«Ο ερωτευμένος Κάφκα, σερβιτόρος…» του Πέτρου Γκάτζια

Βερολίνο, 1923. Φανταστείτε δύο εραστές να κάνουν όνειρα, τα οποία όμως δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, να σχεδιάζουν να ασχοληθούν με κάτι το οποίο αγνοούν παντελώς. Θα μου πείτε, όμως, ότι γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν τα όνειρα.

Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο Κάφκα –ο οποίος πλησιάζει τα σαράντα– συναντά τον τελευταίο έρωτα της ζωής του, την Ντόρα Ντιαμάντ (ή Ντιμάντ), μόλις 20 ετών. Και οι δύο είναι εβραϊκής καταγωγής. Περνούν γεμάτοι πάθος τις μέρες τους στη γερμανική πρωτεύουσα, όμως ο μεγάλος συγγραφέας είναι ήδη καταβεβλημένος και τρώει ελάχιστα.

Εκεί, σχεδιάζουν να φύγουν μαζί και να ζήσουν στο Τελ Αβίβ.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ο Μαξ Μπροντ, ο στενός φίλος του συγγραφέα, επισκεπτόταν συχνά το ζευγάρι και περιέγραφε τη ζωή τους ως ιδανική. Εκείνος έδειχνε πρώτη φορά ευτυχισμένος. Έγραφε συνεχώς και ήταν γεμάτος αισιοδοξία. Έκανε φιγούρες στον τοίχο με τη σκιά των χεριών του για να τη διασκεδάσει, της διάβαζε τα βιβλία του ξανά και ξανά, σχεδόν τα ερμήνευε με ένα θεατρικό πάθος, μέχρι που εκείνη τα είχε μάθει πλέον απέξω.

Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος έριξε πρώτος την ιδέα στο τραπέζι. Στο Τελ Αβίβ θα άνοιγαν ένα εστιατόριο, ένα διαφορετικό εστιατόριο. Η Ντόρα, η οποία σημειωτέον δεν ήξερε καν να μαγειρεύει, θα ήταν η σεφ με τις ειδικές και παράξενες συνταγές, ενώ ο Κάφκα θα εκτελούσε χρέη σερβιτόρου. Αν φανταστεί κανείς αυτή την εικόνα, με τον σχεδόν αποστεωμένο συγγραφέα να στέκεται πάνω από τους πελάτες, περιμένοντας υπομονετικά την παραγγελία και προτείνοντας τη σούπα της ημέρας, τότε αναγκαστικά θα παραδεχτεί ότι είναι λες και βγήκε από το καφκικό σύμπαν.

Δεν θα μάθουμε ποτέ αν τελικά θα πραγματοποιούσαν το σχέδιό τους για το εστιατόριο. Ο Κάφκα θα πεθάνει την επόμενη χρονιά σε σανατόριο στην Αυστρία, χτυπημένος από τη φυματίωση.

Η Ντόρα παράκουσε τη θέλησή του –όπως βέβαια έκανε και ο Μαξ Μπροντ, αλλιώς δε θα γνωρίζαμε τίποτα για τα έργα του– και δεν κατέστρεψε τα κείμενά του. Στα χέρια της είχε περίπου 20 σημειωματάρια και τουλάχιστον 35 γράμματα, τα οποία της είχε στείλει ο Κάφκα. Στα χρόνια που ακολουθούν θα ασχοληθεί με το θέατρο, θα παντρευτεί και θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Το 1933, η Γκεστάπο κάνει έφοδο στο διαμέρισμά της και κατάσχει κάθε έγγραφο που υπήρχε στο σπίτι, μαζί και τις αναμνήσεις από τον Κάφκα. Η Ντόρα αναγκάζεται να καταφύγει στον Μπροντ ζητώντας βοήθεια και εκείνος στέλνει έναν Τσέχο συγγραφέα, που υπηρετούσε ως πολιτιστικός ακόλουθος της πρεσβείας στο Βερολίνο, να βγάλει άκρη. Όμως, οι αξιωματικοί της Γκεστάπο θα δώσουν αρνητική απάντηση, λέγοντας πως είναι αδύνατον να βρεθούν μερικά σημειωματάρια ανάμεσα σε τόνους χαρτιού.

Μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’50, ο Μαξ Μπροντ επανακάμπτει, ζητώντας να μάθει από την αστυνομία του Βερολίνου για την τύχη των κειμένων. Αυτή τη φορά οι αστυνομικοί ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν, μόνο που δε γνώριζαν και πολλά. Όλα τα έγγραφα, του είπαν, στάλθηκαν κάπου στα ανατολικά, για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς.

Τα γράμματα προς την Ντόρα και οι τελευταίες σημειώσεις του Κάφκα δεν βρέθηκαν ποτέ…

Keywords
Τυχαία Θέματα