Θεοδόσης Μίχος: «Η Αλκμήνη και οι άλλοι»

Τον Θεοδόση Μίχο, δημοσιογράφο και ραδιοφωνικό παραγωγό, τον πρωτογνωρίσαμε ως συγγραφέα με το σπονδυλωτό μυθιστόρημά του Κράτα το σόου, το οποίο κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Key Books. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο βγήκε πέρσι τον Ιούλιο το μυθιστόρημά του Η Αλκμήνη και οι άλλοι, σε ύφος αρκετά διαφορετικό αλλά με παρόμοια χιουμοριστική, συχνά (αυτο)σαρκαστική διάθεση. Μέσα από ένα αμάλγαμα μυθοπλασίας και ψηγμάτων οικογενειακής «μυθολογίας» που θα μπορούσαν

να είναι αυτοβιογραφικά ή δανεισμένα από συνδυασμένες αφηγήσεις τρίτων, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει ένα παζλ από ατομικές πορείες ζωής, παράλληλα με τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που γνώρισε η ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων εκατόν είκοσι χρόνων.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Η «Αλκμήνη» του τίτλου αποτελεί κέντρο και κινητήρια δύναμη ενός μικρού σύμπαντος, το οποίο διαπλέκεται και αλληλεπιδρά με τους πολλαπλούς μικροκόσμους που το περιβάλλουν. Κατά ένα μέρος, εκείνη ανήκει στο στρατόπεδο των «άλλων» κι αυτοί στο δικό της – όπως δείχνει και το όνομά της, που μοιράζεται τα δυο του πρώτα γράμματα με τη λέξη «άλλοι», δημιουργώντας εύηχη παρήχηση στον τίτλο του μυθιστορήματος. Πράγμα που προεικονίζεται, άλλωστε, και αντανακλάται τόσο στο εξώφυλλο του βιβλίου, έργο του Γιάννη Καρλόπουλου, όσο και στα ολοένα και πιο αφαιρετικά κολάζ και σχέδια (επίσης φιλοτεχνημένα απ’ τον ίδιο) που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων. Το εξώφυλλο, στην ουσία, συνθέτει το μωσαϊκό της αφήγησης, το οποίο αποδομείται σταδιακά στο σώμα του κειμένου: οι γραμμές δράσης διασταυρώνονται και παρεισφρέουν η μια στην άλλη, για να αποσπαστούν και να αναδειχθούν μέσα από χρονικές παλινδρομήσεις και παρενθετικά αφηγηματικά «ζουμ», αφιερωμένα σε μεμονωμένα πρόσωπα και περιστατικά. Σαν μαγνητόφωνο που εστιάζει σε άλλη «φωνή» κάθε φορά –πότε ενός πρωταγωνιστή και πότε ενός κομπάρσου–, καταγράφοντας τη δική της πλευρά των γεγονότων.

Η ιστορία της Αλκμήνης καθρεφτίζει κοινωνικά δεδομένα οικεία στη δική μου ηλικιακή «φουρνιά», η οποία πρόφτασε να τα ακούσει, ή να τα ζήσει κιόλας, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες (και ενίοτε τους γονείς) της, που έχοντάς τα βιώσει αυτοπροσώπως, μετέφεραν με τη σειρά τους και αναπαρήγαν νοοτροπίες αδιανόητες στη σημερινή εποχή – των οποίων αναγνωρίστηκε επιτέλους ο παραλογισμός και ως ένα σημείο, τουλάχιστον, ξεπεράστηκαν. Με πρώτο και κύριο τον εξαναγκασμό, είτε εξωγενή είτε οικειοθελή, των ανθρώπων να ασφυκτιούν στριμωγμένοι σε «αποδεκτά» καλούπια, ανεξάρτητα απ’ το άμεσο αλλά και το μακροπρόθεσμο κόστος σε κάθε πτυχή της ζωής τους, ακόμα και στην ψυχική όσο και σωματική τους υγεία.

{jb_quote} Σαν μαγνητόφωνο που εστιάζει σε άλλη «φωνή» κάθε φορά –πότε ενός πρωταγωνιστή και πότε ενός κομπάρσου–, καταγράφοντας τη δική της πλευρά των γεγονότων. {/jb_quote}

Τα παιδιά, για παράδειγμα, έπρεπε οπωσδήποτε να μάθουν να γράφουν «με το καλό χεράκι», αυτό με το οποίο έκαναν τον σταυρό τους, παραβιάζοντας τη φυσική τους πλεύρωση και με τραγελαφικά έως επιζήμια αποτελέσματα. Ή επιτηρούνταν συνεχώς και αυστηρότατα από τους δασκάλους ακόμα και στις ώρες της εξωσχολικής τους καθημερινότητας – κάτι που πολύ εύκολα μετατρεπόταν σε σαδιστικό παιχνίδι εξουσίας και ψυχολογικού πολέμου (μια απ’ τις ελάχιστες ανώδυνες διεξόδους ήταν τα αναμνηστικά μαθητικά λευκώματα, ένα εμβρυϊκό είδος «κοινωνικής δικτύωσης»). Οι γυναίκες, πάλι, διάλεγαν μικρότερο νούμερο παπουτσιού από το κανονικό προκειμένου, με τον ανορθόδοξο αυτόν τρόπο, να «γυμνάσουν» και να ομορφύνουν τις γάμπες τους, παραλλάσσοντας προς το ευρωπαϊκότερον την αρχαία κινεζική πρακτική του δεσίματος των ποδιών. Και η πανάκεια «διά πάσαν νόσον» και κάθε είδους παρέκκλιση ήταν η στροφή στη θρησκεία και η βίαιη, πολλές φορές, συμμόρφωση με τους κανόνες και τις συνήθειες της «φυσιολογικής» πλειονότητας.

Στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, η γενιά της Αλκμήνης πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος και όχι μόνο. Ύστερα απ’ τα απανωτά βαθιά τραύματα που της άφησαν η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η χούντα των συνταγματαρχών, είδε ιδεολογίες να αλλοτριώνονται και βαθμιαία να καταρρέουν με το προκάλυμμα της «Αλλαγής» – με τη μορφή μιας κεντρώας παράταξης που κατόρθωσε να επικρατήσει σαρωτικά και μακροχρόνια, εκμεταλλευόμενη τη διάθεση, το πνεύμα και τη συλλογική ψυχολογική/συναισθηματική ανάγκη του καιρού εκείνου, «κλέβοντας» την αριστερή φρασεολογία και προβάλλοντας μια φανταχτερή ψευδαίσθηση κοινωνικής απελευθέρωσης, μαζί με την πλάνη της οικονομικής ευωχίας. Όχι τυχαία ως προς τη μυθιστορηματική τελολογία, η τελευταία απογραφή πληθυσμού την οποία προλαβαίνει η Αλκμήνη προαναγγέλλει ένα υπαρξιακό κλείσιμο κύκλου για την ίδια, καθώς και για τον κόσμο που γνώρισε και κουβαλάει μέσα της. Πρέπει, μάλιστα, να επρόκειτο για την τελευταία απογραφή (2001) στην οποία χρησιμοποιήθηκαν μη ψηφιακά μέσα – χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου, «Faber 2B» (ο τύπος μολυβιού με τον οποίο συμπληρώνονταν τα στοιχεία στο σχετικό έντυπο).

Χειμαρρώδης και καταιγιστική, η εξιστόρηση ακολουθεί τη ροή του αυθόρμητου προφορικού λόγου για να οδηγηθεί στη «θεατρική» πρωτογένεια του αμιγούς διαλόγου, που θα μπορούσε να είναι κι ένας εσωτερικός μονόλογος – γιατί ο λόγος με όλες του τις έννοιες, έστω και νικημένος απ’ τη φθορά του χρόνου, είναι ο μόνος που θα μας απομείνει ως το τέλος του ταξιδιού. Ένα τέλος το οποίο αναπόφευκτα, νομοτελειακά θα μας γυρίσει πίσω, στην αρχή – στο αιώνιο και άφθαρτο μηδέν, όπου η κατάληξη σμίγει με την αφετηρία της ύπαρξής μας.

Η Αλκμήνη και οι άλλοι
Θεοδόσης Μίχος
Key Books
360 σελ.
ISBN 978-618-5265-32-8
Τιμή €14,90

Keywords
Τυχαία Θέματα