Call of the Sea – Review

Το νησί καλεί…

Ορισμένες εμπορικές κινήσεις, πέραν του προφανούς κερδοσκοπικού στόχου τους, κρύβουν πολλές φορές και έναν ακόμα σημειολογικό χαρακτήρα. Υπό αυτό το πρίσμα, στην πρώτη φουρνιά αποκλειστικών κυκλοφοριών για ένα νεοαφιχθέν σύστημα, μπορεί εύκολα να αποδοθεί ο ρόλος του σηματοδότη των διαθέσεων μιας εταιρείας κατά την είσοδό της σε ένα νέο, τέτοιο σημαντικό κεφάλαιο, όπως το λανσάρισμα μιας καινούργιας οικιακής κονσόλας. Η επιλογή αυτών των πρώτων θαρραλέων, που θα τραβήξουν την συστοιχία των βαγονιών προς τα μπροστά και θα δώσουν ώθηση στην μηχανή να πάρει μπρος, μπορεί να

αποτελέσει ενδεικτικό χαρτί για την πολιτική που χαράσσει η εταιρεία για το προσεχές μέλλον της γενιάς.

Το Call of the Sea, λοιπόν, εκ προοιμίου και ασχέτως της ποιότητας του, είναι ένα ελπιδοφόρο και ενθαρρυντικό σημάδι για το mentality της Microsoft στην 9η γενιά κονσολών στην οποία αισίως εισέρχεται. O λόγος δεν είναι άλλος πέραν από το ότι η κυκλοφορία ενός καθαρόαιμου, παλιάς κοπής, adventure, ένα είδος που απευθύνεται σε ένα αρκετά niche κοινό πλέον και που μόνο στη κύρια ροή της βιομηχανίας δεν βρίσκεται πια, αποτελεί ξεκάθαρο “κλείσιμο του ματιού” από τον αμερικάνικο κολοσσό στο hardcore gaming κοινό.

Είναι μια σφραγίδα εγγύησης ότι το Xbox εισέρχεται στη νέα γενιά με στόχο προσηλωμένο στη λογική του “από gamers για gamers”, απαλλαγμένο από κινδύνους για παραστρατήματα προς εφήμερες τάσεις και trends και “σωφρονισμένο” από τα παθήματα των λαθών του παρελθόντος (βλ. λανσάρισμα Xbox One). Γενναία κίνηση από τη Microsoft, στην ίδια ρότα με τη γενικότερη πλεύση της για αυτή τη γενιά και αυτό οφείλει να της αναγνωριστεί. Το αν κατάφερε, ωστόσο, να παραδώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα με το Call of the Sea, είναι μια άλλη υπόθεση.

Στο τιμόνι της ανάπτυξης του τίτλου βρίσκουμε την ισπανική ομάδα Out Of the Blue, με το Call of the Sea να αποτελεί την παρθενική της κυκλοφορία, ενώ στο publishing αρωγός είναι η Raw Fury. Το παιχνίδι το παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της Norah, μιας νεαρής γυναίκας με μια άγνωστη, εκφυλιστική ασθένεια που ταξιδεύει στον Νότιο Ειρηνικό, ύστερα από την λήψη ενός μυστηριώδους γράμματος με άγνωστο αποστολέα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εντοπίσει τα χαμένα ίχνη του συζύγου της, με τον τελευταίο να αγνοείται, έχοντας οργανώσει μια ερευνητική εκστρατεία με σκοπό την εύρεση θεραπείας για τη σύζυγό του.

Η αναζήτηση της, την οδηγεί σε ένα μυστηριώδες νησί, το οποίο οι ντόπιοι φοβούνται να πλησιάσουν λόγω των μύθων που το πλαισιώνουν και στο οποίο καλείται να βρει τον δρόμο της μέσα από γρίφους και προκλήσεις που θα συναντήσει στην προσπάθειά της να επανενωθεί με τον σύζυγό της και να βρει θεραπεία για την ασθένειά της. Από την πρώτη στιγμή, όμως, που θα πατήσει το πόδι της στο νησί η Norah, θα νιώσει μια ανεξήγητη οικειότητα και έλξη προς αυτό.

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον, κατά γενική ομολογία, setting, το οποίο θυμίζει έντονα θεματολογία βγαλμένη από το αλφαβητάρι του μεγάλου διδασκάλου της horror λογοτεχνίας H.P Lovecraft. Παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι ποτέ δεν παραδέχεται ανοιχτά τη σύνδεση του με την “Lovecraft-ιανή” μυθολογία, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε σεναριακή σύνδεση που θα το έμπλεκε σε προβλήματα συνοχής με το δαιδαλώδες σύμπαν του Αμερικάνου λογοτέχνη, εισάγει αρκετές φορές έμμεσες και άμεσες αναφορές σε αυτό, από το βασικό storyline μέχρι διάσπαρτα easter eggs-φόρους τιμής στην κληρονομιά του.

Γενικότερα, σε ό,τι αφορά στο σενάριο, ο τίτλος εκτυλίσσεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ξεκινάει, δηλαδή κοινότυπα και χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις, κρατώντας ένα σχετικό ενδιαφέρον, απαραίτητο στη διατήρηση της προσοχής του παίκτη για την επίλυση των γρίφων, που πολλές φορές σχετίζονται άμεσα με τα τεκταινόμενα του κόσμου. Ωστόσο, δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει, ειδικά κάποιον μη σχετικό με τον Lovecraft, με ελάχιστες διακυμάνσεις στη ροή του και με μια ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια που θα χαρακτηριζόταν στην καλύτερη περίπτωση ως άχρωμη.

Ο λόγος που συγκεκριμένα αναφερθήκαμε σε “ερμηνεία” και όχι “ερμηνείες” είναι η σχεδιαστική επιλογή της ομάδας το Call of the Sea να αποτελεί στην κυριολεξία μια μοναχική εμπειρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τίτλου δεν θα περάσει μπροστά από την οθόνη ούτε ένα ακόμα φυσικό πρόσωπο, με μόνη παρέα της Norah να είναι τα διάσπαρτα σημειώματα και ηχητικά logs που συλλέγει στο διάβα της. Η απόλυτη μοναξιά της πρωταγωνίστριας μέσα στο ανεξερεύνητο τροπικό νησί είναι μια γενναία απόφαση, πιστή στο adventure κλίμα που εξ αρχής στόχευσε η εταιρεία, και εν τέλει αποδίδει, χωρίς να αποξενώνει τον παίκτη και να του δημιουργεί κάποια έλλειψη.

Απόδειξη αυτού είναι ότι ο τίτλος διατηρεί το κλίμα και τον χαρακτήρα του, παραμένοντας πιστός στις adventure/ mystery προθέσεις του, χωρίς να εμπίπτει σε horror/ walking simulator σειρήνες. Παρά την απουσία οποιασδήποτε ανθρώπινης ύπαρξης και την αποτρεπτική έκταση ενός νησιού για εξερεύνηση από ένα μόνο άτομο, το Call of the Sea δεν καταφεύγει σε “γιαλαντζί” λύσεις, εισάγοντας horror και walking simulator στοιχεία όπως πολλά σημερινά παιχνίδια του είδους πράττουν.

Αντιθέτως, διατηρεί ακέραιο το ύφος του, χτίζοντας μάλιστα πάνω σε αυτό και μετατρέποντας την μοναχική ύπαρξη της Norah πάνω στο νησί σε αλληγορία για την εσωτερική περιήγησή της, καθιστώντας έτσι την μοναξιά της οργανικό και απαραίτητο στοιχείο της ροής του τίτλου. Αυξητικά των παραπάνω λειτουργεί και η πλήρης απουσία βίας -τουλάχιστον η απεικόνισή της- καθώς αναφορές συναντώνται αλλά μάλλον περισσότερο ως προς τον εμπλουτισμό του mystery στοιχείου παρά ως asset του παιχνιδιού.

Και κάπως έτσι εισερχόμαστε στο gameplay του τίτλου, δηλαδή τους γρίφους του. To παιχνίδι είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, με το καθένα απ’ αυτά να εκτυλίσσεται σε μια διαφορετική αυτόνομη περιοχή του νησιού. Για την εξέλιξη της ιστορίας ο παίκτης πρέπει να ταξιδέψει μέσα από τις περιοχές αυτές, λύνοντας μια σειρά γρίφων και puzzles. H λύση των γρίφων ακολουθεί τη φιλοσοφία κλασικών adventures, απαιτώντας από τον παίκτη σε πρώτο χρόνο να μελετήσει εξονυχιστικά τις περιοχές, καταγράφοντας στο σημειωματάριό του ίχνη και αξιοπερίεργα στοιχεία, ενώ μετέπειτα καλείται να συνδυάσει τα στοιχεία αυτά, ανακαλύπτοντας τη μηχανική που διέπει το σύστημα κάποιας πόρτας ή άλλης κατασκευής για να προχωρήσει. Παράλληλα, κρυμμένα μέσα σε κάθε περιοχή είναι και διάφορα άλλα trivia, σχετικά με την ιστορία του τίτλου.

Το level design των χώρων αυτών, αν και απλοϊκό και γραμμικό, είναι αξιοπρεπές, δομημένο σωστά, ώστε να μην κουράζει τον παίκτη και να του επιτρέπει να δώσει έμφαση στην εκτενή μελέτη και παρατήρηση το χώρου για στοιχεία που του έχουν ξεφύγει, χωρίς να τον αναγκάζει να διανύσει μεγάλες ανούσιες αποστάσεις. Αναφορικά με τους γρίφους, τώρα, είναι ικανοποιητικά δύσκολοι, με το επίπεδο πολυπλοκότητας τους να αυξάνει παραλλήλως της προόδου μέσα στο παιχνίδι και με την επίλυση τους να απαιτεί σε ισόποση αναλογία τόσο την παρατηρητικότητα για την εύρεση καλά κρυμμένων στοιχείων όσο και την παραγωγική σκέψη για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας κάποιου μηχανισμού ή την αποκρυπτογράφηση συμβόλων.

Ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις, προς το τέλος του τίτλου, τα πράγματα ζορίζουν πολύ και η εύρεση αυτού του τελευταίου στοιχείου που νιώθει ο παίκτης ότι του λείπει για την επίλυση του γρίφου γίνεται διαδικασία σχεδόν εθιστική. H διαδικασία είναι ευχάριστη στο σύνολο της, καθώς η αυξανόμενη δυσκολία έχει εισαχθεί ομαλά, αποφεύγοντας τους ξαφνικούς τοίχους δυσκολίας. Βασικότερο εργαλείο όλων είναι το σημειωματάριο, το οποίο παρουσιάζει συγκεντρωτικά τα ευρήματα της Norah, αν και σε σημεία υπερ-απλουστεύει τα πράγματα (π.χ αφήνοντας κενά σε σημεία των σελίδων και καθιστώντας προφανές ότι λείπει κάποιο στοιχείο ακόμα για την επίλυση ενός γρίφου).

Οπτικά το Call of the Sea, όπως αναμενόταν, επικεντρώνει την αισθητική των περιβαλλόντων του σε τροπικά τοπία ενώ, βάσει θεματολογίας, έντονη παρουσία έχει και το λαβκραφτιανό στοιχείο (πέτρινα κυκλώπεια τείχη, περίτεχνα παράξενης γεωμετρίας κτίσματα κλπ). Ωστόσο, στην προσπάθεια της Out of the Blue να χωρέσει όση περισσότερη ποικιλία γίνεται στη μικρή διάρκεια του τίτλου (περίπου 6 ώρες), από την οθόνη δεν θα περάσουν μόνο ηλιόλουστες και λουλουδάτες παραλίες, αλλά διαφόρων ειδών σκηνικά, από κρυμμένες ανεμοδαρμένες βουνοπλαγιές μέχρι υπόγεια υδάτινα περάσματα. Δυστυχώς, η λογική του “λίγο απ΄ όλα” είναι έκδηλη και δεν έχει ενσωματωθεί οργανικά στον τίτλο.

Τεχνικά, αν και το παιχνίδι δοκιμάστηκε σε απλό Xbox One, η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα είναι αρκετά “επίπεδα”. Tα textures είναι κάπως χοντροκομμένα, οι φωτισμοί κάπως υπερβολικοί και η αντιμετώπιση της ποιότητας των γραφικών σαν σχεδιαστική επιλογή για να προσδώσει ρετρό άρωμα 1930 μοιάζει περισσότερο με συμβιβασμό βάσει των δυνατοτήτων της εταιρείας. Στα αρνητικά χρεώνεται και ενα ελαφρύ motion sickness μέχρι τη μέση του παιχνιδιού λόγω ενός ανεξήγητου blurring στα πλάγια της οθόνης όταν η Norah γυρνάει απότομα το κεφάλι της.

Παράλληλα, στα ίδια μήκη κύματος κυμαίνεται και η ηχητική επένδυση του τίτλου, με μουσικά θέματα ευχάριστα και ταιριαστά στις περιστάσεις αλλά αδύναμα στο να προσδώσουν το έξτρα “τσίμπημα” στα συναισθήματα που προκαλούνται. Τέλος, σε μια τόσο μοναχική εμπειρία όπως αυτή που προσφέρει το Call of the Sea, θα περίμενε κανείς λίγη περισσότερη ποιότητα στο voice-acting της Norah, το οποίο κινείται στα επίπεδα του τυπικού μέχρι και του παράξενου (όταν σε στιγμές έντασης και αβεβαιότητας ο τόνος και η ένταση της φωνής της παραμένουν στα ίδια σταθερά επίπεδα, χωρίς καμία διακύμανση).

Και κάπως έτσι μπορούμε να συμπτύξουμε και την όλη εμπειρία του Call of the Sea τελικά σε μια λέξη: “τυπικό”. Ένα τίμιο παιχνίδι, που δεν κάνει σε καμία περίπτωση κάτι ελλιπώς ή λάθος, ενώ συνάμα έχει και μια όμορφη ιστορία αγάπης και εσωτερικής (και εξωτερικής) εξερεύνησης, αλλά παράλληλα και ένα παιχνίδι που αδυνατεί να ξεφύγει από τα τετριμμένα και, με εξαίρεση ορισμένες στιγμές, αποτυγχάνει να δώσει το κάτι παραπάνω σε gameplay και ιστορία, τους δύο τομείς δηλαδή που θέλει να πλασάρει ως selling points.

Αναμφίβολα, όμως, μαζί με το θετικό και ελπιδοφόρο πρόσημο που αφήνει η κυκλοφορία του (όπως αναφέρθηκε στον πρόλογο), θετικό είναι και το πρώτο δείγμα της ομάδας από τη Μαδρίτη, η οποία με εμπειρία και δουλειά είναι ικανή για μεγαλύτερα και καλύτερα πράγματα.

Το Call of the Sea κυκλοφορεί από τις 8/12/20 για PC, Xbox One και Xbox Series και είναι διαθέσιμο στο Game Pass. Το review μας βασίστηκε στην έκδοση για το Xbox One.

The post Call of the Sea – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα