Μάρθα, μια θεά από το Κερατσίνι

Ένα αντισυμβατικό μαγκάκι που τρύπωνε σε όλα τα σπίτια κι έκανε τους άντρες να λιώνουν και τα κορίτσια να προσπαθούν να την αντιγράψουν.

Έλα μη κλαις μη μου κλαις σε γιάτρεψα

λύπες κι αγάπες παλιές σ’ ανάθρεψα…

Γενιές και γενιές ανέθρεψε αυτό το κορίτσι για φίλημα, γοργόνα και μάγγισσα κι αστέρι, σταρ κανονική, όχι αστεία.

Δεκάδες χιλιάδες μαζεύονταν τα βράδια του Σαββάτου για να δουν τις ταινίες της. Και τα πιο παλιά χρόνια, τα αρσενικά έκοβαν φλέβες για κείνη, που τρύπωνε στα όνειρά τους με το μπρίο και

τη θηλυκότητά της.

Γιατί αυτό έκανε. Τρύπωνε, παρότι δεν θεωρούσε ότι ήταν τίποτα σπουδαίο. Έτσι γίνεται με τους αληθινά σημαντικούς, που δεν έχουν ανάγκη να πουλήσουν φούμαρα.

Γιατί η Μάρθα ήταν πάντα μεταξωτή κι έτσι την έχει στο μυαλό του όλος ο κόσμος, αυτός που τη λάτρεψε όχι μόνο για τις ταινίες της αλλά και για το χαρακτήρα της.

Ένα εκρηκτικό κορίτσι από το Κερατσίνι, κόρη φτωχών προσφύγων, του Χαρίλαου και της Δόμνας, που δεν την εμπόδισαν ποτέ να γίνει χορεύτρια γιατί αυτό ονειρευόταν.

Αν ήταν στην Αμερική την εποχή των μιούζικαλ, θα είχε γίνει πάμπλουτη.

Κι αν δεν έγινε, έζησε εφτά ζωές που την έκαναν να νιώθει γεμάτη, επειδή… ««Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι», όπως και η ζωή.

Κι είχε τέτοια πληρότητα μέσα της, που μιλούσε με μια απίθανη λαϊκή σοφία.

«Αισθάνομαι άνετα με το νυχτικό και τις παντόφλες μου, πίνω νερωμένο καφέ, καπνίζω, δεν πάω σε δεξιώσεις με ένα ποτήρι νερό στο χέρι και να λέω ανοησίες, δεν έχω Φιλιππινέζα, ρόλεξ και BMW. Αγαπώ τους φίλους μου, τους σκύλους μου, τις αναμνήσεις μου, τις ρυτίδες μου, τους θεατρίνους και τα ταξίδια. Θέλω να γεράσω, γιατί σημαίνει ότι θα έχω ζήσει (δεν γερνάνε όσοι πεθαίνουν νέοι). Για το θάνατο αδιαφορώ, γιατί δεν θα είμαι εκεί»

Ναι, δεν χρειαζόταν περιττά λούσα και ψεύτικες διαδρομές. Δεν το επέτρεπε η αυθεντικότητά της, αυτή που την έκανε κοσμαγάπητη και απολύτως αποδεκτή από όλους.

Οι πρόσφυγες γονείς με το ανοιχτό μυαλό και ασφαλώς το Κερατσίνι, έπαιξαν το ρόλο τους, τη διαμόρφωσαν, δεν την έκαναν να ξεφύγει ποτέ.

Ήταν το καλό κορίτσι, το απλό, το λαϊκό, το μπριόζο, αυτό που γέμιζε τη σκηνή είτε με την αξεπέραστη κίνηση και το χορό της είτε με δυο ατάκες με στιλ που έκαναν πάταγο.

Αυτά είδαν ο Φίνος, ο Δαλιανίδης, ακόμα και ο Φώσκολος με το «Πεθαίνω το ξημέρωμα»

Μεσημέρι πέθανε, αλλά… δεν πέθανε. Ποτέ. Πεθαίνουν οι άνθρωποι που τους λάτρεψε –και λατρεύει- όλος ο κόσμος; Απλώς ξεκουράζονται κι αφήνουν τις ταινίες να μιλούν για λογαριασμό τους.

Μαγκάκι, με όλη τη σημασία της λέξης αυτή η χυμώδης γυναίκα που έκανε τα σανίδια να τρίζουν.

Γι’ αυτό και κάθε φορά που την έβαζαν εξώφυλλο τα περιοδικά της εποχής, το Ρομάντσο, η Βεντέτα, το Φαντάζιο, ο Θησαυρός, ξεπουλούσαν! Και τα αγόραζαν οι γυναίκες για να ξεσηκώσουν κάτι από τις εμφανίσεις της και οι άντρες για να τη χαζέψουν.

Ήταν και έμεινε αντισυμβατική ως το τέλος, αν και θα μπορούσε να έχει την ασφάλεια ενός καλού γάμου που θα της εξασφάλιζε τα πάντα. Για τη Μάρθα μιλάμε που έριχνε τα τσιμέντα.
Είχε όμως το δικό της σκεπτικό, μια φιλοσοφία ζωής.

«Όλοι θέλουν να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια, παιδιά. Δεν ήθελα τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήθελα να είμαι μόνη. Άμα κάνεις αυτό που σου αρέσει μια φορά θα την πληρώσεις. Στο πέρασμα του χρόνου δεν θα είναι κανένας δίπλα σου. Θα φύγουν, θα κάνουν οικογένειες και θα μείνεις μόνη. Εγώ παρόλα αυτά είμαι ευχαριστημένη. Αν με ενδιάφεραν θα έβρισκα κάποιον να τον κρατήσω. Αλλά τι να τον κάνω; Να τον έχω καβάντζα;»

Γιατί ναι, δεν ήταν το κορίτσι της καβάντζας κι έκανε μόνο ό,τι έλεγε η ψυχή της. Γοργόνα, από την αρχή ως το τέλος, δίχως παρεκκλίσεις από την –στην ουσία- μοναχική πορεία της.

Ίσως όλα να ήταν αλλιώς αν ζούσε εκείνο το παιδί που γέννησε και της πέθανε τρεις μέρες μετά. Εκείνη η πληγή δεν έκλεισε ποτέ.

Γέρασε –κι αυτό είχε πάντα στο μυαλό της- κι αυτό το θεωρούσε ευλογία. Γι’ αυτό και άφηνε τις ρυτίδες της να χορεύουν, αδιαφορώντας παντελώς. Γιατί έζησε, ζούσε.

Ακόμα ζει. Και θα τρυπώνει για πάντα στα σπιτικά. Γοργόνα, λαχταριστή γοργόνα, γεμάτη χάντρες!

Μαρθούλα, είσαι θεά ρε φίλε. Κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ, ούτε τότε που έτριζαν τα τσιμέντα που πατούσες.

Keywords
Τυχαία Θέματα