Δ. Λιγνάδης, κ.ά. Από τους αποφοίτους της Σχολής αναρίθμητοι διακρίθηκαν ως λόγιοι, επιστήμονες, κληρικοί, καλλιτέχνες και πολιτικοί. Αναφέρουμε ενδεικτικά ονόματα που τίμησαν το ελληνικό έθνος, όπως: Αδαμάντιος Κοραής, Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Παύλος Καρολίδης, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Μανώλης Καλομοίρης, Στυλιανός Σεφεριάδης (πατέρας του Γιώργου Σεφέρη), Ιωάννης Συκουτρής, Δημήτρης Γληνός, Στέφανος Ξένος, Στέλιος Σπεράντζας, Θρασύβουλος Σταύρου, Χρήστος Σολωμονίδης και πολλοί άλλοι.

Σημαντικά παραρτήματα της Σχολής ήταν η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικόν Μουσείον, μοναδικό σε όλη τη Μικρά Ασία. Η ιστορική εξέλιξη της Σχολής από την ίδρυσή της έως τη διάλυσή της, το 1922, διαιρείται σε έξι περιόδους από το 1733 ως την τελευταία (1914-1922) με το νέο κτήριο έτοιμο για το σχολικό έτος 1922-1923. Δυστυχώς, όμως, στις τραγικές ημέρες της πυρπόλησης της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922 (βλ. Χρήστος Σολωμονίδης, Ύμνος και θρήνος της Σμύρνης, Αθήνα 1956), τη χειρότερη καταστροφή της ιστορίας της, η πυρκαγιά που εμαίνετο ανεμπόδιστη τέσσερις ημέρες, κατέκαψε ολοσχερώς το παλαιό κτήριο της Σχολής, τη Βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα βιβλία της και το Αρχαιολογικό Μουσείο της με τα ευρήματα. Το μεγαλοπρεπές νέο οικοδόμημα, στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης με τα επιβλητικά αετώματα και την ελληνική επωνυμία, που εγκαινιάστηκε από τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο, τελευταίο μητροπολίτη, στο οποίο, όμως, δεν πρόλαβε ποτέ να εγκατασταθεί, διασωθέν από την πυρκαγιά, στεγάζει σήμερα τουρκικό δημόσιο σχολείο με την ονομασία Lizesi Namik (Τούρκος ποιητής του 19ου αιώνα). Το λαμπρό οικοδόμημα επισκεφθήκαμε το 2010 στην εκδρομή της ΠΕΦ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, και το 2011 οι μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής Ν. Σμύρνης – η νέα Ευαγγελική συναντά την παλιά.

«Η Ευαγγελική Σχολή, η υπέρλαμπρος εκείνη εστία παιδείας και πίστεως, δεν υπάρχει πλέον και εις την πατρίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, πρώτη φορά ύστερα από 3.000 χρόνια ο Φοίβος της ελληνικής παιδείας ουκέτι έχει καλύβην», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Συκουτρής, ο οποίος υπήρξε εκ των τελευταίων τροφίμων της παλαιγενούς σχολής, της οποίας διατηρούσε εσαεί την αγία μνήμη. «Αλλά», συμπληρώνει, «τα έργα του πνεύματος πυρ ή μάχαιρα δεν αφανίζουν. Αιώνια ζουν εις τας καρδίας και τας αναμνήσεις των ανθρώπων, ζουν εις τον ακήρατον κόσμον της ιδέας».

Τώρα πια, έναν ολόκληρο αιώνα από την αίγλη της Σχολής και τη λάμψη της Σμύρνης εκείνης της εποχής, δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τα προφητικά και συγκλονιστικά λόγια του νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, επισκέπτη της γενέτειράς του. «Καλύτερα έτσι. Αυτός ο σταθμός στη Σμύρνη είναι το κλείσιμο ενός κύκλου, που άρχισε τα τελευταία χρόνια της παιδικής μου ηλικίας. Από εδώ και πέρα, δεν υπάρχει ούτε ξεκίνημα ούτε φτάσιμο. Υπάρχει ο κόσμος εδώ ή εκεί, όπως είναι ο κόσμος, και δεν φτάνει κανείς πουθενά». (Μέρες Ε’, 1945-1951, Ίκαρος 1996).

Η Ευαγγελική Σχολή επανιδρύθηκε, το 1934, στη Νέα Σμύρνη, ως δημόσιο μεικτό Γυμνάσιο και έλαβε την επωνυμία «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης 1717-1934», σε ανάμνηση της παλαιάς ιστορικής Σχολής. Το σχολείο παρέμεινε μεικτό έως το 1946-47, οπότε ιδρύθηκε Γυμνάσιο Θηλέων και η Ευαγγελική Σχολή συνέχισε την πορεία της ως Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1971, αναγνωρίστηκε ως Πρότυπος Σχολή, με εισαγωγικές εξετάσεις μαθητών, και εγκαταστάθηκε στο σημερινό της κτήριο. Το 1982, μετονομάστηκε σε Πειραματικό Γυμνάσιο. Τέλος, το 2014, κατατάχθηκε στα 5 Πρότυπα Γυμνάσια της χώρας, ως Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και οι μαθητές/τριες επιλέγονται, κατόπιν εισαγωγικών, στην Α’ Γυμνασίου (βλ. Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός από την Αρχαιότητα ώς τις μέρες μας: ιστορία και πολιτισμός, Σεμινάριο 43 της Π.Ε.Φ., Αθήνα 2018).

Αναστάσιος Αγγ. Στέφος, δ.φ., αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»

Keywords
Τυχαία Θέματα