Μιχάλης Πιτένης: «Γιαλάν ντουνιάς»

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νεοηθογραφική τάση στην ελληνική πεζογραφία, μια στροφή στην αποτύπωση των παραδοσιακών κοινωνιών του παρελθόντος, με την ευρεία αξιοποίηση μάλιστα των τοπικών ιδιωμάτων.[1] Κάποιοι κριτικοί, αναφερόμενοι στα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου, στα διηγήματα του Δημήτρη Κανελλόπουλου, στο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες, 2014, β’ έκδοση: Πατάκη, 2020), στο Μόνο το αρνί της Βασιλικής Πέτσα (Πόλις, 2015) ή στο Χάθηκε βελόνι του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου (Μεταίχμιο, 2021), μιλούν για τη λογοτεχνία

της ντοπιολαλιάς.[2] Πολλοί συγγραφείς, λοιπόν, είτε νοσταλγώντας τον γενέθλιο τόπο τους είτε αναζητώντας πιο παρθένες πηγές έμπνευσης, απομακρύνονται από τον κορεσμένο λογοτεχνικά αστικό χώρο και αναζητούν τις ιστορίες τους σε μέχρι τώρα περιθωριακά, υποφωτισμένα και ανεξερεύνητα περιβάλλοντα, όπως είναι οι τοπικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτή η έκκεντρη θεματολογική αναζήτηση επηρεάζει και τη γλώσσα, η οποία επίσης αποκλίνει, εξερευνώντας τους θησαυρούς των ξεχασμένων ιδιωμάτων. Μέσα από αυτή την απομάκρυνση από τον μακρόκοσμο της μεγαλούπολης και την εστίαση στον μικρόκοσμο του χωριού ή τις μεμονωμένες προσωπικές ιστορίες, παρουσιάζονται πιο ανάγλυφα και παραστατικά οι μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του 20ού αιώνα, αλλά και η αποτύπωσή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τον ψυχισμό.[3] Επομένως, ο στόχος των συγγραφέων δεν είναι η νοσταλγική και εξωραϊσμένη αναπόληση του παρελθόντος, όπως στην ηθογραφία του 19ου αιώνα. Η νεοηθογραφία καταθέτει μια ωμή, σκληρή και αψιμυθίωτη ματιά στις παραδοσιακές κοινωνίες, ερμηνεύοντας μέσα από αυτό το τοπικό φίλτρο τη σύγχρονη καθημερινότητα.

Αυτή τη νεοηθογραφική τάση ακολουθεί και το τελευταίο βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη, Γιαλάν ντουνιάς (Γράφημα, 2022). Αν και σε προηγούμενα βιβλία του ο Πιτένης ασχολήθηκε με τους κοινωνικούς και ιστορικούς μετασχηματισμούς του β’ μισού του 20ού αιώνα σε μικρές κοινωνίες –Τα υγρά ίχνη της μνήμης (Μεταίχμιο, 2002), Οι κόρες της Αφροδίτης (Μεταίχμιο, 2006)– ωστόσο για πρώτη φορά σκιαγραφεί την ανθρωπογεωγραφία της παλιάς Κοζάνης, με την ευρεία χρήση και του τοπικού ιδιώματος. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μας συστήνει την παραδοσιακή, προνεωτερική Κοζάνη σε μια μεταιχμιακή στιγμή της ιστορίας της, καθώς εκσυγχρονίζεται με τη δημιουργία των εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, μεταμορφώνεται αρχιτεκτονικά με την κατεδάφιση των παλιών κτιρίων, μεταλλάσσεται ο κοινωνικός της ιστός και σταδιακά ατονούν τα παραδοσιακά έθιμα, που συνοδεύουν την καθημερινότητα και ορισμένες ιδιαίτερες στιγμές. Ο Πιτένης αιχμαλωτίζει στις σελίδες του όλον αυτό τον παραδοσιακό πολιτισμό, λίγο πριν μετατραπεί από ζώσα συνθήκη σε λαογραφικό φολκλόρ.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, λοιπόν, το βιβλίο αναδίδει την τρυφερή νοσταλγία του συγγραφέα, ο οποίος αποτυπώνει στο χαρτί έμμεσες αναμνήσεις του, προφανώς από αφηγήσεις μεγαλύτερων σε ηλικία, για την παλιά Κοζάνη. Είναι η ίδια γλυκόπικρη νοσταλγία που νιώθει και ο κεντρικός ήρωας, ο Νίκος, όταν ανακαλεί εικόνες και σκηνές, καλυμμένες με τη ρομαντική πατίνα του παρελθόντος:

Το ψητό της Κυριακής! Αν τις καθημερινές πορεύαμε, όπως έλεγε η μάνα, με φασόλια, φακές, ρεβύθια, αυγά, διάφορα ζαρζαβατικά, την Κυριακή η κουζίνα μοσχοβολούσε απ’ το ψητό και εμείς ακροβολισμένοι στο τραπέζι δεν βλέπαμε την ώρα να πάρουμε την μερίδα μας. Σήμερα, όσες φορές το αναπολώ, καταλήγω πως δεν ήταν και κάτι το ξεχωριστό. Κομμάτια κρέατος στη μέση, χοιρινό τις περισσότερες φορές, γαρνιρισμένο με πατάτες, ρύζι ή κριθαράκι. Ωστόσο, τότε, για μας η απόλυτη λιχουδιά. (σ. 445)

{jb_quote}Δεν υπάρχουν μονοδιάστατοι χαρακτήρες, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο· ακόμη και οι πιο τραχείς ή άγριοι εκπλήσσουν κάποιες στιγμές με την ευαισθησία τους.{/jb_quote}

Στον Γιαλάν ντουνιά πρωταγωνιστεί η γειτονιά με τις μικροσυγκρούσεις αλλά και τη βαθιά αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, περιγράφονται τα τοπικά έθιμα του τρύγου, των Αποκριών και του γάμου, ενώ παρελαύνουν χαρακτηριστικές μορφές της πόλης, ανώνυμες και επώνυμες (λ.χ. ο εμβληματικός έφορος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Νικόλαος Δελιαλής).

Το τοπικό ιδίωμα στους διαλόγους των ηρώων ζωντανεύει απολαυστικά την αφήγηση, χωρίς να δυσκολεύει ή να κουράζει τον αναγνώστη, χάρη στην προσεκτική εναλλαγή του με τα αφηγηματικά μέρη, που είναι γραμμένα στην κοινή δημοτική, αλλά και με τη χρήσιμη επεξήγηση κάποιων φράσεων. Σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε ότι ο Πιτένης υπηρέτησε για χρόνια το τοπικό θέατρο, γράφοντας έργα στο κοζανίτικο ιδίωμα και ασκούμενος στη λογοτεχνική χρήση του. Μόνο που στο βιβλίο το ιδίωμα δεν εξαντλείται σε χιουμοριστικούς διαλόγους, όπως συμβαίνει συνήθως στα θεατρικά έργα που ανεβαίνουν τις Αποκριές, αλλά γίνεται το μέσο για να εκφραστεί όλο το φάσμα των συναισθημάτων και των ανθρώπινων καταστάσεων, από τις πιο αστείες μέχρι τις πιο σοβαρές ή τραγικές στιγμές. Σε πολλά σημεία, βέβαια, αναδεικνύεται ο εγγενής (αυτο)σαρκασμός, η ειρωνεία και η χαρακτηριστική σάτιρα των παραδοσιακών Κοζανιτών, που μέσω της γλώσσας απάλυναν και διακωμωδούσαν τη δύσκολη καθημερινότητα. Προφανώς, σε αυτά τα σημεία η επιλογή άλλου γλωσσικού κώδικα πέραν του ιδιώματος θα στερούσε από το κείμενο την αμεσότητα και το πηγαίο στοιχείο, διεκπεραιώνοντας απλώς και όχι ζωντανεύοντας την αφήγηση. Για παράδειγμα, η Ζόλια σχολιάζει επικριτικά το βραβείο της κόρης της στο σχολικό μάθημα των οικοκυρικών: «Πρώτη στου σκουλιό; Σουβαρή δ’λιά! Πε’ τ’ς δασκαλέοι να ’ρθούν να ρωτήσ’ν ιμένα, να τ’ς πω τι νοικοκυρά είσι, απ’ αφήντς τουν μσό τουν οντά αφουκάλ’τστο (= ασκούπιστο)» (σ. 148).

Η παλιά Κοζάνη, όπως τη σκηνογραφεί ο Πιτένης, γίνεται το φόντο όπου ξετυλίγει την ιστορία και τους χαρακτήρες του, τις τραγικές ανατροπές και τις περιπέτειές τους, καθώς και τις προσπάθειες συμφιλίωσής τους με την τραυματική μνήμη, όλα γύρω από έναν γάμο που δεν έγινε ποτέ κι έναν φόνο με πολλά ερωτηματικά. Με τις συνεχείς αναδρομές και τα διάφορα χρονικά επίπεδα αφήγησης, προκύπτει η αναγκαία δραματική διακύμανση, ενώ αποκαλύπτεται σταδιακά η αλήθεια, διατηρώντας αμείωτη την αγωνία του αναγνώστη μέχρι τέλους. Οι δυνατές περιγραφές, οι ζωντανές εικόνες που κινητοποιούν ποικίλες αισθήσεις, αλλά και οι ανάγλυφοι, αληθοφανείς χαρακτήρες είναι αφηγηματικές αρετές του Πιτένη, απότοκες ίσως της ενασχόλησής του με το θέατρο, που έχουν επισημανθεί και σε προηγούμενα βιβλία του. Όπως και η ευχέρειά του να διεισδύει στον ψυχισμό των ηρώων του, για να μας τον αποκαλύψει με όλες τις αντιφάσεις του. Στον Γιαλάν ντουνιά δεν υπάρχουν μονοδιάστατοι χαρακτήρες, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο· ακόμη και οι πιο τραχείς ή άγριοι εκπλήσσουν κάποιες στιγμές με την ευαισθησία τους.

Ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες αντιμετωπίζουν τις επιλογές τους και τα παιχνίδια της μοίρας φανερώνει όχι μόνο τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις, αλλά και τις παθογένειες των κλειστών κοινωνιών του παρελθόντος. Ο Πιτένης δεν τις αποκρύπτει, παρουσιάζοντας μια ειδυλλιακή παραδοσιακή Κοζάνη. Αναδεικνύει –όχι με καταγγελτικό ή διδακτικό τόνο– τα κυρίαρχα στερεότυπα του παρελθόντος ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο φύλων. Στο βιβλίο οι γυναίκες δεν επιλέγουν συνήθως τους άντρες τους, υποτάσσονται σε αυτούς, υφίστανται αδιαμαρτύρητα τα βίαια ξεσπάσματά τους και ανέχονται στωικά τα μεθύσια τους. Γενικότερα, στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι οποίες είναι κατά βάση συντηρητικές, η κοινωνική συμμόρφωση στους προκαθορισμένους ρόλους είναι δεδομένη και απαρέγκλιτη, εξαλείφοντας την ατομικότητα των ανθρώπων και τις όποιες αποκλίνουσες επιλογές τους. Ο έλεγχος είναι διαρκής, το κουτσομπολιό αμείλικτο και η κοινωνική κατακραυγή στιγματίζει: «Η φήμη σε μια μικρή κοινωνία θυμίζει πέτρα που κατρακυλά απ’ την κορυφή ενός ψηλού και κατάφυτου βουνού και μέχρι να φτάσει στους πρόποδές του μαζεύει χώμα, κλαδάκια, χορτάρια, ζωύφια, φουσκώνει, θεριεύει, γιγαντώνεται. Γίνεται βράχος, που καταπλακώνει όποιον έχει βάλει στο σημάδι. Τον συντρίβει» (σ. 401). Οι ήρωες του βιβλίου κινούνται μέσα σε ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια, στα οποία η έννοια της τιμής είναι ισχυρή· και για την υπεράσπισή της οι πρωταγωνιστές δεν διστάζουν να θυσιάσουν την αγάπη προς το παιδί τους ή ακόμη και την ίδια τους την ελευθερία.

Αν λοιπόν ο Γιαλάν ντουνιάς είναι ο παλιός κόσμος που έχει θρυμματιστεί, με τις βεβαιότητες και τις εμμονές του, με τις αξίες και τα πάθη του, με τους ανθρώπους και «εκείνα τα παλιά κτίρια, που μπορεί να μην είχαν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά διέθεταν μια ολότελα δική τους ταυτότητα, που τα έκανε να ξεχωρίζουν» (σσ. 277-278), τότε το βιβλίο του Πιτένη μάς προσφέρει μια καλή ευκαιρία, παρασυρόμενοι παράλληλα από τη γοητεία της αφήγησης, να στοχαστούμε ψύχραιμα και όχι με τη συναισθηματική μέθη της εξιδανικευτικής νοσταλγίας, ποια από τα στοιχεία των παραδοσιακών κοινωνιών έχουν διαχρονική αξία, για να τα κρατήσουμε στο σήμερα, καθώς και ποια καλώς χάθηκαν, γιατί τελικά μάς έπνιγαν αφόρητα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, «Η αγροτική ηθογραφία του 21ου αιώνα», Bookpress, 6.6.2018.
[2] M. Hulot, «Από το “Γκιακ” στο “Ώπα Ώπα Μπλάτιμοι”: Η λογοτεχνία της ντοπιολαλιάς», Lifo, 9.11.2022.
[3] Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, «Γιατί η πεζογραφία μιλάει… διαλεκτικά;», Bookpress, 18.2.2016.

[Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι ποιητής, συνδιευθυντής του περ. καρυοθραύστις.]

Γιαλάν ντουνιάς
Μιχάλης Πιτένης
Εκδόσεις Γράφημα
532 σελ.
ISBN 978-618-5710-14-9
Τιμή €15,90

Keywords
Τυχαία Θέματα