Οι σκληροί δεν χορεύουν ποτέ

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, με πιάνει μια μελαγχολία. Αλλά, δεν μπορώ να σας εξηγήσω ακριβώς τους λόγους. Σιχαίνομαι τις νοσταλγικές αναδρομές. Ποιος νοιάζεται πλέον για νυκτερινές πτήσεις στο Βερολίνο, για μυστικά ραντεβού στο «Check Point Charlie», για φωτογραφικές επιδρομές σε χιονισμένα αεροδρόμια και τρελές κούρσες στη Βουδαπέστη;

Τι μπορείτε να καταλάβετε αν σας μιλήσω για την Κάρλα, εκείνη τη νύκτα στην Πράγα; Ή τότε που με πέτυχε στην Ζυρίχη κάποιος που έψαχνα γι αυτόν και παραλίγο να αποδείξω ότι πράγματι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει από το παράθυρο. Δεν απασχολούν πλέον κανέναν

τα ντεσού της «Αγοράς του Αιώνα», τα πάμπερς του Λούβαρη, οι πράκτορες της  Στάζι και οι  υπόγειες διασυνδέσεις του Κάρλος.

Μπορώ να σας μιλήσω μόνο για κάποιους παλιούς φίλους που αφού έκαναν το καθήκον τους αποσύρθηκαν διακριτικά κι ευγενικά στο παρασκήνιο. Θα μπορούσα επίσης να αναφερθώ στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι κακοί νικάνε πάντα και ότι το μόνο που μπορεί να σε γλιτώσει τελικά από την εξόντωση είναι οι αποστάσεις από τα πράγματα.

Το μόνο που βλέπει κανείς στο τέλος είναι το δικό του πρόσωπο. Δεν θυμάται κανένα άλλο. Και αναρωτιέται μόνο που θάφτηκαν τελικά τα πιστεύω του. Και για ποιο λόγο. Κανείς όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό.

Αλλά η ώρα πήγε έντεκα. Πέταξα το ιδρωμένο σεντόνι , κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξα το επικίνδυνο κορμί της. Είμαι γέρος πια για όλα αυτά, σκέφτηκα. Γέρος και πολύ κουρασμένος. Πρέπει όμως να πάω στο ραντεβού. Πήγα στο γνωστό στέκι του Ψυχικού και περίμενα να τελειώσει η άλλη με τον βουλευτή. Ήταν μεγαλούτσικος βλέπετε και αργούσε..

Χτύπησα ένα σφηνάκι Μπελούνγκα, έστριψα ένα τσιγάρο, το άναψα, τράβηξα μια τζούρα και πέταξα μια κρίση ξερόβηχα.  Η αδελφή στο διπλανό τραπέζι στράβωσε τα χειλάκια της. Τότε την είδα να έρχεται. Το φόρεμα τσίτωνε πάνω της τόσο που έλεγες ότι θα κλατάρουν οι ραφές. Κάθισε, σταύρωσε τα πόδια της και έπεσε νεκρική σιγή στο μαγαζί.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω» της είπα χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τα μαυρισμένα πόδια της

«Σύνελθε σε παρακαλώ, δεν βλέπεις και τίποτα καινούργιο», μου είπε και συνέχισε: «Εσύ φταις για όλα. Άφησες τόσα χρόνια να σέρνεται η μεγάλη παρεξήγηση. Τους άφησες να παρερμηνεύουν τα στοιχεία και να που φτάσαμε»

Κοίταξα το τελείωμα της φίνας κάλτσας της, εκεί ακριβώς που αρχίζει η κόλαση, και σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να παίξω το μεγάλο μου χαρτί.

«Για βλάκα με πέρασες;  Ήξερα τι έπαιζε από την αρχή αλλά αυτή την φορά δεν θα την πατούσα. Όπως τότε με την Αγορά του Αιώνα. Τους άφησα να παίξουν το  παιχνίδι τους και να νομίζουν ότι με άδειασαν, οι ηλίθιοι. Όποιος όμως γελάει τελευταίος γελάει καλύτερα….”

 Ο βουλευτής – Τάρανδος, ο νυν εραστής της, είχε αναλάβει τον πιο κρίσιμο ρόλο. Θα μετέφερε τα αρχεία στους αρμόδιους δικαστικούς μαζί με ένα κουτί πάστες για να τους γλυκάνει.

«Αυτή η ιστορία είναι εφιαλτική, αλλά  δεν παύει να είναι δική μας» της είπα

Ήθελα να πω ότι δεν το ΄χα

Keywords
Τυχαία Θέματα