Χ. Γούλας: Η Ελλάδα θα γιορτάσει το 2023 τα πικρά γενέθλια 11 ετών από την ουσιαστική κατάργηση του κοινωνικού διαλόγου

Στον απόηχο ενός δύσκολου καλοκαιριού και στον πρόλογο ενός δυσκολότερου χειμώνα για τους εργαζόμενους, υπερισχύει η αίσθηση μιας διαιωνιζόμενης αντίφασης σε ό, τι αφορά στην απασχόληση και την αγορά εργασίας στην Ελλάδα.

Από την μια, η αύξηση του κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα μετατέθηκε για τον Μάιο του 2023, χωρίς σαφείς ενδείξεις προθέσεων για την διαδικασία που θα ακολουθηθεί ως προς τον προσδιορισμό του ύψους της.

Από την άλλη, η περιοδική έρευνα

δεικτών για την εργασία ανέδειξε ζητήματα που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για μια άμεση αναβάθμιση της ποιότητας της απασχόλησης στην χώρα μας.

Σε ένα διαμορφούμενο σκηνικό ολοένα ασφυκτικότερης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, μάθαμε από την πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ σε συνεργασία με την Alco, ότι το 80% των εργαζομένων δεν έχει δει ακόμη καμιά αύξηση στον μισθό του το 2022, οδηγώντας στην διαπίστωση ότι η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού δεν κατάφερε να προσδώσει θετική δυναμική στους μισθούς και σίγουρα δεν ήταν αρκετή έτσι ώστε να διαχύσει θετικά οφέλη στο σύνολο των εργαζομένων.

Παράλληλα, οι διαρκείς αυξήσεις στην αγορά ενέργειας και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν αναγκάσει το 70%των εργαζομένων να περικόψουν δαπάνες από την αγορά βασικών ειδών διατροφής.

Την ίδια στιγμή, το 40% των ερωτώμενων δηλώνει ότι εργάζεται υπερωριακά, ενώ μόνο ένας στους δύο εργαζόμενους πληρώνεται για την υπερεργασία του.

Σε αυτά τα ήδη πολύ ανησυχητικά ευρήματα, να θυμίσουμε την συνεχιζόμενα χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (22%) όπου αποτελεί την κύρια αιτία για την υποβάθμιση της εργασίας, αλλά και κάποιους άλλους εντυπωσιακούς δείκτες σε ό,τι αφορά την τρέχουσα συγκυρία, όπως το γεγονός του ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν φτάσει να καταβάλουν το ύψος 54 κατώτατων ημερομισθίων για την πληρωμή μόνο του κόστους ενέργειας: δυο μήνες δουλειάς, δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη.

Με βάση τα παραπάνω, το να αναρωτιέται κανείς για τις πραγματικές απώλειες των εισοδημάτων από την εργασία την τελευταία διετία μοιάζει πικρή κοινοτοπία. Το εισόδημα της εργασίας εξανεμίζεται ενώ η ίδια η εργασία υποτιμάται με ραγδαίος ρυθμούς.

Ωστόσο, πίσω από τις δύσκολα διαχειρήσιμες πραγματικότητες της καθημερινότητας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, φαίνεται να υπάρχει το ακόμη χειρότερο.

Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα, μόνη ανάμεσα στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ θα συνεχίσει να πορεύεται για ακόμη μια χρονιά σε ένα μοναχικό μονοπάτι με μισθωτούς ελάχιστα προστατευμένους από θεσμικά «κολοβές» συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με σχεδόν ανύπαρκτες ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, με εργαζόμενους και επιχειρήσεις αδύναμους να παρέμβουν έγκαιρα και αποτελεσματικά στις αναγκαιότητες μιας εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας.

Η Ελλάδα θα γιορτάσει το 2023 τα πικρά γενέθλια 11 ετών από την ουσιαστική κατάργηση του κοινωνικού διαλόγου και την έναρξη μιας διαδικασίας ταχείας απέκδυσης της μισθωτής εργασίας από τις πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες της.

Γιατί, πέρα από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού στα «ίσως στα 751 ευρώ από τον Μάιο» και με απλή πολιτική απόφαση, είναι ένα ολόκληρο πλέγμα θεσμών, λειτουργιών και κοινωνικών μηχανισμών που εδώ και μια δεκαετία έχει αφεθεί να αποσυντίθεται, ενάντια σε κάθε ορθολογική κατανόηση της Ευρωπαϊκής οικονομικής και κοινωνικής εμπειρίας.

Από τα ασφαλιστικά συστήματα και τις στεγαστικές πολιτικές και από την αναβάθμιση των δεξιοτήτων μέχρι την ρύθμιση των αγορών εργασίας σε κλαδικό και περιφερειακό επίπεδο, δεν υπάρχει κανένας «δαίμονας» του εθνικού παραγωγικού μας προτύπου που να μην συνδέεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με την υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας και την ανυπαρξία ουσιαστικού κοινωνικού διαλόγου.

Τον Μάιο του 2023, την ίδια ώρα που θα ανακοινώνεται η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού -μάλλον αμελητέα δεδομένων των προβλέψεων του πληθωρισμού, αλλά και μάλλον αναντίστοιχη δεδομένης της υψηλής ανάπτυξης- είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίζουμε ένα ακόμη επεισόδιο κρίσης εργασιακών κινήτρων στον τουρισμό και τον πρωτογενή τομέα, ενώ θα συνεχίζουμε να προβληματιζόμαστε για τους χαμηλούς δείκτες παραγωγικότητας ή για τις χαμηλές επιδόσεις των επιχειρήσεων στην έρευνα, την ανάπτυξη και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού.

Θα είναι ακόμη μια καλή ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο αδιέξοδη είναι αυτή η πολιτική της ποιοτικής υποβάθμισης εργασίας και της ελάχιστης προστασίας των εργαζομένων και ποιες είναι οι διαρκώς εντεινόμενες και διερευνώμενες παράπλευρες απώλειες που αυτή προκαλεί.

Χωρίς κανείς μας, ασφαλώς, να ξεχνά και το τι μας επιφυλάσσει ο χειμώνας που έρχεται, σε ό,τι αφορά την αναμενόμενη κατακόρυφη αύξηση της κοινωνικής ευαλωτότητας των εργαζομένων.

Πολύ περισσότερο που την ίδια περίοδο και μέχρι τον Μάιο το 2023, κατά πάσα πιθανότητα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχουν καταλήξει στο σχέδιο Οδηγίας που επεξεργάζονται εδώ και μια διετία για την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου, ενώ χώρες που έσπευσαν να μεταρρυθμίσουν έγκαιρα τις εργασιακές τους σχέσεις ενισχύοντας την προστασία της μισθωτής εργασίας, όπως η Ισπανία, έχουν αρχίσει ήδη να δρέπουν τους πρώτους υπολογίσιμους καρπούς της τόλμης τους.

Η σχεδιασμένη μείωση των μορφών επισφαλούς εργασίας, η ενδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων, η προσαρμογή των μισθών στις πραγματικές συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, μετά από μια εικοσαετία αδιέξοδων ευρωπαϊκών πολιτικών απορρύθμισης, αρχίζουν και πάλι να αποτελούν βασικά μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης και διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής στην Ευρώπη.

Την ίδια περίοδο, εδώ στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό να ζούμε για μια ακόμη φορά τα αποτελέσματα της πολιτικής ενός αποδυναμωμένου «κοινωνικού διαλόγου» με εργοδοτικές οργανώσεις να εστιάζουν κοντόθωρα στην μέγιστη δυνατή μείωση του κόστους και στην εντατικοποίηση της εργασίας, εμμένοντας σε ένα ιδιότυπο μοντέλο ανάπτυξης με εργασία χωρίς εργαζόμενους και ευκαιριακά κέρδη χωρίς κοινωνική ανταπόδοση.

Ακόμη μια φορά η εμπειρία της ματαιωμένης ευκαιρίας για μια ουσιαστική αλλαγή στην αντίληψη του ρόλου της εργασίας στην ανάπτυξη, θα μας περιορίσει σε γνωστές, συνηθισμένες πια, δυσάρεστες διαπιστώσεις: πολύ λίγα, πολύ αργά και πάλι άτολμα.

*Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο ieidiseis.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα