Μάριος Π. Μπέγζος: «Ανάσταση και Επανάσταση, 1821-2021»

Ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο, ως προς τον τρόπο διαπραγμάτευσης του θέματός του βιβλίο, με αφορμή τον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου της ελληνικής Επανάστασης βλέπει το φως της δημοσιότητας από τον ομότιμο καθηγητή του ΕΚΠΑ Μάριο Μπέγζο. Ο συγγραφέας, γνωστός στον ακαδημαϊκό χώρο στο πεδίο της φιλοσοφίας της θρησκείας αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό από τις παρεμβάσεις του στα ΜΜΕ,

με το βιβλίο αυτό αποσκοπεί στο να αποτελέσει ο εορτασμός το έναυσμα όχι απλώς για να θυμηθούμε το αναμφισβήτητα σπουδαίο παρελθόν μας, αλλά πολύ περισσότερο να σκεφτούμε το παρόν και το μέλλον της χώρας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, όπως τονίζεται στον πρόλογο, εντοπίζεται και το πραγματικό νόημα του εορτασμού.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Με ιστορική αφετηρία τον 19ο αι. ο συγγραφέας μάς απαντά με τη θρησκειοφιλοσοφική του σκευή σε καίρια ερωτήματα που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού αλλά και αντιμαχιών, ουκ ολίγες φορές, δύο αιώνες τώρα από την ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους: Ποια η σχέση της Εκκλησίας με το γένος των Ελλήνων; Έχει να προσφέρει κάτι η Εκκλησία σήμερα στον Νεοέλληνα; Ποιο μπορεί να είναι το πολιτικό πρόταγμα του νεοελληνισμού στον 21ο αι.; Πώς μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη; Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να καθοριστεί συνακόλουθα η ταυτότητά μας ως Ελλήνων; Έχουμε από το παρελθόν δείγματα απαντήσεων επί αυτών των ερωτημάτων που να λειτουργούν, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, στο παρόν, ώστε να ατενίζουμε ως χώρα μέσα στο διεθνές περιβάλλον με αισιοδοξία το μέλλον; Αυτοί είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το βιβλίο, που είναι δομημένο σε πέντε ευσύνοπτα κεφάλαια.

{jb_quote} Μπορεί όμως η ελπίδα να καρποφορήσει εκεί που δεν υπάρχει όραμα; {/jb_quote}

Είναι γεγονός ότι οι απαντήσεις στα ομολογουμένως δύσκολα παραπάνω ερωτήματα, με τον τρόπο που ετέθησαν, δημιούργησαν τις περισσότερες φορές έντονες αντιθέσεις και αδιέξοδα ένθεν κακείθεν στην ιστορική πορεία του νεότερου ελληνισμού. Η τοποθέτηση όμως του συγγραφέα βρίσκεται στους αντίποδες μιας τέτοιας προσέγγισης. Όπως αναφέρει ο ίδιος, σε κάθε πρόβλημα ή δίλημμα οδηγούμαστε συχνά στην εύκολη λύση της πόλωσης από την αβασάνιστη υιοθέτηση της μιας ή της άλλης ακραίας θέσης. Η κατεύθυνση όμως που οφείλει να πάρει ο αναστοχασμός με αφορμή τη διακοσιοστή επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας οφείλει να χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα, να είναι απαλλαγμένος από μία μανιχαϊστική λογική και να διακρίνεται από κριτική εγρήγορση, τόσο ως προς την αποτίμηση του παρελθόντος όσο και στην αναζήτηση της πορείας που πρέπει να πάρει ο τόπος μας, ώστε να έχει ένα φωτεινό μέλλον.

Πρώτος σταθμός του αναστοχασμού του συγγραφέα είναι το πώς κατανοείται η έννοια «Εκκλησία» σήμερα και ακολούθως ποια είναι η σχέση της με την κοινωνία. Η Εκκλησία είναι σφάλμα να κατανοηθεί ως κάτι ηθικά ανώτερο από την κοινωνία, άποψη που εκφράζεται από ακραίους συντηρητικούς θρησκευτικούς κύκλους. Η αντίληψη αυτή είναι χαρακτηριστική μιας πουριτανικής νοοτροπίας και δημιουργεί ένα κλίμα θρησκευτικής τρομοκρατίας τόσο στην Εκκλησία όσο και στην κοινωνία. Εξίσου όμως λάθος είναι να θεωρηθεί η Εκκλησία ως κάτι κατώτερο από την κοινωνία, όπως εκφράζεται από κύκλους κοσμικούς οποιασδήποτε πολιτικής τοποθέτησης. Η κατωτερότητα της Εκκλησίας από αυτή την οπτική κατανοείται και πάλι με ηθικά κριτήρια στοιχειοθετούμενη συνήθως με επιχειρήματα για τον βίο των κληρικών, καθώς και για διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα (π.χ. εκκλησιαστική περιουσία). Ο συγγραφέας έναντι αυτών των δύο ακραίων παρερμηνειών της έννοιας «Εκκλησία» αντιτείνει ότι η Εκκλησία δεν είναι ανώτερη ούτε κατώτερη από την κοινωνία, αλλά διαφορετική από αυτήν. Η διαφορετικότητά της έγκειται στο γεγονός, όπως μαρτυρεί η αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας διαχρονικά, ότι η Εκκλησία είναι η κοινωνία της Ανάστασης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τα μέλη της κοινωνίας που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, τα οποία ωστόσο παραμένουν και μέλη του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και συμμετέχουν στις περιπέτειες της ανθρώπινης ιστορίας. Συνεπώς, η Εκκλησία δεν βρίσκεται σε αντιθετική σχέση με την κοινωνία, αλλά ούτε και ταυτίζεται με αυτήν. Η σχέση της με την κοινωνία είναι διαλεκτική. Ζει στον κόσμο, αλλά δεν προέρχεται εκ του κόσμου. Και ως μέλος αυτού διακατέχεται από την ελπίδα ότι μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Κατά τον συγγραφέα η Εκκλησία μπορεί να δώσει στην κοινωνία δύο πράγματα: Πνευματικότητα και πολιτισμό. Με τη λέξη πνευματικότητα εννοούμε ότι η Εκκλησία μπορεί να προσδώσει νόημα στην καθημερινότητα της ζωής του ανθρώπου. Το νόημα είναι υπαρκτική ανάγκη, διότι δεν αρκεί μόνο να ζούμε αλλά χρειάζεται να γνωρίζουμε και γιατί ζούμε, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας. Όσον αφορά τον πολιτισμό, η Εκκλησία πιστεύει ότι μπορεί να δώσει ώθηση στη δημιουργία πολιτισμού και μάλιστα πρωτότυπου στη νεοελληνική κοινωνία, όπως έπραξε με επιτυχία σε διάφορες ιστορικές περιόδους κατά το παρελθόν, όπως επί παραδείγματι στην περίοδο του Βυζαντίου.

Μπορεί όμως η ελπίδα να καρποφορήσει εκεί που δεν υπάρχει όραμα; Ο συγγραφέας στον δεύτερο σταθμό του αναστοχασμού εστιάζει τη σκέψη του στο πολιτικό πρόταγμα του νεοελληνισμού τονίζοντας πως είναι εξαιρετικά δυσχερές το να εντοπιστεί στη σημερινή πραγματικότητα το όλως άλλο πολιτικό πρόταγμα της νεοελληνικής κοινωνίας. Και αυτό συμβαίνει διότι ο νεοελληνισμός σήμερα στερείται οράματος, η έλλειψη του οποίου οφείλεται στην εν πολλοίς κυριαρχία του ατομικισμού. Το όραμα όμως είναι απαραίτητο σε μία κοινωνία, διότι είναι εκείνο που καθορίζει το πολιτικό πρόταγμα για την πορεία της προς το μέλλον. Παρά τις δυσκολίες όμως του εν λόγω εγχειρήματος, ο συγγραφέας έχει πρόταση για το πολιτικό πρόταγμα του ελληνισμού, η οποία συνοψίζεται στον όρο «δημοκρατικός πατριωτισμός». Όταν μιλάμε για δημοκρατία, σύμφωνα με την ερμηνεία του συγγραφέα, εννοούμε διακυβέρνηση με ελεύθερη οικονομία αλλά με κοινωνική ευαισθησία που υποτάσσει την αγορά στον άνθρωπο (ανθρωπισμός), στην κοινωνία (κοινωνισμός) και στη φύση (οικολογία). Όταν αναφερόμαστε στον πατριωτισμό εννοούμε την με αγαθή προαίρεση αγάπη για την πατρίδα, τη γλώσσα και την πίστη. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στον πατριωτισμό σπεύδει να τον διαχωρίσει κάθετα από τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, των οποίων η επιθετική διάθεση έναντι των άλλων λαών λειτουργεί τελικά ως εχθρός του έθνους.

Ο δημοκρατικός πατριωτισμός ως πολιτικό πρόταγμα, όπως διαπιστώνεται από τα όσα μας εκθέτει ο συγγραφέας, δεν είναι μία ιδεολογική επιλογή, αλλά μια πρόταση η οποία ταιριάζει με την οικουμενική δυναμική του ελληνισμού. Παρατηρώντας διαχρονικά την ελληνική ιστορία, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες πραγματώνουν την οικουμενικότητα, που σημαίνει ότι όπου κι αν βρίσκονται, διάγουν τον βίο τους συμβιώνοντας με το εκάστοτε άλλο δίχως να χάνουν την ταυτότητά τους. Ο νεοελληνισμός καλείται και σήμερα να συνεχίσει την παράδοση της οικουμενικότητας, που πάντα αποτελούσε χαρακτηριστικό του ελληνισμού.

{jb_quote} Ο νεοελληνισμός καλείται και σήμερα να συνεχίσει την παράδοση της οικουμενικότητας, που πάντα αποτελούσε χαρακτηριστικό του ελληνισμού. {/jb_quote}

Η έννοια της οικουμενικότητας είναι αυτή που θα μας οδηγήσει και στην απάντηση του διλήμματος περί της ταυτότητας του νεοελληνισμού, «Έλληνες ή Ευρωπαίοι», που αποτελεί το τρίτο σταθμό αναστοχασμού του συγγραφέα. Ο τελευταίος μάς αναφέρει ότι από τη στιγμή που ο ελληνισμός συναντάται με τη νεωτερικότητα, φαίνεται να προκύπτουν δύο επιλογές: Είτε αφομοίωση του ελληνισμού από τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που συνοψίζεται στο σύνθημα «ανήκομεν εις την Δύσιν», είτε απομόνωσή του από τη δυτικοευρωπαϊκή νεωτερικότητα, κατά το λεχθέν «φεύγετε την Ευρώπην». Και οι δύο επιλογές κατά τον συγγραφέα αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα της ταυτότητας του νεοελληνισμού. Η πρώτη, την οποία ονομάζει ευρωκεντρισμό, παραθεωρεί το στοιχείο της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού, διότι προσλαμβάνει άκριτα τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό καταλήγοντας σε έναν ανερμάτιστο κοσμοπολιτισμό. Από την άλλη μεριά, η επιλογή του ελληνοκεντρισμού απομονώνει το εθνικό στοιχείο από την Ευρώπη και από τον διεθνή περίγυρο. Ο ελληνοκεντρισμός αντιστεκόμενος στις ευρωπαϊκές αξίες λειτουργεί εντέλει ως τροχοπέδη για την πρόοδο της χώρας. Το ζητούμενο όμως για τον συγγραφέα είναι η διαλεκτική σύνθεση της Ελλάδας με την Ευρώπη, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τον κριτικό διάλογο της ελληνικής ιδιαιτερότητας με την ευρωπαϊκή οικουμενικότητα. Την πρότασή του αυτή την αποκαλεί με τον όρο «ευρωελληνισμός». Ο νεολογισμός που εισηγείται ο συγγραφέας σημαίνει επιπλέον ότι δεν υπάρχει Ελλάδα χωρίς Ευρώπη ούτε Ευρώπη χωρίς Ελλάδα, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως αν λάβουμε ως προϋπόθεση ότι σώμα της ιστορίας μας είναι η Ευρώπη, τότε η ψυχή της λέγεται Ελλάδα.

Στους δύο τελευταίους σταθμούς της σκέψης του συγγραφέα εξετάζονται δύο πρόσωπα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, όχι τόσο γνωστά μεν σε σχέση με άλλες προσωπικότητες της περιόδου, πολύ σημαντικά όμως δε, διότι οι σκέψεις τους έχουν άμεση σχέση με τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου. Το ένα είναι ο φιλόσοφος και ιερομόναχος Βενιαμίν Λέσβιος (1759-1824) και το άλλο ο λόγιος μοναχός Χριστόδουλος εξ Ακαρνανίας ή Παμπλέκης (1733-1793). Η καίρια συμβολή του Λέσβιου είναι ότι διασταυρώνει με επιτυχία τις δύο ετερόκλητες παραδόσεις του νεοελληνισμού, ήτοι του Διαφωτισμού και του νέο-ησυχασμού της λεγόμενης κολλυβαδικής κίνησης ή διαφορετικά της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Για τον σημαντικότατο αυτόν λόγο η στάση του στο δίλημμα «Ελλάδα ή Ευρώπη», όσο και η θρησκειοφιλοσοφική του σκέψη που οδηγεί στη στάση αυτή, χρειάζεται να βρουν σήμερα μιμητές. Ο Παμπλέκης παρουσιάζεται από τον συγγραφέα για να μας δείξει την ενδοθρησκευτική ή θρησκευτική κριτική που μπορεί να ασκηθεί στη θρησκεία και με αφορμή την τελευταία αναπτύσσει και σκέψεις για την εξωθρησκευτική ή κοσμική κριτική της θρησκείας με τις επιμέρους εκφάνσεις της (αγνωστικισμό, δεϊσμό, αθεϊσμό και αδιαφορισμό). Ο συγγραφέας καταθέτει με εύληπτο τρόπο τον θρησκειοφιλοσοφικό προβληματισμό των δύο ανδρών που προκύπτει από τα θέματα αυτά, συνδέοντάς τον με τη σημερινή πραγματικότητα και τον σύγχρονο τρόπο του σκέπτεσθαι και αναδεικνύοντας με επιτυχία την καίρια σημασία του για το παρόν και το μέλλον του νεοελληνισμού.

Κλείνοντας με μια γενική αποτίμηση για το βιβλίο, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι μας ανοίγει έναν δρόμο για να δούμε τα μεγάλα ζητήματα της ταυτότητας και της ιστορικής πορείας του νέου ελληνισμού με εμβριθή στοχασμό, με ανοιχτή ματιά, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολώσεις αλλά με ευαισθησία, μετριοπάθεια και δημιουργικές συνθέσεις.

[O Μιχάλης Παρασκευόπουλος είναι Δρ. Θεολογίας, καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης.]

Ανάσταση και Επανάσταση, 1821-2021
Επέτειος ως υπαίτιος αυτοκριτικού αναστοχασμού
Μάριος Π. Μπέγζος
Οδός Πανός
σ. 92
ISBN: 978-960-477-469-2
Τιμή: 10,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα