Χθες, Αθήνα, μέρα μεσημέρι

Ήρθε μια φίλη να με βρει κι είπα να την κεράσω ένα καφεδάκι. Μέχρι να μας σερβίρουν λέγαμε τα δικά μας και την συμβούλεψα να προσέχει τα πράγματά της και την τσάντα της.

Άντε  βρε μου λέει. Εδώ μπροστά στα μάτια μας ποιος θα τα πειράξει;

Εισαγόμενοι διαβόλοι και τριβόλοι της είπα και της ανέφερα μια ιστορία, πως πριν μήνες μου άρπαξαν απ’ το χέρι το κινητό μέρα μεσημέρι.

Με ένα συγκεκριμένο κόλπο.

Παριστάνοντας τους κωφάλαλους,  σου βάζουν ένα κομμάτι χαρτί κάτω απ’ τα μάτια

σου υποχρεώνοντάς σε να το διαβάσεις κι όταν το αποσύρουν από κάτω λάμπει η λάμα του μαχαιριού κι ενώ εσύ δεν θα πιστεύεις στα μάτια σου εκείνοι θα σου αρπάζουν ότι είναι πιο εύκολο, ακόμη και το κινητό απ’ το χέρι, την ώρα που μιλάς

Σε άλλη εκδοχή, πλησιάζουν τελείως αθόρυβα σαν να ξεπήδησαν απ’ το πουθενά και σχεδόν αφήνουν αυτό το βρομερό κομμάτι χαρτιού στο τραπεζάκι πάνω ακριβώς από τα πράγματά σου. Κι ενώ εσύ λες όχι, φύγε, δεν έχω εκείνοι συνεχίζοντας τις ικεσίες αποσύρουν το χαρτί μαζί με ότι είναι από κάτω, κινητό, πορτοφόλι, οτιδήποτε τέλος πάντων.

Πραγματικοί δεξιοτέχνες, δε λέω!

Και βεβαίως νεαρότατοι και εισαγόμενοι. Από την Ρουμανία…

Είδα στα μάτια της φίλης μου αυτό το κάτι  που έλεγε πως δεν με πιστεύει.

Συγχρόνως όμως άρχισε να φωνάζει το κινητό σου, το κινητό σου.

Από κεί και πέρα, έγινε ο κακός χαμός. Πραγματικά.

Ούτε και γω κατάλαβα πότε τον άρπαξα, πως τον άρπαξα. Φρύαξα όταν είδα το πρόσωπό του και είδα ότι ήταν ο ίδιος που με είχε κλέψει την πρώτη φορά.

Απλά τον είχα πιάσει απ’ την μπλούζα κι όσο κι αν τραβιόταν το χέρι μου δεν χαλάρωνε…

Στριφογύριζε σαν το φίδι, αλλά εκεί εγώ.

Πήγε να ξεφύγει, φώναξα βοηθείστε με, κλέφτης.

Ο πιο πανηλίθιος που περίμενε τον φρεντουτσίνο του (και  με “ν έντονο μπροστά από το “ντ” παρακαλώ) μου είπε, μα είστε σίγουρη κυρία μου πως είναι κλέφτης;

Πρόλαβα και του είπα ότι σε βλάκες δεν απαντώ.

Άλλοι δύο με βλέμμα βοδιού που βλέπουν το τρένο να περνάει, είπαν ότι δεν είδαν τίποτα.

Μαζεύτηκε, κόσμος, ήρθε κι ένας άλλος παθών και περιορίσαμε το μικρό τέρας που όλο έκλαιγε αλλά κι έβριζε συγχρόνως.

Ήθελα να τον λυπηθώ αλλά θυμόμουν τον εαυτό μου να κλαίει απελπισμένος κανα δύο μήνες πριν, μου ήρθαν στο νου  κανα δυο γέροι με τις συντάξεις του στις τσέπες τις δικές του και μια ηλικιωμένη κυρία καταχτυπημένη που δεν είχε λεφτά να γυρίσει σπίτι της τουλάχιστον  και δεν μπορούσα.

Θα πω πως το κράτος έκανε  την εμφάνισή του άμεσα, άσχετα  αν πρώτα πήγε σε …άλλη πόλη από ασυνεννοησία και μου τηλεφωνούσε να ρωτήσει που βρίσκομαι!!!

Ήρθε λοιπόν το κράτος , έδειξα τον κλέφτη και τους είπα πιάστε τον.

Με ρώτησαν αν θα κάνω μήνυση. Τι να την κάνω την μήνυση τους, να τον πιάσετε θέλω, τους απάντησα

Αααα, αν δεν κάνετε μήνυση δεν τον συλλαμβάνουμε!, μου λένε

Δηλαδή θα τον αφήσετε ελεύθερο;, ρώτησα.

Φυσικά μου λένε.

Θόλωσα, εκατό μηνύσεις θα κάνω λοιπόν. Όχι μόνο μία!

Να μην σας

Keywords
Τυχαία Θέματα