Το ΕΣΥ, η στόχευση του νέου νόμου και οι … μετεκλογικές εξελίξεις!

«Την υγεία θα την κοινωνικοποιήσουμε, θα δημιουργήσουμε δίκτυο κέντρων υγείας σε όλη την επικράτεια, σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη. Οι πολίτες θα διαθέτουν κάρτα υγείας με την οποία θα υποχρεωνουν τις υπηρεσίες να τους εξυπηρετούν. Μπροστά στην αρρώστια και στον θάνατο δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί».

Αυτά υποστήριζε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, όταν η πρώτη του κυβέρνηση, σχεδίασε και υλοποίησε μια από τις μεγαλύτερες

και σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, που έγιναν ποτέ στον τόπο, τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Οι βασικές και θεμελιώδεις αρχές του νόμου για την ίδρυση του ΕΣΥ, που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1983, αποτυπώνονται στο άρθρο 1, βάση του οποίου:

1. Η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό που δεν υπακούει στους νόμους του κέρδους.

2. Το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υψηλού επιπέδου, υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών.

3. Οι υπηρεσίες υγείας θα παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ένα ενιαίο και αποκεντρωμένο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Το 1984, αναλαμβάνει Υπουργός Υγείας ο Γεώργιος Γεννηματάς, με ευθύνη να υλοποιήσει τη μεγάλη μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχος του, Παρασκευάς Αυγερινός.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ιδρύονται στη χώρα, 131 Δημόσια Νοσοκομεία, 201 Κέντρα Υγείας, 1400 αγροτικά ιατρεία, 43 πολυδύναμα περιφερειακά ιατρεία, 276 δομές ΙΚΑ και 6 νέα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία και αντίστοιχες ιατρικές σχολές.

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας και ειδικότερα η δευτεροβάθμια περίθαλψη, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει (και αφορούν κυρίως στην απαξίωση της, στην υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση της), αποτελεί ακόμα και σήμερα τον ακρογωνιαίο λίθο της υγείας των πολιτών, κάτι που απέδειξε περίτρανα η δίχρονη πανδημία.

Δυστυχώς, όμως η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία των κυβερνώντων, έδωσε ένα μεγάλο πλήγμα στο ΕΣΥ και στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του, με το νόμο που ψήφισε για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη την περασμένη Παρασκευή, εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων.

Σύμφωνα λοιπόν με το νέο νόμο και ειδικότερα με το άρθρο 10, καταργείται μια θεμελιώδης αρχή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, εκείνης της αποκλειστικής απασχόλησης των ιατρών σε αυτό.

Δίνεται η δυνατότητα στους ιατρούς του ΕΣΥ να ασκούν ιδιωτικό έργο, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει διάπλατα την πόρτα στους ιδιώτες με μερική απασχόληση.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση ανοίγει το δρόμο στην υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας, στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση της Δημόσιας Υγείας, στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης και στη νομιμοποίηση του χρηματισμού των ιατρών του ΕΣΥ μέσα στα δημόσια νοσοκομεία.

Βέβαια, αυτή η πολιτική στόχευση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είναι ούτε πρωτόγνωρη, ούτε αιφνιδιαστική. Η κυβέρνηση σχεδίαζε καιρό τώρα, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας.

Πριν από την πανδημία, ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι η κυβέρνηση είχε ως προτεραιότητα “να δοκιμάσει σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας, να διοικηθεί το νοσοκομείο αυτό σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα”.

Φρένο στα σχέδια της κυβέρνησης για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας των πολιτών, έβαλε η πανδημία! 

Άλλωστε, ποια ιδιωτικά συμφέροντα στον τομέα της υγείας, θα ήθελαν να επενδύσουν στη δευτεροβάθμια περίθαλψη, μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον;

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σύσσωμα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, διαφοροποιήθηκαν και καταψήφισαν το νομοσχέδιο στο κοινοβούλιο.

Ωστόσο, υπήρξε ένας βουλευτής από την Αντιπολίτευση, που καταψήφισε με “βαριά καρδιά” το νομοσχέδιο!

Ο λόγος για τον Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος δεν υπέγραψε το αίτημα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ προς τον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα, για τη διενέργεια ονομαστικής ψηφοφορίας στα άρθρα 7 και 10 του εν λόγω νομοσχεδίου. 

Μάλιστα, στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, εξέφρασε την πολύ διαφορετική, σε σχέση με εκείνη του ΠΑΣΟΚ, άποψή του για το άρθρο 10 του νομοσχεδίου.

Είναι προφανές ότι ο βουλευτής και υποψήφιος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, θεώρησε ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να συγκρουστεί με την ηγεσία του Κινήματος, κάτι που δεν είναι καθόλου απίθανο, εκτιμώ, να πράξει μετεκλογικά!

Keywords
Τυχαία Θέματα