"Ο "οικονομικός λαϊκισμός", μόνο μέσο αντιμετώπισης του πολιτικού λαϊκισμού"

Του Dani Rodrik (*)

Υπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα σκέψης για τις ρίζες του λαϊκισμού. Το ένα έχει επίκεντρο τον πολιτισμό, το άλλο την οικονομία. Το πρώτο θεωρεί τον Τραμπ, το Brexit και την άνοδο των νατιβιστικών πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη συνέπειες ενός διευρυνόμενου ρήγματος, στο επίπεδο των αξιών, ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους. Μια παραλλαγή αυτού του ρεύματος προσδίδει στο ρήγμα αυτό γενεακό χαρακτήρα. Ενώ οι νέες γενιές έχουν υιοθετήσει «μετα-υλιστικές» αξίες, όπως η κοσμικότητα, οι ατομικές ελευθερίες, η αυτονομία και η ποικιλότητα, οι προηγούμενες γενιές

αισθάνονται «ξένες στη χώρα τους».

Οι αναλυτές που ανήκουν σε αυτό το ρεύμα αναγνωρίζουν ότι ο παράγων των αξιών δεν εξηγεί από μόνος του γιατί η λαϊκιστική αντίδραση εκδηλώνεται τώρα: αυτό που έδωσε στους λαϊκιστές την αποφασιστική ώθηση ήταν οι οικονομικές κρίσεις. Ερχόμαστε έτσι στο δεύτερο ρεύμα, που θεωρεί τον λαϊκισμό αποτέλεσμα οικονομικού άγχους και ανασφάλειας, τα οποία με τη σειρά τους οφείλονται στις οικονομικές κρίσεις, τη λιτότητα και την παγκοσμιοποίηση. Στις αμερικανικές εκλογές του 2016, για παράδειγμα, τα ποσοστά υπέρ του Τραμπ σε διάφορες περιοχές ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα αρνητικά εμπορικά σοκ που προκάλεσε η Κίνα. Το κινεζικό εμπορικό σοκ μπορεί μάλιστα να αποτελεί και τη βασική αιτία της εκλογικής νίκης του Τραμπ. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, αν οι κινεζικές εισαγωγές ήταν κατά 50% μικρότερες σε σχέση με την περίοδο 2002-2014, η Χίλαρι Κλίντον θα είχε κερδίσει τις εκλογές.

Άλλες έρευνες οδηγούν σε ανάλογα αποτελέσματα για τη δυτική Ευρώπη. Η αύξηση των κινεζικών εισαγωγών εκτόξευσε την απήχηση του Brexit στη Βρετανία και ευνόησε την άνοδο της ακροδεξιάς στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η λιτότητα και άλλα μέτρα που οδηγούν στην οικονομική ανασφάλεια έπαιξαν κι αυτά τον ρόλο τους. Στη Σουηδία, η αυξανόμενη ανασφάλεια της αγοράς εργασίας συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση των ακροδεξιών «Δημοκρατών».

Απέναντι στον λαϊκισμό, πρέπει να αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι όλοι οι λαϊκισμοί για πέταμα. Ο αυταρχικός λαϊκισμός της ακροδεξιάς, που αρνείται να θέσει όρια σε έναν ηγέτη με το πρόσχημα ότι ερμηνεύει τη λαϊκή βούληση, είναι χωρίς αμφιβολία επικίνδυνος. Υπάρχει όμως ένα άλλο είδος λαϊκισμού, ο «οικονομικός λαϊκισμός», που μπορεί να έχει ευεργετικές συνέπειες. Οι οικονομικοί λαϊκιστές απορρίπτουν κι αυτοί τα όρια – αλλά στο οικονομικό πεδίο. Οι αυτόνομοι ελεγκτικοί οργανισμοί, οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και οι εξωτερικοί περιορισμοί – όπως οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου – πρέπει κατά τη γνώμη τους να καταπολεμηθούν.

Το κατά πόσον αυτό είναι καλό ή κακό εξαρτάται από τη συγκυρία και από εκείνους που ωφελούνται από τους περιορισμούς. Ο σεβασμός των κανόνων ευνοεί πολλές φορές την ατζέντα ισχυρών ομίλων. Ένα μέρος της λαϊκιστικής αντίδρασης που παρατηρούμε σήμερα απορρέει από την πεποίθηση, όχι εντελώς αδικαιολόγητη, ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην οικονομική πολιτική υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως οι πολυεθνικές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι φαρμακευτικές και τεχνολογικές επιχειρήσεις.

Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ και το New Deal προσφέρουν ένα χρήσιμο ιστορικό μοντέλο. Το 1932, ο Ρούσβελτ εξηγούσε ότι για να διορθωθούν τα λάθη του οικονομικού συστήματος χρειάζονταν ενθουσιασμός, φαντασία και θάρρος. Ο ίδιος κατήργησε πολλά εμπόδια που βάραιναν στην οικονομική πολιτική. Το 1933, απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον κανόνα του χρυσού, που συνιστούσε μείζονα εξωτερικό περιορισμό στη νομισματική πολιτική. Το 1936 κατήγγειλε τις μεγάλες εταιρείες και τους βιομήχανους ότι μονοπωλούσαν την οικονομία εις βάρος των καθημερινών ανθρώπων.

Σήμερα ξέρουμε ότι ο Ρούσβελτ είχε δίκιο. Αν δεν είχε χαλαρώσει τα λουριά που έσφιγγαν την οικονομική πολιτική, δεν θα είχε σώσει ούτε την οικονομία ούτε τη δημοκρατία. Υπάρχουν στιγμές όπου ο οικονομικός λαϊκισμός αποτελεί το μόνο μέσο αντιμετώπισης του πολύ πιο ανησυχητικού εξαδέλφου του, του πολιτικού λαϊκισμού.

(*) O Ντάνι Ρόντρικ είναι καθηγητής διεθνούς πολιτικής οικονομίας στο John F. Kennedy School of Government του πανεπιστημίου Χάρβαρντ

Πηγή: Le Monde,ΑΠΕ-ΜΠΕ

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα