Ο «ΞΕΝΟΣ» των Γιώργου Παλούμπη και Γιάννη Καλαβριανού

14:32 4/1/2013 - Πηγή: Mixtape

Δύο σκηνοθέτες, δύο έργα, ένα χειροκρότημα.

Καμιά φορά τα καλά πράγματα αργούν να φτάσουν στα αυτιά μας, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Πριν λίγο καιρό η Ένωση Θεάτρων της Ευρώπης (UTE) πρότεινε σε θέατρα διαφόρων χωρών να δημιουργήσουν παραστάσεις με θέμα τον «ξένο». Έτσι, κατόπιν παραγγελίας του Εθνικού, προέκυψε η Αόρατη Όλγα από το συγγραφέα Γιάννη Τσίρο. Στη συνέχεια τη σκυτάλη της σκηνοθεσίας ανέλαβε ο Γιώργος Παλούμπης. Η παράσταση ταξίδεψε παρέα με άλλους θιάσους του εξωτερικού, από τη Ρουμανία μέχρι την Αυστρία στο πλαίσιο του φεστιβάλ Emergency Entrance. Την ίδια περίοδο γράφτηκε,

επίσης με ανάθεση, το Άουστρας ή η Αγριάδα από τη Λένα Κιτσοπούλου και σκηνοθετήθηκε από το Γιάννη Καλαβριανό.

Η παράσταση Ξένος, που αποτελείται πλέον και από τα δύο έργα, παρουσιάστηκε πρόσφατα στη Στουτγάρδη στο Φεστιβάλ Quo Vadis, Europa ενώ τώρα παίζεται στο Εθνικό. Οι δύο αυτοί σκηνοθέτες, Παλούμπης και Καλαβριανός ανήκουν στη νέα γενιά ελπιδοφόρων δημιουργών που τα καταφέρνουν όπως φαίνεται μια χαρά και έξω. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι για μια πολύ συγκεκριμένη κουβέντα.

Γιάννης Καλαβριανός

Γ.Κ. Η επιλογή των ηθοποιών έγινε από το Γιώργο, μια και το δικό του έργο είχε ξεκινήσει πρόβες νωρίτερα και παρουσιάσθηκε ξεχωριστά, ένα χρόνο πριν. Εγώ γνώρισα τους ηθοποιούς μετά την επιλογή τους. Οι πρόβες έγιναν ξεχωριστά και αφού είχα δει την Αόρατη Όλγα.

Γ.Π. Νομίζω πως μέλημα και των δύο μας ήταν η κάθε παράσταση να κρατήσει τη δική της ταυτότητα και ύφος και να αφήσουμε το συνδυασμό να λειτουργήσει από μόνος του, εφόσον η κοινή θεματική και οι κοινοί ηθοποιοί αναπόφευκτα τις συνδέουν.

Φοβηθήκατε ότι μπορεί να πέσετε στα τρέχοντα κλισέ περί ρατσισμού, trafficking, ξενοφοβίας κτλ;

Γ.Π. Δε φοβάμαι τα κλισέ. Δεν υπάρχουν θέματα κλισέ. Τα ίδια κύρια θέματα, άλλωστε, πραγματεύονταν πάντοτε τα έργα, κλασσικά ή σύγχρονα. Το ζήτημα είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται κάτι. Αν παρουσιαστεί με τρόπο κλισέ τότε υπάρχει πρόβλημα. Δε πιστεύω ότι στο κείμενο της «Όλγας» συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, συγκεκριμένα για το trafficking πιστεύω ότι είναι τόσο μεγάλο θέμα, τόσο υπαρκτό και επίκαιρο, τόσο αδυσώπητο που δε με ενδιαφέρει καθόλου ο θεατής που θα πει ότι αυτά τα ξέρει και τα έχει ξαναδεί. Ας μιλάει η τέχνη γι’ αυτό το θέμα έστω και για να το υπενθυμίζει και ας θεωρηθεί και κλισέ. Δεν πειράζει.

Γ.Κ. Η δύναμη του «Άουστρας ή η Αγριάδα» είναι πως πρόκειται για ένα έργο που μάλλον υπονομεύει τα κλισέ και εκθέτει τις παγιωμένες συμπεριφορές, σε όλη τους τη γύμνια. Οι έλληνες ήρωές του, δεν βάλλουν κατά του φτωχότερου ή πιο αδύναμου ξένου-πρόσφυγα ή μετανάστη -αλλά εναντίον ενός τουρίστα, πιο εύπορου και με περισσότερες προοπτικές από τους ίδιους.

Ποιος είναι ο στόχος σας σε σχέση με το θεατή; Ο προβληματισμός, η συγκίνηση, η αποστροφή, η αυτογνωσία, η ενημέρωση, τι;

Γ.Π. Θα έλεγα όλα τα παραπάνω εκτός της ενημέρωσης.

Γ.Κ .Το θέμα του έργου όπως και όλου του προγράμματος είναι η εκκίνηση μιας συζήτησης πάνω στο τεράστιο και πολυπρισματικό ζήτημα του Ξένου, της γνωριμίας, της συνδιαλλαγής και εν δυνάμει συμβίωσης μαζί του, οπότε ο καθένας ανάλογα με την ευαισθησία και την αντιληπτική του ικανότητα το διαχειρίζεται όπως επιθυμεί. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάθε απόπειρα Τέχνης.

Ως προς την Αγριάδα, Γιάννη, ταυτίζεσαι με την άποψη της συγγραφέως και τη δική της εκδοχή για τους Νεοέλληνες; Αναφέρομαι ιδιαίτερα στο ακραίο φινάλε.

Γ.Κ. Το φινάλε του έργου είναι η φυσική συνέπεια της πορείας των ηρώων του. Πρόκειται για ένα παράδειγμα τριών συνανθρώπων μας, που δεν φαίνεται να έχουν πολλές ευκαιρίες ζωής ή τη δύναμη να τις αναζητήσουν και περικυκλωμένοι από μια σειρά στερεοτυπικών και παγιωμένων αντιλήψεων περί ανωτερότητας της ‘ελληνικής φυλής’, οδηγούνται σε μια απάνθρωπη παραβατική συμπεριφορά. Εννοείται πως ταυτίζομαι με την άποψη της συγγραφέως, μιας και δέχτηκα την πρόταση να σκηνοθετήσω το έργο της. Γιατί φυλές και ράτσες έχουν τα σκυλιά και οι γάτες. Οι άνθρωποι έχουν μόνο διαφορετικούς τόπους γέννησης.

Πιστεύετε ότι οι Έλληνες είναι ρατσιστές;

Γ.Π. Πολλοί Έλληνες, όχι όλοι, ναι είναι ρατσιστές. Δεν αποδεικνύεται καθημερινά αυτό; Πλέον δηλώνεται και ανοιχτά.

Γ.Κ. Ο όρος ρατσιστής εμπεριέχει την αντίληψη της διαφορετικότητας και της εκ των προτέρων σύγκρισης με βάση τα φυλετικά χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί για χρόνια το φαινόμενο της σύγκρισης με βάση τα εθνικά χαρακτηριστικά-γεγονός που παρατηρείται στις ολιγάριθμες ομάδες ατόμων, προκειμένου να οργανωθούν και να αυτοπροσδιορισθούν. Από εκεί και πέρα όμως, έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία πώλησης ελληνικότητας, που σε συνδυασμό με την χρόνια απομόνωση από τις άλλες κουλτούρες, την κυριαρχία της ορθόδοξης πλειοψηφίας, την απότομη είσοδο των μεταναστών και την πρόσφατη οικονομική κρίση, δημιούργησαν ένα πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης ρατσιστικών συμπεριφορών.

Οι Έλληνες πολίτες εν δυνάμει θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε δολοφόνους τύπου Adam Lanza;

Γ.Κ. Οι μαζικές δολοφονίες που παρατηρούνται στις Η.Π.Α. ή τη Φινλανδία, είναι ένα σύμπλοκο φαινόμενο στο οποίο υπεισέρχονται οι διαφορετικοί νόμοι και η κουλτούρα των όπλων, η χρόνια μαζική εξοικείωση με τη βία και τις εκφάνσεις της, το τεράστιο ζήτημα της απομόνωσης του ηττημένου σε μια κοινωνία που επικροτεί μόνο την τελειότητα και την απόλυτη δημοφιλία κ.λ.π. Ελπίζω να μην έχουν δημιουργηθεί στη χώρα μας οι συνθήκες που θα εκθρέψουν παρόμοια περιστατικά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Ακόμη και αν δεν συμβεί στην Ελλάδα, από τη στιγμή που σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη πυροβολούνται νήπια, το ζήτημα της βίας πρέπει να μας αφορά όλους.

Αλήθεια είμαστε, σε μεγάλη πλειοψηφία, λιγότερο ενημερωμένοι ή εξίσου από ένα μέσο Ευρωπαίο, έναν Άγγλο ας πούμε;

Γ.Π. Νομίζω πως οι Έλληνες ήμασταν ανέκαθεν αυτοαναφορικοί και στριφογυρίζαμε γύρω από τους εαυτούς μας. Νομίζω πως σε σχέση με την ενημέρωση, η κρίση μας έχει κάνει να κοιτάμε και παραέξω. Έχω την αίσθηση ότι πλέον ήμαστε εξίσου ενημερωμένοι με το μέσο Άγγλο, ας πούμε.

Γ.Κ. Η δική μου γνώμη είναι ότι οι Έλληνες είμαστε σαφέστατα λιγότερο ενημερωμένοι στα ζητήματα των φυλετικών διακρίσεων, μιας και πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες και ακόμη δεν το έχουμε διαχειρισθεί επαρκώς. Το πρόβλημα δυσκολεύει η σχεδόν αποκλειστική ενημέρωση των πολιτών από την τηλεόραση και η μικρότερη συγκριτικά διείσδυση του διαδικτύου και της πιο πλουραλιστικής ενημέρωσης μέσω αυτού, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες.

Γιώργος Παλούμπης

Από την άλλη έχουμε δυνατότητα να κάνουμε κάτι σε σχέση με ένα τόσο ακανθώδες και ιδιαίτερο θέμα όπως είναι το trafficking?

Γ.Π. Μέσα στα άπειρα άλυτα προβλήματα που έχει αφήσει η δυσλειτουργική κρατική μηχανή στη χώρα μας είναι και η καταναγκαστική πορνεία. Αντιθέτως τα κυκλώματα trafficking όπως φαίνεται λειτουργούν ρολόι. Η δουλειά τους είναι να μη φαίνονται και το καταφέρνουν μια χαρά. Καλύψεις προφανώς υπάρχουν από υψηλά ιστάμενα προσωπά ή άτομα που σχετίζονται με το νόμο. Απ’ την άλλη τα θύματα είναι είτε βιαίως έγκλειστα, είτε ψυχολογικά εκβιασμένα οπότε πολύ σπάνια κάνουν προσπάθειες να απελευθερωθούν. Το χρήμα προφανώς ρέει και μάλιστα σε ένα σύστημα παράνομο, άρα και πολύ προσεκτικό. Συνεπώς το οικοδόμημα φαίνεται να είναι οχυρωμένο και αμετακίνητο. Ειδικά μέσα στην περιρρέουσα νοοτροπία του «έλα μωρε τα θέλει για να ‘ναι εκεί!» ή του «στη χώρα τους πηδιούνται για ένα καλτσόν, καλά τους είναι εδώ!». Ή του γενικότερου ταμπού σε σχέση με το θέμα όπως εύστοχα μου είχε περιγράψει ο Γιάννης ο Τσίρος: «Σε μια οποιαδήποτε απαγωγή μπορεί να γίνει φοβερός ντόρος στα μέσα ενημέρωσης. Εδώ μιλάμε για συνεχείς απαγωγές για τις οποίες δεν ενδιαφέρεται κανένας.»

Θεωρείτε την Αθήνα μια επικίνδυνη πόλη;

Γ.Κ. Εγώ δεν είμαι Αθηναίος, οπότε δεν έχω ακόμη εξοικειωθεί με την πόλη, ειδικά με ορισμένες γειτονιές της. Αν στην πόλη που μεγάλωσες μπορείς να κυκλοφορήσεις με κλειστά μάτια, θα έλεγα ότι υπάρχουν περιοχές της Αθήνας που περπατάω με τα μάτια ορθάνοιχτα.

Γ.Π. Θεωρώ ότι συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας σε συγκεκριμένες ώρες είναι επικίνδυνες, ναι. Θεωρώ ότι δυστυχώς πρέπει να κλειδώνουμε.

Info:

Εθνικό Θέατρο/ Ο Ξένος

Αόρατη Όλγα, του Γιάννη Τσίρου
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά- Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Μάριος Στρόφαλης
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Παίζουν: Γρηγόρης Γαλάτης, Βασίλης Καραμπούλας, Λένα Παπαληγούρα, Γιωργής Τσουρής

Άουστρας ή Η αγριάδα, της Λένας Κιτσοπούλου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά- Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια κίνησης – χορογραφία: Ξένια Θεμελή
Φωτισμοί: Σάκης ΜπιρμπίληςΠαίζουν: Γρηγόρης Γαλάτης, Βασίλης Καραμπούλας, Λένα Παπαληγούρα, Γιωργής Τσουρής

Keywords
Τυχαία Θέματα