Ενέργεια και γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί μεγάλων «παιχτών» το σκηνικό της Μέσης Ανατολής

Άκαρπος έληξε, όπως εν πολλοίς αναμενόταν, και ο τελευταίος εννιάμηνος γύρος συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστίνων. Παρά τη γνωστή, πια, τα τελευταία χρόνια, «τελετουργία» της ανταλλαγής κατηγοριών μεταξύ των εμπλεκομένων για την αποτυχία. Ο εποικισμός των κατεχομένων παλαιστινιακών εδαφών, που έχει καταστήσει «σουρωτήρι» το έδαφος της Δυτικής Όχθης, επηρεάζει καθοριστικά τόσο τη συζήτηση για τελικά σύνορα ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους όσο και για το κατά πόσο βιώσιμο θα είναι αυτό. Μια σειρά από

άλλα πολύ σοβαρά θέματα, όπως είναι το καθεστώς της κατεχόμενης ανατολικής Ιερουσαλήμ αλλά και το μέλλον των προσφύγων, όπως και ο χαρακτήρας του όποιου παλαιστινιακού κράτους επίσης παραμένουν στον αέρα.

Η ισραηλινή πλευρά αρνείται κατηγορηματικά να συζητήσει το όποιο ενδεχόμενο αποχώρησης από την ανατολική Ιερουσαλήμ, στην οποία, όπως και στη Δ. Όχθη, επικρατεί εποικιστικός οργασμός. Αρνείται να συζητήσει το ο,τιδήποτε για τους πρόσφυγες (αφού αν αναγνωριστεί το δικαίωμά τους στην επιστροφή στοιχειοθετείται καταβολή αποζημίωσης για τις περιουσίες τους), ζητά το παλαιστινιακό κράτος να είναι αποστρατιωτικοποιημένο, και τα σύνορά του να ελέγχονται από τον ισραηλινό στρατό, μη αποδεχόμενη τις παλαιστινιακές εναλλακτικές προτάσεις για ανάπτυξη δυνάμεων του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ ή άλλων τρίτων μερών.

Γι αυτό η πορεία της διαπραγμάτευσης ήταν προδιαγεγραμμένη. Όπως αναμενόταν η ισραηλινή κυβέρνηση επέρριψε την ευθύνη στην παλαιστινιακή πλευρά κατηγορώντας την ότι δεν επέδειξε διάθεση διαλόγου, ότι υπέσκαψε σοβαρά τις συζητήσεις προχωρώντας στην κατάθεση αιτήσεων για είσοδο σε σειρά διεθνών οργανισμών και σωμάτων κατά τα πρότυπα της αναγνώρισής της ως «οντότητα» από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πριν από ενάμισι χρόνο, και ότι έδωσε τη χαριστική βολή με τη συμφωνία ενότητας ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες παλαιστινιακές οργανώσεις: την «Φατάχ», του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, και την ισλαμιστική «Χαμάς», που ελέγχει από το 2007 τη Λωρίδα της Γάζας.

Αυτό που δεν αναμενόταν τόσο είναι οι «χαμηλοί» τόνοι που τήρησε η Ουάσινγκτον απέναντι στη διπλωματική της αποτυχία. Αν και το Στέητ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε δυσφορία για τις παλαιστινιακές κινήσεις, ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωνε ότι «ίσως χρειάζεται διάλειμμα στο διάλογο» σημειώνοντας ότι καμία από τις δύο πλευρές «δεν φάνηκε να έχει την πολιτική θέληση να προχωρήσει σε πραγματική συμφωνία ειρήνης». Η αποστροφή αυτή απέχει από τη συνήθη τακτική των ΗΠΑ. Ούτε η ενδο-παλαιστινιακή επαναπροσέγγιση, όμως, ούτε η αμερικανική «ηπιότητα», ούτε η τόσο ανοιχτή απροθυμία του Ισραήλ να «συμπλεύσει» λίγο με την αμερικανική διαμεσολάβηση, δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται.

Εκατέρωθεν «μονόδρομος» για «Χαμάς» - «Φατάχ»

Εντός παλαιστινιακών εδαφών, η «Χαμάς» βρίσκεται σε δύσκολη θέση. «Έπαιξε» με την «αραβική άνοιξη», προκρίνοντας την πολιτική συγγένεια ως παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με το κόμμα του Ερντογάν, του Μούρσι στην Αίγυπτο και αργότερα των αντικαθεστωτικών στη Συρία, και έχασε. Στη Συρία από έχουσα προνομιακή θέση μετέτρεψε εαυτόν σε στόχο της οργής του συριακού στρατού και τους εκεί παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς σε πεδίο μάχης. Έχασε τη στήριξη αραβικών ηγεσιών, που δεν είδαν με καλό μάτι το «κύμα ανατροπών», όπως η Σ. Αραβία. Και απομακρύνθηκε από έναν πολύ στενό σύμμαχο: την Τεχεράνη που τη στήριζε απέναντι στο Ισραήλ παρά τη δογματική διαφορά (σουνιτική η «Χαμάς», σιίτες οι Ιρανοί). Η «Χαμάς» βρέθηκε πλήρως απομονωμένη στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς διεξόδους και υποστηρικτές. Η δημοτικότητά της καταποντίστηκε, η ροή χρημάτων διακόπηκε, τα καθημερινά προβλήματα πολλαπλασιάστηκαν. Η επανέναρξη συνομιλιών με την «Φατάχ» και η προώθηση της κυβέρνησης ενότητας είναι μια κάποια λύση. Η ηγεσία της «Χαμάς» πριν προχωρήσει στη συμφωνία με τη «Φατάχ» είχε τηλεφωνικές επαφές σχεδόν με όλες τις αραβικές ηγεσίες της περιοχής για να δείξει «καλή διαγωγή».

Και για τη «Φατάχ» η κυβέρνηση ενότητας αποτελεί «διέξοδο». Μπλεγμένη σε έναν κυκεώνα διαβουλεύσεων υπό αμερικανική πίεση (είχε ασκηθεί και εκβιασμός για διακοπή της ετήσιας αμερικανικής χρηματικής βοήθειας προς την Π. Αρχή, ο οποίος και επανήλθε τώρα), η ηγεσία της οργάνωσης του Γιάσερ Αραφάτ βρισκόταν σε αδιέξοδο. Προφανώς δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί τους ισραηλινούς όρους, προφανώς δεν θα μπορούσε ούτε να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι μόνη της απέναντι στις ΗΠΑ. Η δημοτικότητά της επίσης καταποντίζεται. Η ισχύς εν τη ενώσει λοιπόν.

Η οργή της Ουάσινγκτον

Για τις ΗΠΑ, η διαμεσολαβητική ενασχόληση με το Παλαιστινιακό παραμένει ένας δοκιμασμένος τρόπος να «δείχνουν καλό πρόσωπο» προς τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, που τους προσάπτει άκριτη στήριξη του Ισραήλ. Με το αίμα να ρέει ακόμη σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, η βελτίωση της εικόνας τους θα διευκόλυνε πολύ τους ευρύτερους σχεδιασμούς τους.

Αυτή τη φορά, όμως, η Ουάσινγκτον βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα δυσκολία: την ισραηλινή δυσφορία. Το Τελ Αβίβ δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις διαπραγματεύσεις της Δύσης με το Ιράν, ιδιαίτερα γιατί αν καταλήξουν σε συμφωνία, θα αναβαθμιστεί ο ρόλος της Τεχεράνης στην ευρύτερη, γεωστρατηγικά πολύτιμη, περιοχή και θα περιοριστεί ο δικός του. Εξέφρασε ανοιχτά δυσφορία και βρήκε και έναν ανέλπιστο «συμπαθών» στο πρόσωπο της Σ. Αραβίας. Εντούτοις, οι πιέσεις που άσκησε δεν απέδωσαν και η αμερικανική ηγεσία επέμεινε στην τακτική της προσέγγισης με το Ιράν, τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας.

Το Ιράν ήταν η πρώτη αφορμή που ανοιχτά ΗΠΑ – Ισραήλ παραδέχτηκαν ότι τα «συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται πάντα». Και μια δεύτερη ήρθε πολύ πρόσφατα: η Ουκρανία. Το Ισραήλ απέφυγε τις σκληρές καταδικαστικές εκφράσεις κατά της Μόσχας και προτίμησε να μην συμμετάσχει στη διαδικασία ψηφοφορίας για την καταδίκη της Μόσχας για την Κριμαία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Γιατί; Λόγω του μεγάλου αριθμού ρωσο-εβραίων στο Ισραήλ, της αντισημιτικής ναζιστικής πλευράς της νέας ουκρανικής ηγεσίας, της βελτίωσης της σχέσης της Ρωσίας με την νέα αιγυπτιακή ηγεσία υπό το στρατό (στα ευαίσθητα ισραηλινά σύνορα), του κοινού ισραηλινο-ρωσικού μετώπου απέναντι στον ισλαμιστικό εξτρεμισμό χωρίς εξαιρέσεις (όπως ενίοτε συμβαίνει με την αμερικανική εξωτερική πολιτική πχ η Συρία), των εκατοντάδων χιλιάδων Ρώσων τουριστών καθώς και σειράς συμφωνιών σε πολλούς τομείς. Η Ουάσινγκτον δεν έκρυψε τον εκνευρισμό της.

Μάλιστα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι φέρεται να προειδοποίησε το Ισραήλ ότι αν δεν δεχτεί τη λύση των δύο κρατών, θα εξελιχθεί σε «κράτος απαρτχάιντ». Μια ιδιαίτερα βαριά φράση που ουδέποτε οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει.

Ενεργειακά κοιτάσματα, τουρκικός και ρωσικός παράγοντας

Στο κουβάρι αυτό καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει ο εντοπισμός τεράστιων ενεργειακών κοιτασμάτων στην ανατολική Μεσόγειο. Μεγάλο μέρος αυτών βρίσκεται στα ανοιχτά του Ισραήλ αλλά και στα ανοιχτά της Λωρίδας της Γάζας. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα κοιτάσματα αυτά και η προοπτική εκμετάλλευσής του έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο στον τρόπο που Τουρκία και Ισραήλ αποφάσισαν να τα «ξαναβρούν», τουλάχιστον σε διπλωματικό επίπεδο, γιατί σε οικονομικό, εμπορικό και στρατιωτικό δεν τα είχαν ποτέ χάσει, ασχέτως των κορωνών για το Μάβι Μαρμαρά. Ο Νετανιάχου «ζήτησε συγνώμη» για τους εννιά νεκρούς Τούρκους από την ισραηλινή επέμβαση στο πλοιάριο στα ανοιχτά της Γάζας, τον Ιούνιο του 2010, και εντός των ημερών, μετά από ένα χρόνο διαπραγματεύσεων, αναμένεται και η επισημοποίηση της αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων με συμφωνία για καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων.

Με αυτήν την ιστορία η Άγκυρα προσπαθεί πιθανώς να ισοσκελίσει την τεράστια διπλωματική ήττα που υπέστη, όπως η «Χαμάς», αναμιγνυόμενη ανοιχτά υπέρ της δυνάμεων της ισλαμιστικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε όλη την περιοχή, κάτι που εξόργισε ακόμη και τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, στο πλαίσιο της «αναθέρμανσης» των σχέσεων με το Ισραήλ περιλαμβάνονται και συζητήσεις για την προοπτική μεταφοράς του ισραηλινού φυσικού αερίου δια τουρκικού αγωγού στην Ευρώπη. Τον Νοέμβριο, οι τουρκικές εταιρείες Zorlu και Turcas Holding έκαναν τις πρώτες επαφές τους με ισραηλινές κοινοπραξίες και φέρεται η δεύτερη να συζητά αγωγό 292 μιλίων και 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Στο «παιχνίδι», όμως, είναι παρούσα και η Μόσχα. Συγκεκριμένα, δια του πρωθυπουργού της Μεντβέντεφ συζήτησε με τον πρόεδρο Αμπάς το ενδεχόμενο ανάληψης από ρωσική εταιρεία του έργου της εξόρυξης φυσικού αερίου από τα ανοιχτά της Γάζας, ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Παρά το ότι η αποσαφήνιση του νομικού καθεστώτος για την επίτευξη συμφωνίας θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν υπάρχει επίσημα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, η προοπτική περαιτέρω και τέτοιου είδους εδραίωσης της ρωσικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο είναι εξαιρετικά ελκυστική και ωφέλιμη για τα ρωσική συμφέροντα γι αυτό και η Μόσχα είναι προφανές ότι δεν θα πάψει να τη «δουλεύει». Σίγουρα, όμως, η ενδο-παλαιστινιακή ενότητα είναι ένα πρώτο βήμα που συμπληρώνει την «καλή αρχή» της συμφωνίας που υπέγραψε προσφάτως η ρωσική εταιρεία Soyuzneftegaz με τη συριακή ηγεσία (που μοιάζει να διατηρεί παρά το συνεχόμενο αιματοκύλισμα τα ηνία της χώρας) για εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στα ανοιχτά της Συρίας.

Πηγές: bbc, reuters, international business times, Jerusalem post, merip, haaretz, foreign affairs, foreign policy, al akhbar, al monitor

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα