Salt & Sacrifice | Review

Στη μακρά λίστα των δισδιάστατων side-scrolling τίτλων που κρατάνε εδώ και πολλά χρόνια ζωντανή μια από τις πλέον χαρακτηριστικές εκφράσεις του μέσου, έχει έρθει να προστεθεί η σχετικά φρέσκια πρόταση των Soulslike, της υπο-κατηγορίας των τίτλων εκείνων που τους κανόνες έθεσαν και όρισαν οι τίτλοι της FromSoftware. Με το platforming και το σύστημα μάχης πυλώνες, δάνεια από metroidvania για τον δαιδαλώδη σχεδιασμό των επιπέδων του χάρτη, και RPG μηχανισμούς ενδυνάμωσης και αφήγησης -όπως η πληθώρα αντικειμένων για διαφορετική πρόοδο και οι αποστολές

από NPCs- παιχνίδια όπως το Salt & Sanctuary, Vigil: The Longest Night και Blasphemous διανύουν τη δική τους πορεία στην indie σκηνή, με κοινά χαρακτηριστικά το πανταχού παρόντα κίνδυνο και τη βαριά, σκοτεινή ατμόσφαιρα.

Το Salt & Sacrifice της Ska Studios (δηλαδή του James Silva και του φίλου του), έρχεται ως δεύτερη απόπειρα μετά το υπέροχο Salt & Sanctuary του 2016, ενός τίτλου που ήταν ό,τι πιο κοντινό σε Dark Souls στις δύο διαστάσεις. Αντί για Salt & Sanctuary 2, καθόλου τυχαία, ο Silva επιλέγει διαφορετική ονομασία για το sequel, ένα sequel που κρατά αναλλοίωτα όσα έθεσε ως δεδομένα σε μηχανισμούς ο πρώτος τίτλος, παρουσιάζοντας μια ανανεωμένη gameplay λούπα σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του και να εξελιχθεί.

Στο Salt & Sacrifice έχουμε το ρόλο ενός Ιεροεξεταστή που κυνηγά Μάγους σε ένα φανταστικό βασίλειο, όπου οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια δεν θα αναφερθεί διότι ο γράφων δεν έδωσε και πολύ σημασία, οπότε ας ερμηνευτεί ως αποφυγή spoilers. Σε κάθε περίπτωση, η μυθοπλασία βρίσκεται στις γνωστές περιγραφές αντικειμένων, στο τεράστιο skill tree ως παράγραφος σε κάθε skill ξεχωριστά και, βεβαίως, στους διαλόγους με τους χαρακτήρες.

Οι διάφορες επιλογές που καλούμαστε να λάβουμε σε κάποιες περιπτώσεις δείχνουν να έχουν αντίκτυπο στο φινάλε του παιχνιδιού, γεγονός που με ένα μόνο playthrough δε γίνεται αρκετά ξεκάθαρο. Γρήγορα γίνεται πάντως αντιληπτό ότι η αρχική εικόνα δεν είναι αυτή που φαίνεται, με ένα καλά κρυμμένο μυστικό να έρχεται πολύ ταιριαστά στον ρου της πλοκής, κάτι που ο τίτλος δε χρειαζόταν απαραίτητα, δίνει όμως ένα παραπάνω ενδιαφέρον στο Κυνήγι -επομένως το δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα.

Η ιδέα πίσω από το κυνήγι των Μάγων είναι πανταχού παρούσα καθόλη τη διάρκεια του τίτλου, διάρκεια που μπορεί να ξεπεράσει τις είκοσι ώρες εάν θελήσουμε να εμπλακούμε σε πειραματισμούς ή να ανακαλύψουμε όλα τα μυστικά. Χωρίς να έχει σχέση με όσα έλαβαν χώρα στον πρώτο τίτλο ή να τίθεται ως προαπαιτούμενο για την ενασχόληση με το sequel, το Salt & Sacrifice λαμβάνει δάνεια από τη σειρά Monster Hunter, διαφοροποιώντας το ύφος του συγκρινόμενο με τον προκάτοχό του. Με σχεδόν είκοσι περίπου διαφορετικά μοντέλα, κάθε Μάγος έρχεται με τη δική του elemental δύναμη, που μπορεί να είναι fire, ice, earth, poison κ.λπ., το δικό του ρεπερτόριο κινήσεων και animations και τα δικά του minions.

Άπαξ και ξεκινήσουμε το Κυνήγι ενός Μάγου, αμέσως εμφανίζονται τα ίχνη του ως μαύρος καπνός που χρειάζεται να ακολουθήσουμε για να τον εντοπίσουμε. Στη διαδρομή εμφανίζονται δικά του minions, που πλακώνονται με τα ήδη υπάρχοντα της κάθε περιοχής, και που εάν εξοντωθούν υπάρχει πιθανότητα να αφήσουν πρώτες ύλες ως λάφυρα. Ύστερα από 3-4 συναντήσεις μαζί του, και αφού έχει δεχτεί κάποια χτυπήματα, η αρένα κλειδώνει και ερχόμαστε αντιμέτωποι εν είδη boss fight με το Μάγο που κυνηγούσαμε.

Τα λάφυρα στην εξόντωση ενός Μάγου είναι πολλά περισσότερα και πιο σπάνια από εκείνα που ρίχνουν τα minions, γεγονός που μας επιτρέπει να φτιάξουμε καλύτερο εξοπλισμό πίσω στον blacksmith. Ένας Μάγος φωτιάς θα αφήνει μόνο πρώτες ύλες που αντιστοιχούν στο element της φωτιάς, που με τη σειρά τους μας επιτρέπουν να φτιάξουμε αντίστοιχα όπλα, το σετ πανοπλίας και accessories όπως δαχτυλίδια και talismans. Προφανώς, ποτέ ένα Κυνήγι δεν είναι αρκετό για να οπλίσουμε πλήρως το χαρακτήρα μας, πόσο δε μάλλον όταν γρήγορα αρχίζουν να μπαίνουν διαφορετικών elements Μάγοι στο παιχνίδι και ο διαθέσιμος προς crafting εξοπλισμός μας θέτει πολλαπλά διλλήματα.

Οι Μάγοι μιας περιοχής, αφού εξοντωθούν, μπορεί να εμφανιστούν ως περιπλανώμενα boss fights, οδηγώντας το παιχνίδι σε κλιμακούμενα σκηνικά, όπου εκεί που κυνηγάμε έναν Μάγο αυτός να πέφτει επάνω σε έναν περιπλανώμενο και να αρχίζουν μεταξύ τους τα μουτζουφλίδια. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που το περισσότερο καθαρό και φωτεινό εικαστικό του παιχνιδιού μπορεί ενδεχομένως να εγείρει συζήτηση, καθώς δεν είναι τόσο βλοσυρό όσο του πρώτου, βοηθά όμως τον παίκτη να λαμβάνει ξεκάθαρη πληροφορία ακόμα κι όταν τα spells των Μάγων πέφτουν βροχή.

Η λούπα του Κυνηγιού λαμβάνει χώρα σε πέντε ξεχωριστές περιοχές που γίνονται σταδιακά διαθέσιμες, με αφετηρία το hub του παιχνιδιού. Στον μικρό καταυλισμό βρίσκονται όλοι οι σημαντικοί χαρακτήρες, λειτουργίες για αναβαθμίσεις και leveling-up, καθώς και η Πύλη που μας μεταφέρει σε κάποια διαθέσιμη περιοχή. Μπορεί πλέον ο κόσμος να μην είναι ένας ενιαίος χάρτης, όμως κάθε περιοχή ξεχωριστά έχει το δικό της δαιδαλώδη σχεδιασμό, με πληθώρα προς εύρεση μυστικών όπως κρυμμένους χαρακτήρες, προαιρετικά boss fights, και καλά φυλαγμένα σεντούκια.

Πέρα από τους Μάγους, κάθε περιοχή έχει τα δικά της boss fights, που στέκονται εμπόδιο στη πρόοδό μας και θέτουν δυνατές προκλήσεις. Η αντιμετώπισή τους βασίζεται σε πολύ γνώριμα για το είδος στοιχεία, με την καλή κατανόηση του τρόπου παιχνιδιού της κλάσης μας και το διάβασμα των κινήσεων του εχθρού να είναι τα κυρίαρχα.

Επιπλέον εμπόδια βρίσκονται με τη μορφή απροσπέλαστων σημείων κατά την εξερεύνηση του χάρτη. Διάσπαρτες κλειδωμένες πόρτες, στα πιο απίθανα σημεία, θέτουν ως ζητούμενο την εξόντωση συγκεκριμένου αριθμού Μάγων εντός της περιοχής που βρίσκονται για να ανοίξουν. Επιπλέον, κάθε περιοχή ανταμείβει με ένα μοναδικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον metroidvania σχεδιασμό των επιπέδων, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο την εξερεύνηση. Το πρώτο -και πιο χαρακτηριστικό- που βρίσκουμε είναι το Grappling Hook, όπου από πολύ νωρίς αυξάνει κατακόρυφα τις επιλογές πλεύσης μας.

Σε ένα τέτοιο μοτίβο εξερεύνησης, όπου η επίσκεψη ξανά και ξανά σε μια περιοχή είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού, η απουσία κάποιου είδους χαρτογράφησης των περιοχών πλήττει το παιχνίδι. Ακόμα και ύστερα από αρκετές επαναλήψεις είναι αρκετά δύσκολο να θυμάσαι που βρισκόταν η τάδε πόρτα στη πρώτη περιοχή ή που είχες βρει κάποια απροσπέλαστα σημεία έχοντας μόλις πάρει ένα νέο μοναδικό αντικείμενο. Για εκείνους που θέλουν να ψάξουν λίγο παραπάνω τον κόσμο του παιχνιδιού, το back tracking θεωρείται δεδομένο, πόσο δε μάλιστα όταν η μεταφορά από το hub προς κάποια περιοχή μάς ξεκινά πάντα από την αρχή της, ανεξάρτητα από το πόσα checkpoints/ bonfires έχουμε ενεργοποιήσει.

Το καθαρότερο εικαστικό, η hub δομή και το Κυνήγι των Μάγων του Salt & Sacrifice φέρνει στο προσκήνιο δυναμικά το multiplayer στοιχείο, δίνοντας περισσότερη βάση σε αυτό το χαρακτηριστικό σε σχέση με τον προκάτοχό του. Local ή online co-op, χαρακτήρες που ανήκουν σε factions με λειτουργίες σαν τις covenants του Dark Souls, invaders και ολόκληρη υπο-περιοχή στα έγκατα του hub για τους outlaw ιεροεξεταστές, ο τίτλος φέρνει σχεδόν αυτούσια δάνεια από την πηγή έμπνευσής του. Μαζί φέρνει και τις όποιες παθογένειες ή σχετικά ξεπερασμένους μηχανισμούς όταν το ίδιο το είδος προσπαθεί να απλοποιήσει τις συνθήκες για συνεργατικό παιχνίδι σε online περιβάλλον.

Δυστυχώς το online δεν ήταν διαθέσιμο στη review περίοδο έτσι δεν έγινε εφικτό να παίξουμε με το πλούσιο υλικό που διαθέτει εδώ ο τίτλος. Το γεγονός ότι μπορεί να παιχτεί μέχρι το τερματισμό χωρίς ποτέ να χρειάζεται να εντρυφήσουμε σε περισσότερα του απαραίτητου για τη πρόοδο Κυνήγια, ή χωρίς ποτέ η εξερεύνηση για προαιρετικές περιοχές και ανακαλύψεις να θεωρείται εξαναγκαστική για τερματισμό, δεν παύει να χάνεται μεγάλο μέρος της λογικής επάνω στην οποία είναι στημένος ο τίτλος.

Η ευθεία γραμμή προς το φινάλε είναι προσβάσιμη και επιτυγχάνεται σχετικά γρήγορα, θεωρούμε όμως ότι όλη η ουσία του τίτλου κλίνει περισσότερο προς το Monster Hunter του πράγματος: Να μπεις με ένα φίλο, να κυνηγάτε Μάγους, να γυρνάτε στο hub για αναβαθμίσεις και να ανακαλύπτετε σταδιακά μεγαλύτερες προκλήσεις. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά του sequel σε σχέση με το Salt & Sanctuary. Οι πολλές και συχνές boss αναμετρήσεις τείνουν να κουράζουν σε βάθος χρόνου και το back tracking σε έναν τίτλο με έλλειψη χάρτη, είναι ικανό να καταβάλει εκείνον που θέλει να ψάξει λίγο παραπάνω το περιεχόμενο, χαρακτηριστικά που σε συνθήκες συνεργατικού παιχνιδιού κάθονται περισσότερο αναπαυτικά.

Τα animations του χαρακτήρα μας συνεχίζουν να έχουν μια περίεργη, κοφτή κίνηση που θέλει λίγη τριβή για εκμάθηση των ιδιοτροπιών της ενώ, εάν είναι να γκρινιάξουμε για κάτι άλλο, αυτό θα ήταν οι stun lock επιθέσεις σε απανωτά χτυπήματα με πολλαπλούς εχθρούς, όπου το παράθυρο ανάρρωσης για αποφυγή δύσκολα συγχωρεί.

Παρά τα όποια αγκάθια της διαδρομής, εν τέλει το πάντρεμα Soulslike με Monster Hunter που επιχειρείται εδώ το βρήκαμε αρκετά επιτυχημένο. Υπάρχει πρόκληση, χωρίς ποτέ να είναι ιδιαίτερα δύσκολο στο σύνολό του, εκτός ίσως από τις συνεχόμενες αναμετρήσεις προς το φινάλε. Το κυνήγι ενός Μάγου είναι μια διαδικασία που δύσκολα κουράζει ασχέτως εάν επαναλαμβάνεται. Μεγάλο ρόλο παίζει σε τι περιβάλλον λαμβάνει χώρα το κυνήγι, με τον τυχαίο αυτό παράγοντα να δημιουργεί ωραίες και απρόβλεπτες δυναμικές. Εν μέρη, η έλλειψη co-op σε αυτή τη φάση αφήνει την αίσθηση ότι κάτι λείπει, μιας και η grind λογική, έστω και σε αυτή την ελαφρά μορφή, δείχνει να το αποζητά.

Αν μη τι άλλο πάντως, ο James Silva της Ska Studios καταφέρνει να προσφέρει ένα πολύ υψηλού επιπέδου σύνολο, έναν indie τίτλο πλούσιο σε μηχανισμούς και περιεχόμενο, με ένα σχεδιασμό που δείχνει βαθειά κατανόηση στο ύφος του πρωτόλειου υλικού.

Πατά γερά επάνω στις βάσεις του Salt & Sanctuary και με τα επιπλέον δάνεια από Monster Hunter, παρουσιάζει μια γνώριμη και συνάμα φρέσκια πρόταση. Οι φίλοι του πρώτου τίτλου ενδεχομένως να απορήσουν στην αρχή, όμως με λίγη καλή θέληση και ανοιχτό μυαλό, το Salt & Sacrifice θα τους ανταμείψει.

Το Salt & Sacrifice κυκλοφορεί από τις 10/5/22 για PS4, PS5 και PC. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από τη Ska Studios.

The post Salt & Sacrifice | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα