«“Η Βασίλισσα της Ομορφιάς” του Μάρτιν ΜακΝτόνα στο Σύγχρονο Θέατρο» του Θανάση Λιακόπουλου

Όταν έχεις ένα εξαιρετικό κείμενο στα χέρια σου, δόκιμους ηθοποιούς στους ρόλους, μια σκηνοθεσία που υπακούει στο κείμενο με ακρίβεια, δύο χρόνια sold out παραστάσεις στο ενεργητικό σου συνοδευόμενα με τρία βραβεία κοινού –εν μέσω πανδημίας– και συνεχίζεις τρίτη χρονιά, σε νέα στέγη, αυτή την πορεία, τότε μπορούμε με σιγουριά να μιλάμε για μεγάλη επιτυχία – τουλάχιστον…

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ο λόγος για την παράσταση Η Βασίλισσα της Ομορφιάς του Λίνεϊν,

όπως είναι ολόκληρος ο τίτλος του κειμένου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό θεατρικό έργο, που γράφτηκε μέσα σε οκτώ μέρες κι ενώ ο συγγραφέας ήταν μόλις 26 ετών, του βραβευμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου θεατρικού συγγραφέα, σεναριογράφου, παραγωγού και σκηνοθέτη Μάρτιν ΜακΝτόνα – περισσότερο γνωστού στα καθ’ ημάς από την πιο πρόσφατη και εξίσου εξαιρετική ταινία του Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ του Μιζούρι, με τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και τον Γούντι Χάρελσον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο ΜακΝτόνα έχει συμπεριληφθεί από τους κριτικούς στη γενιά της Σάρα Κέιν και του Μαρκ Ρέιβενχιλ και κατ’ επέκταση τον έχουν εντάξει στο θεατρικό ρεύμα in yer face. Η Βασίλισσα της Ομορφιάς αποτελεί το πρώτο μέρος της θεατρικής «Τριλογίας του Λίνεϊν», γραμμένο το 1996 και βραβευμένο συνολικά με πέντε βραβεία, τέσσερα Tony και ένα Laurence Olivier, μόλις στα δυο πρώτα χρόνια που ανέβηκε. Τα άλλα δύο θεατρικά που συμπληρώνουν την τριλογία είναι Το κρανίο της Κονεμάρα και το ThelonesomeWest, στα ελληνικά γνωστό ως Άγρια Δύση ή Μοναξιά στην Άγρια Δύση. Να σημειώσουμε εδώ πως ο ΜακΝτόνα είναι και ο μοναδικός συγγραφέας, μετά τον Σαίξπηρ, που είδε να ανεβαίνουν στο θεατρικό σανίδι του Λονδίνου τέσσερα έργα του μέσα σε μια χρονιά.

{jb_quote}Η σκοτεινότητα των χαρακτήρων, ακόμα και στις πιο ευχάριστες και κάπως ανάλαφρες στιγμές τους, είναι ανυπέρβλητη.{/jb_quote}

Πρόκειται για ένα σκοτεινό κείμενο, που η πλοκή του διαδραματίζεται στην κωμόπολη Λίνεϊν, στην Κονεμάρα της Ιρλανδίας. Η Μορίν Φόλαν, μια γυναίκα στα όρια της γεροντοκόρης, λίγο μετά τα σαράντα της, αδύνατη, ταλαιπωρημένη, κάπως άσχημη, ψυχικά μάλλον άρρωστη, παραιτημένη από τη ζωή, συμβιώνει με την ασθενική μητέρα της, Μαγκ, μια εύσωμη και μάλλον κακότροπη εβδομηντάχρονη γραία που κινείται στα όρια της καταδυνάστευσης της Μορίν. Σκηνικό του έργου είναι η κουζίνα και καθιστικό μαζί ενός αγροτόσπιτου. Τη ρουτίνα των δύο γυναικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σπάει η έλευση του Ρέι Ντούλεϊ που καλεί τις δυο γυναίκες σε μια αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση ενός Αμερικανού του θείου. Εν απουσία της Μορίν και επειδή διαβλέπει πως η Μαγκ δεν μπορεί να θυμηθεί το μήνυμα, το καταγράφει για τη Μορίν κι ενώ αυτός αποχωρεί, η Μαγκ καίει το μήνυμα στην κουζίνα-σόμπα. Η Μορίν όμως έχει πληροφορηθεί την πρόσκληση πετυχαίνοντας τον Ρέι στον ερχομό της και κάπου εδώ αρχίζει ένα απροκάλυπτο παιχνίδι γάτας-ποντικού μεταξύ μάνας και κόρης, με ολέθρια αποτελέσματα στο τέλος. Η Μορίν πηγαίνει χωρίς τη Μαγκ στη συγκέντρωση και γυρίζει στο σπίτι με τον Πάτο Ντούλεϊ. Ένα ερωτικό παιχνίδι ξεκινάει με αποτέλεσμα ο Πάτο να κοιμηθεί το βράδυ με τη Μορίν, όμως τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται, αλλά αντίθετα, όπως θέλει να τα παρουσιάσει η Μορίν, ιδίως στη Μαγκ. Διαφαίνεται πως η Μορίν κρέμεται από τον Πάτο προκειμένου να γλιτώσει από την εποπτεία/δυναστεία της Μαγκ, με οποιοδήποτε κόστος. Η Μαγκ καταλαβαίνει τις προθέσεις της και αποκρύπτει ένα γράμμα του Πάτο, έπειτα από καιρό, που καλεί τη Μορίν να πάει να τον βρει στο Λονδίνο. Το «παιχνίδι» μεταξύ μάνας και κόρης στις δύο τελευταίες σκηνές γίνεται ανελέητο, σκληρό, οδυνηρό με τη βίαιη κατάληξη που μας επιφυλάσσει το τέλος.

Η μαεστρία με την οποία χειρίζεται τους χαρακτήρες του ο ΜακΝτόνα είναι αξεπέραστη. Η σκοτεινότητα των χαρακτήρων, ακόμα και στις πιο ευχάριστες και κάπως ανάλαφρες στιγμές τους, είναι ανυπέρβλητη. Όσο λίγα λόγια λένε οι ήρωες άλλο τόσα αποκρύπτουν, προκειμένου στο τέλος να έρθει η εξιλέωση για όλους. Καταφέρνει, αποσιωπώντας, να πει τόσο πολλά μέσα από μια παράσταση 110’, που σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα μετά βίας ίσως να χωρούσαν. Μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα καταφέρνει να θίξει τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, την επαρχιακή ζωή της Ιρλανδίας σε σχέση με την Αγγλία και το Λονδίνο, τον φόβο, την ανάγκη, τα στερεότυπα, τα πρότυπα νεότερης και παλαιότερης κοπής, μα κυρίως την ψυχική βία που ενδοοικογενειακά μπορεί να γεννηθεί από την έμμεση/άμεση καταπίεση και πώς αυτή μπορεί να εκδηλωθεί με πράξεις, αλλά και έως πού μπορεί να οδηγήσουν αυτές. Η δυναμική του έργου εντέλει έγκειται τόσο μέσα από την εξιλέωση στο τέλος, με το αντίστοιχο κόστος που πληρώνει ο καθείς από τους ήρωες, όσο και από αυτό το μεταιχμιακό τεντωμένο σκοινί όπου φαίνεται να ακροβατούν τα πράγματα και τα πρόσωπα μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να επισυμβεί η λύσις.

Η Ελένη Σκότη που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία για την Ομάδα Νάμα αποδεικνύεται πολύ καλά «διαβασμένη» τόσο απέναντι στο κείμενο όσο και απέναντι στο κοινό. Ακολουθώντας μια πιο σύγχρονη γραμμή νεοϋορκέζικης κοπής του έργου αποφασίζει να του δώσει έναν λίγο πιο ανάλαφρο τόνο, κυρίως μέσα από τον χαρακτήρα του Ρέι Ντούλι. Δίνει πλέον την αίσθηση ενός πικρού χιούμορ, που καταλήγει μαύρο στο τέλος, πλην όμως πετυχαίνει ο θεατής να πάρει μια ανάσα, πριν ξαναπέσει στα βάραθρα της ψυχής των χαρακτήρων, εκ των οποίων μόνο μαυρίλα διαφαίνεται. Το ανάλαφρο και νεωτερικό παίξιμο του Γιάννη Μάνθου το καταφέρνει επακριβώς. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης μάς δίνει έναν εξαιρετικό Πάτο, άκρως ταιριαστό με το δίδυμο που κάνει με τη Μορίν. Αξεπέραστος στον μονόλογό του, στην αφήγηση επί σκηνής του γράμματός του προς τη Μορίν, περιγράφει με τόνο τόσο ανάλαφρο όσο και ήπια σκληρό όπου χρειάζεται τη ζωή στο Λονδίνο και με καρτερία προφέρει στο τέλος την πρόσκληση προς τη Μορίν να πάει να τον βρει. Και πώς άλλως, αφού ο Ιωσηφίδης έχει δοκιμαστεί στο πρόσφατο παρελθόν σε πολύ πιο δύσκολους κι απαιτητικούς μονολόγους (βλ. την επιτυχημένη παράσταση Μάρτυς μου ο Θεός του Μάκη Τσίτα).

Η Ράνια Σχίζα σε έναν ρόλο πολύ απαιτητικό τα καταφέρνει περίφημα και συμβάλλει καίρια στο να κερδίσει η παράσταση κάτι το λίγο πιο ανάλαφρο, όπου το επιτρέπει η πλοκή και οι σκηνοθετικές οδηγίες. Πράγματι, αυτό απαιτεί αυτοέλεγχο και κυριαρχία γενναία για να έρθει εις πέρας. Εξαιρουμένης της αρχής της παράστασης, η Σχίζα τα πήγε περίφημα καταφέρνοντας να προσδώσει, όπου είναι αναγκαίο, αυτό το ψυχικό αντιστάθμισμα άκρως επιτυχημένα. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ακριβώς αυτό το ρίσκο της σκηνοθέτιδος να ελαφρύνει κάπως την παράσταση, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος της απότομης ψυχικής μετάπτωσης του θεατή με τα απότομα σκαμπανεβάσματα, κάτι που μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα και να καταστρέψει την παράσταση. Πλην όμως αυτό εδώ δεν συμβαίνει, ακριβώς λόγω του ορθού καταμερισμού προς τούτο και της κατάλληλης απόδοσής του από τους ηθοποιούς.

Για τη Σοφία Σεϊρλή ό,τι και να πούμε είναι λίγο. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που φανερώνει την πείρα της επί σκηνής, καταφέρνει να κινηθεί στο μεταίχμιο του ρόλου της Μαγκ, από τη βαριά και κακότροπη γριά σε μια πιο ελαφριά εκδοχή της, τόσο ώστε να μην εκπέσει στην καρικατούρα μιας στρυφνής γριάς μάνας και μόνο, αλλά και να κρατηθεί στο ύψος του σκαιού χαρακτήρα που αποδίδει.

Όλο αυτό το μεταιχμιακό στοιχείο, σε ψυχικό επίπεδο αλλά και εμπράκτως, που αποφασίζει η Σκότη να μας παρουσιάσει τόσο επιτυχημένα σπάει στο τέλος, ένεκα της πλοκής, και μαζί σπάει και ο θεατής αντιλαμβανόμενος τα πράγματα στην καθαρότητά τους. Πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση, που ανεπιφύλακτα συστήνεται για όσους αγαπούν το ποιοτικό θέατρο…

Για περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια μπορείτε να δείτε εδώ.

Keywords
Τυχαία Θέματα