Καίτη Γκρέυ: Ζωή βγαλμένη από μυθιστόρημα – Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι θρυλικοί έρωτες και η μεγάλη δόξα

Η Καίτη Γκρέυ, μία μεγάλη τραγουδίστρια, έφυγε από τη ζωή, (19/01) σε ηλικία 100 ετών. Σίγησε για πάντα μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και αγαπητές φωνές που άφησαν το στίγμα της στην ελληνική μουσική σκηνή για πολλές δεκαετίες.

Κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές εκατομμυρίων Ελλήνων και να γράψει ιστορία με κάθε τραγούδι της. Ηχογραφούσε τραγούδια, που γίνονταν μεγάλες επιτυχίες, έπαιζε σε ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, έκανε περιοδείες σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία και το μεροκάματο της έφτανε τις 8.000 δραχμές.

Τα δύσκολα
παιδικά της χρόνια

Γεννήθηκε στη Σάμο, στο χωριό Μυτιληνιοί στις 14 Μαΐου του 1924. Το όνομα της ήταν Αθανασία Γκιζίλη. Η οικογένεια της ήταν πολύ φτωχή με τρία παιδιά. Η ίδια δόθηκε για υιοθεσία στην οικογένεια Καλαϊττζή που ζούσε στον Πειραιά. Το όνομα της έγινε Αγγελική Καλαϊτζή και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια. Ο θάνατος του θετού της πατέρα, όταν ήταν εκείνη 7 ετών, σημάδεψε και άλλαξε τη ζωή της. Αν και τα επόμενα χρόνια θα περνούσε δύσκολα, η Αγγελική λάτρεψε τη θετή της μητέρα, η οποία ήταν πάντα στο πλευρό της δίνοντας της αγάπη.

Στην αυτοβιογραφία της είχε δηλώσει: «Γεννήθηκα στη Σάμο. Όταν ήμουν ενός χρονού με υιοθέτησε ένα αντρόγυνο, μεγάλοι άνθρωποι, στα Ταμπούρια του Πειραιά, Καισαρείας 14. Η μαμά μου, η πραγματική, δεν έδωσε μόνο εμένα για υιοθεσία έδωσε και τον αδερφό μου, το Γιάννη. Δεν μπορούσε να μας ζήσει. Τέτοια φτώχεια στη Σάμο. Το προξενιό, γι’ αυτή την υιοθεσία, το έκανε η αδελφή της θετής μου μαμάς που έμενε κι αυτή στη Σάμο. Το νέο μου μπαμπά τον λέγανε Κώστα και τη μαμά μου Ευρύκλεια».

Είχε εξηγήσει ακόμη σε συνέντευξή της πως δεν γνώριζε πως ήταν υιοθετημένη. Η βιολογική της μητέρα ήρθε στη ζωή της απότομα: «Όταν ήμουν μικρή και μια κυρία μού έφερνε σοκολάτες και καραμέλες, ρωτούσα τη μητέρα μου ποια είναι αυτή η κυρία. Μου έλεγε ότι είναι μια θεία, που μας αγαπάει. Μεγάλωσα στα ξένα χέρια, αλλά αυτή η γυναίκα που με μεγάλωσε με λάτρεψε. Ήταν πραγματική μου μάνα. Μια μέρα, γυρνώντας από το νηπιαγωγείο, συνάντησα αυτή τη “θεία” στον δρόμο. Ήταν με έναν αστυνομικό και μόλις με είδε είπε “Να ‘το, να ‘το!”. Την είδα και τη ρώτησα, γιατί δεν έρχεται πια σπίτι μας. Μου είπε ότι δεν ήταν εδώ και έλειπε και μου είπε να πάω σπίτι της, να παίζω με τα παιδιά της. Και με πήρε σπίτι της και πέσανε τα αδέρφια μου – φυσικά ήταν αδέρφια μου – και εκείνη την ώρα μου είπε “Εγώ είμαι η σκύλα η μάνα σου, που σ’ έδωσα, γιατί δεν μπορούσα να σε ζήσω”. Της είπα ότι θέλω να κάτσω μαζί της και δεν θέλω να πάω στην άλλη. Μου είπε ότι, αν δεν πάω, θα τη βάλουν φυλακή. Η θετή μου μητέρα είχε καλέσει την αστυνομία και όταν πήγα σπίτι τής είπα: “Δεν είσαι εσύ η μαμά μου. Δώσε μου τα ρούχα μου, να πάω στην άλλη”. Είχα πολλές τέτοιες πικρίες στη ζωή μου».

Στη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα βρήκε τρόπο να ξεφύγει από την κόλαση της εποχής. Η θετή μητέρα της την έστειλε στη Σάμο για να γλιτώσει από την πείνα και τους βομβαρδισμούς, με αποτέλεσμα να καταλήξει υπό τη φροντίδα μιας θείας, η οποία την κακοποιούσε και την εξανάγκαζε σε βάναυσες καταστάσεις.

Ένας Ιταλός, τελικά, της έσωσε τη ζωή βάζοντας της σε μια βάρκα με άλλη ελληνική οικογένεια και πηγαίνοντας τους απέναντι στην Τουρκία. Θα περιπλανηθεί σε διάφορα μέρη μέχρι να επιστρέψει στον Πειραιά το 1945.

Ο έγγαμος βίος σε ηλικία 14 ετών

Επέστρεψε στον Πειραιά το 1945 και η θετή της μητέρα ενώ νόμιζε ότι η Αγγελική είναι νεκρή οπότε και θα χαρεί που γύρισε. Για να μπορούν να ζήσουν έχουν πιάσει δουλειά, η Αγγελική ως μοδίστρα καταφέρνοντας να φέρει κάποια χρήματα στο σπίτι. Ένας γείτονας ο Νίκος Ηλιάδης θα ζητήσει σε γάμο την 14χρονη κοπέλα ο οποίος ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερος της. Αν και δεν τον θέλει θα αναγκαστεί να τον παντρευτεί.

Στην αυτοβιογραφία της είχε πει για τον έγγαμο βίο της: «Μ’ αναποδογύρισε την σκάφη και μου χύσε όλα τα νερά στο σπίτι γιατί ακριβώς δεν ήθελε να βγαίνω ούτε έξω απ’ την πόρτα. Δεν ήθελε ούτε με γειτόνισσα να μιλάω, μπορώ να πω και κάτι που ‘ναι φριχτό, όταν έφευγε, κοίταζε τι κυλόττα φοράω. Γιατί όταν γύριζε απ’ την δουλειά του, ήθελε να φοράω την ίδια κιλότα, γιατί αν άλλαζα κυλόττα τι θα γινότανε;

Όταν ενηλικιώθηκε, χώρισε τον πρώτο της σύζυγο, αφού πρώτα είχαν αποκτήσει δύο γιους: τον Φίλιππο και τον Βασίλη. Ο δεύτερος γιος της, πατέρας της τραγουδίστριας Αγγελικής Ηλιάδη, «έφυγε» από τη ζωή πριν τρία χρόνια.

Η δισκογραφία και οι μεγάλες επιτυχίες

Η καριέρα της ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αρχικά, έγινε ηθοποιός στα μπουλούκια της Ρίτας Τσάκωνα και αργότερα τραγούδησε ελαφρό τραγούδι με τον Γιάννη Βέλλα, καθώς και άλλους καλλιτέχνες του είδους. Πρότυπό της υπήρξε ο Τζίμης Μακούλης.

Η μεταστροφή της στο λαϊκό τραγούδι έγινε το 1953, όταν την συνάντησε ο ρεμπέτης Λουκάς Νταράλας και ερμήνευσε στο ραδιόφωνο το τραγούδι του «Το βουνό», σε στίχους Ευάγγελου Πρέκα. Το πρώτο της τραγούδι που ηχογράφησε «Το μαράζι»,  με την υπογραφή του Γιώργου Μητσάκη, έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε την Καλιτη Γκρέυ, ως γνήσια λαϊκή τραγουδίστρια.

Η ίδια είχε δηλώσει: «Τότε λοιπόν οι φωνοληψίες, όπως θα ξέρουνε οι παλιοί, δε γινόντουσαν όπως γίνονται τώρα, με ταινίες και τέτοια, με φίλτρα και με ένα σωρό πράγματα που τις μικρές φωνές τις κάνουν μεγάλες. Και τότε, μάλιστα, έπαιρνε και βραβείο όποιος χάλαγε τα λιγότερα κεριά στις φωνοληψίες. Κι απ’ ότι λέγανε, εγώ και ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης, ήμασταν οι μοναδικοί τραγουδισταί που δε χαλάγαμε πολλά κεριά. Πηγαίναμε μια κι έξω. Τότε έπρεπε να είχες μέταλλο για να μπορέσεις να τραγουδήσεις στα μηχανήματα αυτά που είχανε. Πραγματικά, στήθηκα εγώ, το είπα το τραγούδι μια κι έξω.

Τρελαθήκανε όλοι γιατί, όπως μου εξήγησαν μετά, δίνανε βραβεία σ’ αυτούς που χαλάγανε τα λιγότερα κεριά, γιατί η φωνή γραφότανε πάνω σ’ ένα κερί. Μ’ αγκάλιασε ο Μητσάκης, με φίλαγε, κορίτσι μου, μπράβο, συγχαρητήρια, μιa κι έξω το πήγες το τραγούδι, δεν έπαθες καθόλου τρακ. “Ε, ας το κάνουμε άλλη μια φορά”, λέει ο κύριος Μηλιόπουλος κι ο κύριος Λαμπρόπουλος, “για να έχουμε κι ένα ρεζέρβα, γιατί μπορεί να χαλάσει το ένα κερί να έχουμε το άλλο”. Πραγματικά, το γύρισα άλλη μια φορά και γραμμοφώνησα το πρώτο μου τραγούδι με μεγάλη συγκίνηση».

Την δεκαετία του 1960, ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια της εποχής. Ηχογραφούσε τραγούδια, που γίνονταν μεγάλες επιτυχίες, έπαιζε σε ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, έκανε περιοδείες σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία με το μεροκάματο να φτάνει τις 8.000 δραχμές.

Τραγούδησε στα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα, γνώρισε τους Αριστοτέλη Ωνάση, Τζίμι Χέντριξ, Έλβις Πρίσλεϊ, Ρίτα Χέιγουορθ, Σταύρο Νιάρχο και Μαρία Κάλλας.

Οι σχέσεις που σημάδεψαν την ζωή της

Μεγάλος της έρωτας ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έμεινε μαζί του για 5 χρόνια και η σχέση τους πέρασε από πολλά στάδια.

Σε συνέντευξη της είχε δηλώσει: «Μικρά παιδιά ήμασταν. Ήταν η πρώτη μου αγάπη και ο πρώτος άντρας που με έκανε να νοιώσω γυναίκα. Μείναμε μαζί 5 ολόκληρα χρόνια. Την στοργή που βρήκε σε μένα δεν τη βρήκε από καμιά γυναίκα. Ήμουν δούλα στον άντρα.

Όπως έχεις ένα μωρό, έτσι είχα εγώ τον Στέλιο. Πολλά Σαββατόβραδα δεν ήθελε να πάμε για δουλειά και προτιμούσε να μείνουμε μαζί στο σπίτι. Ήταν η μεγαλύτερη κατάχρηση της ζωής μου. Κάπου δεν ήταν τυχερό. Εκείνος ξεμυαλίστηκε όχι εγώ. Ξαναγύρισε σε μένα ο Στέλιος μετά από ένα χρόνο. Όμως εγώ κάπου είχα παγώσει. Έκανα μια προσπάθεια να σμίξω με τον Στέλιο, αλλά όπως φαίνεται το είχα ξεπεράσει και ήδη είχα γνωρίσει έναν άλλο άνθρωπο και ήμουν ευτυχισμένη μαζί του, το Νίκο Λαιμό, τον εφοπλιστή».

Τα δημοσιεύματα της εποχής, έγραφαν πως το ζευγάρι δεν παντρεύτηκε γιατί δεν συμφωνούσε η μητέρα του Καζαντζίδη, Γεσθημανή.

Έπειτα γνώρισε τον Ανδρέα Μπάρκουλη ο οποίος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πέρασαν πολλά μαζί, ωστόσο οι δυσκολίες της καθημερινότητας τους έκαναν να χωρίσουν. Δέκα χρόνια αργότερα, ξανά συναντιούνται και τα βρίσκουν ξανά και ήταν έτοιμοι να παντρευτούν αλλά χώρισαν οριστικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα