Η Ιταλία δείχνει τον δρόμο της πολιτικής ανανέωσης

Καμιά φορά, παρακολουθώντας το πολιτικό γίγνεσθαι στην γείτονα χώρα, δεν μπορεί παρά να αισθάνεται κανείς ακόμη περισσότερο την υπόκωφη, επικίνδυνη και αδιέξοδη αδράνεια της εγχώριας πολιτικής ζωής, που μοιάζει αμετάκλητα βυθισμένη στον όζοντα σκανδάλων πολιτικό βάλτο μιας μεταπολίτευσης, που όλο πεθαίνει και όλο την βρίσκουμε μπροστά μας είτε με την μορφή προσώπων, είτε με την μορφή αηδιαστικών πολιτικών πρακτικών, είτε με την μορφή ενός αποκρουστικού κοινωνικού συνειδητού που αρνείται πεισματικά να αλλάξει.

Αντίθετα με εμάς, οι γείτονες – χωρίς μνημόνια και όλα τα δύσκολα συμπαρομαρτούντα ειρήσθω εν παρόδω – έχουν καταφέρει να προχωρήσουν την δική τους πολιτική ζωή δύο τουλάχιστον μεγάλα βήματα εμπρός. Αρχικά με τον Ενρίκο Λέττα που έσπασε τα δεσμά με το δικό τους ζοφερό πολιτικό παρελθόν και τώρα με τον Ματέο Ρέντσι με την εντελώς ανανεωμένη και νεανική κυβέρνησή του των δεκαέξι Υπουργών – οι μισές γυναίκες, έναν σαραντάρη Πρωθυπουργό που θα προσπαθήσει να περάσει την Ιταλία σε μια νέα, πολλά υποσχόμενη πολιτική – και γιατί όχι και οικονομική – εποχή.

Ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως η Ιταλία έχει αφήσει πίσω της τα δικά της πολιτικά και κοινωνικά φαντάσματα και έχει αρχίσει μια νέα πολιτική πορεία, εμφανίζοντας στο προσκήνιο νέα και άφθαρτα πολιτικά πρόσωπα και κόμματα που αναδύθηκαν αυτούσια μέσα από την ιταλική κοινωνία και την δημοκρατική παράδοσή της.

Ακόμη και η μπουφόνικη πλευρά της πολιτικής ζωής της γείτονος χώρας, το κόμμα δηλαδή του Μπέππε Γκρίλλο, που μάζεψε όλη την «χαρτούρα» της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, πόρω απέχει από τα δικά μας πολιτικά υποκείμενα διαμαρτυρίας όπως οι ΑΝΕΛ και η ΧΑ.

Αντίθετα με τους γείτονες, η δική μας χώρα έχει μείνει πολιτικά στάσιμη και ανεξεταστέα. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα πρόσωπα που συνωστίζονται ως υποψήφιοι για τους δήμους και τις περιφέρειες, θα αντιληφθεί αμέσως το μέγεθος της προσκόλλησης στο πεθαμένο παρελθόν. Τα αντάρτικα», τα κρυφά «χρίσματα», η οικογενειοκρατία, η κομματική υποταγή και το αδιάκοπο αλισβερίσι μεταξύ προσώπων, που μετά από αποτυχημένες και ύποπτες δεκαετίες στο αυτοδιοικητικό ή βουλευτικό «κουρμπέτι», εξακολουθούν να διεκδικούν με λύσσα την πολιτική τους επιβίωση (καμιά φορά και την πολιτική τους νεκρανάσταση), φέρνουν μια πικρή γεύση στο στόμα κάθε νοήμονος ψηφοφόρου και εντείνουν δυστυχώς την απελπισία και την αίσθηση της βεβαιότητας πως τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στην χώρα. Ένα αίσθημα, που έχει σχεδόν παγιωθεί στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον σε εκείνο το τμήμα της που επιμένει να σκέπτεται λογικά, που επιμένει να παράγει, που επιμένει ακόμη να προσπαθεί να μείνει όρθιο.

Είναι αλήθεια πως ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να δίνει ελπίδα στο υγιές κομμάτι της κοινωνίας, από το οποίο και μόνο μπορεί η χώρα να προσδοκά την ανάστασή της. Αυτό όμως δεν είναι πια αρκετό, καθώς οι όποιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις πηγαίνουν πολύ αργά και δυσκολεύονται να περάσουν το κρίσιμο κατώφλι της κοινωνικής επιρροής. Στον τομέα δε της πολιτικής ζωής της χώρας, τέτοιες αλλαγές είναι δυστυχώς δυσδιάκριτες και εντελώς αποσπασματικές, ενώ θα έπρεπε να είναι απανωτές και σαρωτικές, όπως ακριβώς στην γειτονική Ιταλία. Εμείς όμως προχωράμε σημειωτόν ...

Η Ιταλία δείχνει τον δρόμο της πολιτικής ανανέωσης τόσο σε επίπεδο κομμάτων όσο και σε επίπεδο προσώπων, ιδεών και πολιτικών πρακτικών. Εμείς, καυγαδίζουμε για τον Νικήτα, τον Άρη, τον κυρ-Γιάννη, τον «ανιψιό», τον «εγγονό», τον «μανιάτη», τον «κουμπάρο», τον «ικανό», τον «ανίκανο», τον παλικαρά και τον λούμπεν. Μεθαύριο θα μας ζητήσει την ψήφο για την ευρωβουλή, η «κόρη», η «Νίκη που πάει παντού», οι μετανιωμένοι, η Μαριέττα, κάποιοι κηπουροί ένθεν και ένθεν, ο Βύρων ο σαμουράι και ο Ζώης ο αντάρτης του κάμπου. Μας φταίει κανείς αν θα τους την δώσουμε;

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα