Hellboy Web of Wyrd review

Σε μια εποχή όπου τα παιχνίδια με ήρωες της Marvel και της DC κυμαίνονται σε κορυφαίο επίπεδο ποιότητας, καθίσταται σαφές πως ένα παιχνίδι με ήρωα οποιουδήποτε άλλου «γονέα» οφείλει να υπερβάλλει εαυτόν για να να ξεχωρίσει. Μια τέτοια περίπτωση είναι το Hellboy: Web of Wyrd, ένα roguelike brawler που αποπειράται να επαναφέρει στο προσκήνιο τον συμπαθή και πνευματώδη, μυώδη δαίμονα Hellboy. Δυστυχώς, αποτυγχάνει πλήρως.

Η περιπέτεια ξεκινάει χωρίς πολλά-πολλά (όπως είθισται στα παιχνίδια

του εν λόγω είδους). Πρωταρχικό σας μέλημα είναι η διάσωση του πράκτορα Lucky, ο οποίος βρίσκεται παγιδευμένος στο Wyrd, μια παράλληλη διάσταση για την οποία μαθαίνετε περισσότερα όσο προχωράτε στο παιχνίδι. Το Wyrd αποτελεί, στην ουσία, έναν κόσμο όπου κατοικοεδρεύουν διαφόρων ειδών εχθρικά, φανταστικά πλάσματα. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του τίτλου, πρόκειται για έναν «ιστό» με πολλές υπο-διαστάσεις να τον συνθέτουν. Η σύνδεση μεταξύ του πραγματικού κόσμου και του Wyrd γίνεται μέσω των spikes, ρήγματα που διαταράσσουν την φυσική αρμονία των πραγμάτων. Αυτά εμφανίζονται τυχαία σε διάφορα σημεία του πλανήτη και δημιουργούν ουσιαστικά «αντανακλάσεις» του εκάστοτε τόπου. Επισκέπτεστε τέσσερις εξ αυτών: Ιταλία, Σκωτία, Ρωσία και Νέα Υόρκη. Κάθε τοποθεσία έχει τα δικά της μυστικά διάσπαρτα, τα οποία μπορείτε να συλλέξετε υπό τη μορφή collectibles και, κατόπιν, να αναλύσετε πίσω στη βάση σας με τα υπόλοιπα μέλη της B.P.R.D (Bureau for Paranormal Research and Defense). Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η ιστορία δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ οι όποιες συζητήσεις με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι επίσης αδιάφορες. Η διάρκεια της βασικής ιστορίας κρίνεται ικανοποιητική (γύρω στις δέκα ώρες). Ωστόσο, καθώς μιλάμε για roguelike παιχνίδι, πρέπει να εξετάσουμε και το endgame περιεχόμενό του, στο οποίο δυστυχώς είναι δύσκολο (έως απίθανο) να βρείτε νόημα για να συνεχίσετε.

Ο τομέας του gameplay πάσχει ακόμα περισσότερο. Το παιχνίδι προσπαθεί να συνδυάσει δύο είδη -roguelike και brawler- τα οποία, σε συνδυασμό και με τον απόλυτα ταιριαστό για το είδος ήρωα, στη θεωρία θα μπορούσαν να «παντρευτούν» ιδανικά. Στην πράξη όμως, καταλήγει να πιάνει μετά βίας τη βάση και στις δύο κατηγορίες. Η ειδοποιός διαφορά με άλλους τίτλους του είδους (Hades, Returnal) είναι πως δεν υπάρχει ένας κόσμος όπου καλείστε να φτάσετε «με μιαν ανάσα» από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά τέσσερις, εκ των οποίων διαλέγετε ανά πάσα στιγμή όποιον θέλετε (ξεκλειδώνονται, ωστόσο, με τη σειρά). Αυτό, αφαιρεί ουσιαστικά το όλο νόημα του «πάμε για ένα ακόμη run» και προσδίδει μια μάλλον μπερδεμένη ταυτότητα, καθώς δεν υπάρχει η απαραίτητη αμεσότητα που οι θιασώτες του είδους προσδοκούν. Επιπλέον, είστε απολύτως ελεύθερος να πηγαίνετε μπρος-πίσω στην κάθε τοποθεσία, να αλωνίζετε δηλαδή εντός της ούτως ώστε να δείτε τί κρύβεται πίσω από τη πόρτα που απορρίψατε προηγουμένως κτλ. Σα να μην έφτανε αυτό, μπορείτε αν θέλετε και απλά να πάτε τρέχοντας μέχρι την τελική πόρτα του boss, αποφεύγοντας τη μάχη του κάθε «δωματίου». Κάτι που θα μπορούσε να παρουσιάζει ψήγματα λογικής μόνο υπό τον όρο της ανυπέρβλητης δυσκολίας αντιμετώπισης του boss, εφόσον απλά πήγατε τρέχοντας μέχρι αυτό και άρα δεν αναβαθμιστήκατε καθόλου στη πορεία. Η πραγματικότητα, ωστόσο, απέχει παρασάγγας, καθώς το παιχνίδι είναι (κατά τα δύο τρίτα της διάρκειάς του τουλάχιστον) το πιο εύκολο roguelike που έχετε παίξει. Προσωπικά, τα τρία από τα τέσσερα πρώτα boss τα νίκησα χωρίς να χάσω καθόλου.

Οι αναβαθμίσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις μόνιμες μέσω αγορών από το κεντρικό hub και τις προσωρινές στο κάθε run. Οι πρώτες, αφορούν οπλισμό, charms ή ακόμη και βελτίωση της συνολικής σας υγείας και toughness. Τα όπλα είναι τρία στον αριθμό -πιστόλι, καραμπίνα και ρουκετοβόλο- αλλά έχουν δευτερεύουσα σημασία, καθώς τα χρησιμοποιείτε πρωτίστως για να κάνετε stun κάποιον εχθρό. Τα charms μπορείτε να τα ενεργοποιήσετε με το πάτημα ενός κουμπιού και δίνουν στον Hellboy ένα βραχύβιο πλεονέκτημα στη μάχη όπως απώθηση εχθρών ή ασπίδα. Φυσικά, δεν μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε αδιάκοπα, καθώς υπάρχει το ανάλογο cooldown μετά τη χρήση. Τέλος, το toughness αφορά ουσιαστικά κάτι σαν την πρώτη «στρώση» της συνολικής σας ζωής, καθώς όταν εξαντληθεί τότε βλέπετε τη ζωή σας μετά να μειώνεται δραματικά σε κάθε χτύπημα. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τους εχθρούς σας. Πέρα από την αρχική του αγορά, το εκάστοτε όπλο ή charm μπορεί κατόπιν να αναβαθμιστεί, οι “τιμές” ωστόσο είναι περιέργως υψηλές.

Όσον αφορά τις προσωρινές αναβαθμίσεις (τα boons δηλαδή, για να ομιλούμε την γλώσσα των roguelike) που συναντάτε σε κάθε run, αυτές δυστυχώς απογοητεύουν οικτρά. Η δυνατότητα, φυσικά, να μπορείτε να «σπιντάρετε» μέχρι το εκάστοτε boss αναιρεί εν γένει την έννοια των boons, αλλά ακόμα και αν θελήσετε να ασχοληθείτε με αυτά συνειδητοποιείτε πολύ σύντομα πως η ύπαρξή τους δεν έχει νόημα. Ουσιαστικά πρόκειται για αναβαθμίσεις των melee/range επιθέσεων, των charms και δυο-τριών ακόμη στοιχείων όπως η πιθανότητα οι ηττημένοι εχθροί να αφήνουν περισσότερα νομίσματα ή ζωή. Οι δε οντότητες, οι οποίες είναι εκεί για να σας βοηθούν είναι τέσσερις στο σύνολο. Για να κατανοήσετε περισσότερο τη θλίψη που προκαλεί όλο αυτό, σκεφτείτε πως το Hades έχει δέκα θεούς, με τον καθένα τους να προσφέρει δεκαπέντε boons. 150 στο σύνολο (τουλάχιστον)...

Αν, τώρα, δούμε το παιχνίδι από την οπτική του brawler, τότε τα πράγματα ίσως είναι ελαφρώς καλύτερα. Ως Hellboy, έχετε light/heavy επιθέσεις, parry, dodge και τις προαναφερθείσες δυνατότητες του όπλου και των charms. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που αισθάνεστε τις μάχες ικανοποιητικά «στιβαρές», ενώ ορισμένα finishers κατά τα οποία εκτοξεύετε τον εκάστοτε εχθρό στην απέναντι κολώνα που σπάει είναι ομολογουμένως εντυπωσιακά. Αυτά όμως δεν μοιάζουν ικανά να αντισταθμίσουν την τρομερά προβληματική κάμερα, το περίεργο key mapping (το οποίο δεν μπορείτε να πειράξετε) και τα αδιανόητα δύσκολα parry/dodge που αποτυγχάνουν ακόμα και όταν το timing σας είναι άψογο. Όταν κατορθώνετε κάποιο dodge, τότε πραγματοποιείται ένα στιγμιαίο slow motion που σας επιτρέπει να επιτεθείτε βιαίως στον εχθρό, ενώ το επιτυχημένο parry τον καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτο στο σιδηρούν χέρι του Hellboy. Ο χειρισμός είναι, εν ολίγοις, αρκετά δύστροπος και σίγουρα κουράζει μετά από λίγο. Τέλος, ένα από τα μεγαλύτερα θέματα του παιχνιδιού, αφορά την ακραία διακύμανση της δυσκολίας. Όπως προαναφέρθηκε, το παιχνίδι κατά τα δύο τρίτα του είναι ανησυχητικά εύκολο. Ωστόσο, όταν «καθαρίσετε» τις τέσσερις αυτές τοποθεσίες του παιχνιδιού, μια αναπάντεχη εξέλιξη σας αναγκάζει να συνεχίσετε την περιπέτειά σας. Αυτό δημιουργεί μια ακραία παραφωνία. Καλείστε, λοιπόν, να κάνετε ξανά το κάθε επίπεδο, νικώντας για ακόμη μια φορά το αντίστοιχο boss του, ούτως ώστε μετά να προχωρήσετε στο τρίτο (και νέο) μέρος του εκάστοτε επιπέδου, το οποίο γίνεται αρκετά πιο δύσκολο και ψυχοβγαλτικά μακροσκελές.

Όσον αφορά τους εχθρούς, αυτοί διαφέρουν από τοποθεσία σε τοποθεσία, όμως είναι τόσο άοσμοι, άχρωμοι και άγευστοι, που μάλλον δεν θα μπείτε καν στη διαδικασία να τους παρατηρήσετε. Η λογική έχει ως εξής: κάθε «δωμάτιο» απαρτίζεται από δύο, τρεις, τέσσερις (ανάλογα) βασικούς εχθρούς, με τον καθένα τους να «σέρνει» από πίσω του και άλλους τόσους goons, πλασματάκια δηλαδή που υπάρχουν μόνο για να ενοχλούν και τίποτα άλλο. Στόχος σας είναι μόνο οι βασικοί εχθροί, οι οποίοι όταν ηττώνται παίρνουν μαζί τους και τους υπασπιστές τους. Τα δε boss fights, κινούνται στα ίδια, ρηχά και θολά νερά, καθώς στερούνται φαντασίας σε κάθε τομέα (κινησιολογία, εμφάνιση, ερμηνεία). Σε γενικές γραμμές, το παιχνίδι, ελέω της αβάσταχτης έλλειψης φαντασίας που το διέπει, καταντάει σπαρακτικά επαναλαμβανόμενο πολύ γρήγορα.

Τα γραφικά είναι το πιο μεγάλο (και μοναδικό ίσως) ατού του παιχνιδιού. Το εικαστικό του είναι αυτούσια παρμένο από τα αγαπημένα κόμικ του Mike Mignola και αποδίδεται μοναδικά επί της οθόνης. Αρνητική εντύπωση όμως προκαλεί η δημιουργική επιλογή ο ήρωας να κινείται με χαμηλότερα fps, χάριν υποστήριξης της αισθητικής, εικάζω. Είναι κάτι που κουράζει αρκετά στο μάτι και σίγουρα δεν θα έπρεπε να υφίσταται. Τα σκηνικά στις τέσσερις τοποθεσίες είναι όμορφα και ιδιαίτερα εκ πρώτης όψεως, αν και λόγω και του όλου «πηγαινέλα» που συχνά κάνετε, καταλήγουν να μπερδεύουν αρκετά γρήγορα. Ο ηχητικός τομέας κινείται σε ρηχά νερά, με τα εφέ και την μουσική να κάνουν απλώς την δουλειά τους, δίχως να προσφέρουν το κάτι παραπάνω. Ο αγαπημένος ηθοποιός Lance Reddick, πιθανόν στην τελευταία του δουλειά στο χώρο του gaming, ενσαρκώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τον Hellboy, προσδίδοντάς του μια ιδιαίτερη υπόσταση (την οποία θα ήταν άτοπο και άδικο να συγκρίνουμε με αυτή του επίσης αγαπημένου Ron Perlman). Όσο για τους υπόλοιπους χαρακτήρες, οι ερμηνείες των ηθοποιών τους είναι τυπικές.

Το Hellboy: Web of Wyrd είναι ένα παιχνίδι «χαμένο στη μετάφραση». Μέτριο τόσο ως roguelike, όσο και ως brawler, δεν ανταποκρίνεται στις όποιες προσδοκίες είχαμε λόγω του ονόματός του. Σκεφτείτε να ασχοληθείτε μόνο εάν είστε σκληροπυρηνικός φαν του κερατοφόρου ημι-δαίμονα.

Πιστή απόδοση της αισθητικής των κόμικΟ Lance Reddick ως HellboyΟρισμένα ωραία εφέ μάχηςΙδιαίτερα σκηνικά......τα οποία ωστόσο μπερδεύουν αρκετά λόγω του όλου «πηγαινέλα»Κάκιστος χειρισμόςΕπαναλαμβανόμενοΠροβληματική κάμεραΑσυνάρτητη διακύμανση δυσκολίαςΑδιάφορη ιστορίαΑδιάφοροι εχθροί και bossΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 5.0

ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ:PS5, Xbox Series X/S, PS4, Xbox One, Switch, PCΑΝΑΠΤΥΞΗ:Upstream ArcadeΕΚΔΟΣΗ:Good Shepherd Entertainment

Game20.gr, το Άσυλο των gamers

Keywords
Τυχαία Θέματα