Οι τραπεζίτες αποστασιοποιούνται από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ

Κόλαφος για τον λαϊκισμό στην Ελλάδα απ’ όλες τις κυβερνήσεις αλλά κυρίως από τη σημερινή, αποτελεί η έκθεση τηςEurobankγια αιτίες που κρατούν τη χώρα εντός των μνημονίων.

Η μελέτη με τίτλο «Το κόστος της αβεβαιότητας», που φέρει την υπογραφή και του προέδρου της τράπεζας, Νίκου Καραμούζη, είναι ιδιαίτερα σκληρή για τις τακτικές που ακολουθεί τα τελευταία δύο χρόνια ο Τσίπρας

στον τομέα της οικονομίας. Φαίνεται ότι οι τραπεζίτες αποστασιοποιούνται από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, αδειάζουν τον πρωθυπουργό ακόμη και στελέχη που κάποτε θεωρούνταν φιλικοί προς την αριστερά και εκδηλώνουν την ανησυχία τους για το μέλλον της χώρας. Αλλά και για τις τράπεζες καθώς είναι γνωστές οι «φωτιές» που βάζει το ΔΝΤ για νέα ανακεφαλαιοποίηση 10 δις ευρώ.

Τα βασικά σημεία της μελέτης και οι σκληρές διαπιστώσεις στέκονται στον λαϊκισμό που επέλεξαν κάποιοι πολιτικοί, στην πολιτική αβεβαιότητα που βουλιάζει τη χώρα, στο παιχνίδι της δραχμής που επέλεξε ο Τσίπρας και η παρέα του.

Γράφει συγκεκριμένα:

«Ουσιαστικά, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, οι ελληνικές κυβερνήσεις στη διάρκεια της κρίσης δεν ανέλαβαν πειστικά την «ιδιοκτησία» του προγράμματος και των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων. Οι αξιολογήσεις των προγραμμάτων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, ενώ συχνά οι καθυστερήσεις ήταν σημαντικές και επιζήμιες. Πολλές φορές, η ελληνική πλευρά επεδίωξε, αντί της υλοποίησης των συμφωνηθέντων που η ίδια είχε αποδεχθεί και υπογράψει, την επίτευξη ηπιότερης εναλλακτικής λύσης μέσω πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους.

Η τακτική αυτή απέτυχε παταγωδώς και τροφοδότησε τη δυσπιστία των εταίρων και των διεθνών αγορών για τις πραγματικές μας προθέσεις και στη βούλησή μας να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία. Διαμορφώθηκε δε η εικόνα ότι υλοποιούμε τις μεταρρυθμίσεις και τα συμφωνηθέντα, όχι γιατί τα ενστερνιζόμαστε, αλλά γιατί μας υποχρεώνουν οι πιστωτές και γιατί δεν είχαμε άλλη εναλλακτική λύση, ενώ ενίοτε διαφωνούσαμε δημόσια για τη χρησιμότητά τους».

Χαμηλή αξιοπιστία

Η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος στήριξης, διαφαίνεται, όπως εκτιμά η τράπεζα, για πρώτη φορά μετά το 2014, ότι οι διεθνείς αγορές αλλά και οι πολίτες της χώρας αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και στις πιθανότητες οριστικής εξόδου από την κρίση. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές, μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού, με την επιτυχή έκδοση κρατικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας.

Όπως τονίζεται, αν αποδεχθούμε ότι, στη σημερινή συγκυρία η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι ο μόνος, και ίσως όχι ο κύριος, ερμηνευτικός παράγοντας του χαμηλού ακόμη βαθμού αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές εξόδου της χώρας από την κρίση, τότε πιστεύουμε ότι η σημερινή κατάσταση, αλλά κυρίως η πορεία της χώρας στα χρόνια της κρίσης οφείλονται σε σειρά άλλων σημαντικών αλληλοεπιδρώντων παραγόντων. Οι εν λόγω παράγοντες τροφοδότησαν διαχρονικά τη χαμηλή αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την αβεβαιότητα, την περιορισμένη εμπιστοσύνη των αγορών και, τέλος, την ευρύτερη διεθνή δυσπιστία όλων των εμπλεκομένων στην ελληνική υπόθεση. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

1. την έντονη πολιτική αβεβαιότητα και τους κινδύνους,

2. την ασυνέπεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και των μεταρρυθμίσεων (ιδιοκτησία προγράμματος),

3. το λάθος μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε, και

4. την απουσία ενός ελληνικής ιδιοκτησίας, πειστικού εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση ευρύτατης πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής.

Ιδιαίτερα η σύγκριση της Ελλάδας με την Πορτογαλία (χώρα αντίστοιχου περίπου μεγέθους), τονίζει η μελέτη της Eurobank, είναι εξαιρετικά προβληματική για τη χώρα μας. Πράγματι, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει υλοποιήσει πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή σε σχέση με την Πορτογαλία, η απόδοση του Ελληνικού 10ετους κρατικού ομόλογου παραμένει περίπου 260 μονάδες βάσης υψηλότερα σε σχέση με τον αντίστοιχο Πορτογαλικό τίτλο. Επίσης, η Πορτογαλία έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, ενώ εμείς όχι, το ασφάλιστρο κινδύνου (CDS) είναι σημαντικά υψηλότερο για την Ελλάδα σε σχέση με την Πορτογαλία, κατά 266 μονάδες βάσης περίπου, και η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας από τον S&P βρίσκεται 5 βαθμίδες χαμηλότερα σε σύγκριση με την Πορτογαλία.

Οι αποδόσεις ομολόγων

«Το κόστος της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης που αντανακλά τις εκτιμήσεις των εξειδικευμένων οίκων αξιολόγησης για τα μακροοικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα και τις προοπτικές της χώρας, μπορεί να φανεί συγκρίνοντας τις αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου διαφόρων χωρών με τον αριθμό των βαθμίδων που αυτές απέχουν από την πιστοληπτική διαβάθμιση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου.

Συγκρίνοντας τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων με την πιστοληπτική διαβάθμιση της κάθε χώρας και με πρόχειρους υπολογισμούς, με τα σημερινά δεδομένα, μία βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης χαμηλότερη αντιστοιχεί περίπου σε 40 μ.β. υψηλότερο κόστος δανεισμού. Σήμερα, η Ελλάδα απέχει 6 βαθμίδες για να επιστρέψει σε «Investment Grade». Να σημειωθεί ότι, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς παραμένει και σήμερα σημαντικά υψηλότερη από τις αντίστοιχες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη βελτίωση των συνθηκών και προσδοκιών που έχει σημειωθεί».

Στην περίπτωση της Ελλάδας (σε αντίθεση με την πρόσφατη εμπειρία στις ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών της Ευρωζώνης) η κρίση δεν προκλήθηκε από τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο. Η ελληνική κρίση ήταν προϊόν του μεγάλου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και της απώλειας ανταγωνιστικότητας που σημειώθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

Σύμφωνα με την Eurobank, η μεγάλη διάρκεια της κρίσης και της ύφεσης σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια, το PSI, τη στενότητα ρευστότητας, τη σημαντική φυγή καταθέσεων εκτός τραπεζικού συστήματος, τη διαρκή αβεβαιότητα που προκάλεσε η αναποτελεσματικότητα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και τον κίνδυνο ενός Grexit, σε συνδυασμό με την επικράτηση συναλλακτικών ηθών του τύπου «δεν πληρώνω τις υποχρεώσεις μου», ουσιαστικά κατέστρεψαν το τραπεζικό σύστημα και κατέστησαν αναγκαίες σημαντικές αυξήσεις κεφαλαίου και σχηματισμό μεγάλων προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις.

Η κατάρρευση των τραπεζών

Συγκεκριμένα, το τραπεζικό σύστημα υποχρεώθηκε σε διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 64 δισ. ευρώ, απώλεσε καταθέσεις συνολικά 125 δισ. ευρώ, στηρίχθηκε στο Ευρωσύστημα για ρευστότητα για να επιβιώσει (στην κορύφωση της κρίσης ο δανεισμός του ξεπέρασε τα 130 δισ.) και δημιουργήθηκαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια άνω των 100 δισ. ευρώ, που κατέστησαν αναγκαίο το σχηματισμό προβλέψεων ύψους 57 δισ. ευρώ. Οι μέτοχοι των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου, έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους στις τράπεζες, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να υλοποιήσουν προγράμματα αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους, ενώ πλήθος τραπεζών οδηγήθηκε στη μη βιωσιμότητα και τελικά στην πτώχευση.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2008 δανείζονταν λιγότερο από 100μ.β. (1%) ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, την περίοδο της ψήφισης του 2ου Μνημονίου είδαν την διαφορά αυτή να αυξάνεται σε επίπεδα υψηλότερα από 300 μ.β. Κατά μέσο όρο, η διαφορά κόστους δανεισμού ελληνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σχεδόν τριπλασιάστηκε από τα προ-Lehman επίπεδα με σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοροές των επιχειρήσεων.

Σήμερα, το κόστος δανεισμού παρουσιάζει μια μικρή βελτίωση, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο αυτού των άλλων χωρών που υποχρεώθηκαν να μπουν σε πρόγραμμα προσαρμογής. Φυσικά, το υψηλό κόστος δανεισμού και οι αβεβαιότητες λειτούργησαν ανασταλτικά, όχι μόνο στη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό, αλλά και στη διάθεση των Ελλήνων επιχειρηματιών για επενδύσεις. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι καθαρές δανειακές ροές (νέα δάνεια μείον αποπληρωμές) από το 2011 μέχρι το 2015 ήταν έντονα αρνητικές, και το 2016 έγιναν θετικές κατά μόλις όμως 120 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας περιορισμένη ζήτηση, αλλά και στενότητα ρευστότητας και πιο συντηρητική πολιτική χρηματοδοτήσεων εκ μέρους των τραπεζών».

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα