Σκάνδαλο της VW: Πόσα γνώριζε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή;

Οι αποκαλύψεις ότι η Volkswagen εγκατέστησε λογισμικό σε περίπου 11 εκατομμύρια αυτοκίνητα για να φαίνονται λιγότερο ρυπογόνα κατά τη διάρκεια των ελέγχων έχει συγκλονίσει τους οδηγούς, τους επενδυτές και τους πολίτες που ενδιαφέρονται για το καθαρό περιβάλλον. Αλλά οι εμπειρογνώμονες και οι ρυθμιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι οι πραγματικές εκπομπές από τα αυτοκίνητα που κινούνται στους πραγματικούς δρόμους είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες που μετρούνται κατά τη διάρκεια

επίσημων εργαστηριακών ελέγχων. Και, με βάση τις εκθέσεις και άλλα έγγραφα που δημοσιεύονται από την Επιτροπή, πολλοί γνώριζαν επίσης ότι μερικά αυτοκίνητα έχουν συσκευές, αισθητήρες ή λογισμικό που δεν ανιχνεύουν σωστά όταν ένα όχημα υποβάλλεται σε επίσημους ελέγχους για εκπομπές ρύπων. Το λογισμικό της VW απενεργοποιούσε τις εκπομπές για το οξείδιο του αζώτου (NOx) κατά τους επίσημους ελέγχους.

Ήδη από το 2011 μια μελέτη, που διενεργήθηκε από το Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής, προειδοποιούσε ότι οδικοί έλεγχοι έδειξαν πως τα επίπεδα NOx υπερέβαιναν τα ευρωπαϊκά όρια κατά καιρούς, μέχρι και 14 μονάδες. Στους ελέγχους αυτούς, που είναι γνωστοί ως Πραγματικοί Έλεγχοι Εκπομπών Οδήγησης, ένα φορητό σύστημα μέτρησης εκπομπών εγκαθίσταται σε ένα όχημα, το οποίο στη συνέχεια οδηγείται σε κανονικούς δρόμους, σε διαφορετικές θερμοκρασίες, ταχύτητες και οδικές συνθήκες.

Οι έλεγχοι έγιναν σε 12 διαφορετικά αυτοκίνητα που κινούνται με βενζίνη και ντίζελ και οι αποκλίσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες στα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, γράφουν οι ερευνητές. Η μελέτη δεν αποκαλύπτει ποια μοντέλα δοκιμάστηκαν, προσδιορίζοντας τα μόνο ως οχήματα Α έως Λ. Δύο χρόνια αργότερα, οι ίδιοι ερευνητές δημοσίευσαν μια μελέτη παρακολούθησης, υποστηρίζοντας και πάλι ότι θα πρέπει να γίνονται πιο ρεαλιστικοί έλεγχοι στο δρόμο.

Κυρίως, η έκθεση αυτή ανέφερε ότι ένα τέτοιο τεστ «φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικό στην πρόληψη της ανίχνευσης των εκπομπών των οχημάτων που δοκιμάζονται και, συνεπώς, στη χρήση στρατηγικών αναστολής υπό κανονικές συνθήκες χρήσης του οχήματος». Το σημείωμα αυτό είναι ενδιαφέρον, διότι η Επιτροπή είχε προβεί στο συμπέρασμα ότι οι «πειραγμένες» συσκευές ήταν παράνομες ήδη από το 2007, έξι χρόνια προτού η μελέτη του 2013 να δοθεί στη δημοσιότητα.

Κι όμως, οι συσκευές αυτές φαίνεται να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τους ερευνητές της Επιτροπής -τόσο που τις περιλαμβάνουν σε ένα ολόκληρο κομμάτι της μελέτης τους. «Αισθητήρες και ηλεκτρονικά εξαρτήματα στα σύγχρονα ελαφρά οχήματα είναι ικανά να ‘ανιχνεύουν’ την έναρξη του ελέγχου εκπομπών στο εργαστήριο (π.χ., με βάση αισθητήρες επιτάχυνσης). Ορισμένες λειτουργίες του οχήματος μπορεί να λειτουργούν μόνο στο εργαστήριο, εάν ενεργοποιηθεί μια προκαθορισμένη λειτουργία δοκιμής» έγραψαν οι ερευνητές, μια περιγραφή που ακούγεται παράξενα παρόμοια με τη συσκευή που βρέθηκε σε αυτοκίνητα της VW.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι εν λόγω συσκευές είναι παράνομες εδώ και αρκετό καιρό, αλλά προειδοποιούν ότι «οι εξαιρέσεις αφήνουν περιθώρια ερμηνείας και δεν προβλέπουν τη δυνατότητα, μαζί με την τρέχουσα ισχύουσα διαδικασία ελέγχου, για την προσαρμογή των επιδόσεων εκπομπών των ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων σε μια στενή δέσμη συνθηκών ελάχιστων απαιτήσεων».

Η Lucia Caudet, εκπρόσωπος της Επιτροπής, δεν ανέφερε εάν οι ερευνητές στο Κοινό Κέντρο Ερευνών κατέθεσαν ποτέ τις ανησυχίες τους για τη συνεχιζόμενη χρήση ελαττωματικών συσκευών στις εθνικές αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή των ελέγχων εκπομπών ρύπων. «Ο προσδιορισμός της πιθανής χρήσης ‘πειραγμένων’ συσκευών δεν ήταν ποτέ μέρος των μελετών αυτών», αναφέρει σε ένα email. «Αυτό θα απαιτούσε την ανάλυση των μηχανικών κινητήρων, που δεν ήταν μέρος της μεθοδολογίας των ελέγχων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των μελετών». Οι ερευνητές πίσω από τις μελέτες είτε δεν απάντησαν σε ερωτήσεις, είτε δεν ανέφεραν κάτι στην εκπρόσωπο της Επιτροπής.

Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της Επιτροπής έχουν προειδοποιήσει σχετικά με τη χρήση ‘πειραγμένων’ συσκευών και τα κόλπα στους ελέγχους εκπομπών ρύπων. Σε μια παρουσίαση από το προηγούμενο έτος, ο Jan Cortvriend, ένας αξιωματούχος της Επιτροπής της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος, προειδοποίησε για την πρακτική των «ορίων» και ότι «οι υπολογιστές των αυτοκινήτων μπορεί να αναγνωρίσουν τη λειτουργία ελέγχου». Ο Cortvriend δεν απάντησε σε ένα email στο οποίο του ζητήθηκε να σχολιάσει. Η εκπρόσωπος της Επιτροπής δεν έκανε κανένα σχόλιο σχετικά.

Στην ερώτηση γιατί οι ανησυχίες για τις ‘πειραγμένες’ συσκευές ποτέ δεν οδήγησαν σε οποιεσδήποτε έρευνες σχετικά με το εάν παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ, η Επιτροπή δήλωσε ότι η επιβολή των κανόνων εκπομπής ρύπων ήταν στα χέρια των κρατών-μελών. «Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η Επιτροπή καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο. Αλλά δεν είναι ένας βραχίονας επιβολής του» είπε η Caudet. «Επιτρέψτε μου να είμαι πολύ σαφής: η Επιτροπή δεν κάνει η ίδια την αστυνόμευση. Αυτό γίνεται από τις αρχές κάθε κράτους-μέλους. Έτσι, αυτή η ερώτηση στην πραγματικότητα δεν αφορά την Επιτροπή».

Η Επιτροπή προσπαθεί να κάνει τους ελέγχους εκπομπών ρύπων στο δρόμο υποχρεωτικούς για τα αυτοκίνητα που πωλούνται στην ΕΕ. Τον Μάιο, οι κυβερνήσεις του μπλοκ συμφώνησαν να ξεκινήσουν δοκιμές Πραγματικών Ελέγχων Εκπομπών Οδήγησης το 2016, αλλά θα γίνονται παράλληλα με τους παραδοσιακούς εργαστηριακούς ελέγχους και δεν θα είναι καθοριστικοί για το αν ένα αυτοκίνητο θα πρέπει να εγκριθεί για πώληση στην ΕΕ. Αξιωματούχοι της ΕΕ, δήλωσαν ότι ελπίζουν τα κράτη-μέλη να συμφωνήσουν να κάνουν τους ελέγχους στους δρόμους υποχρεωτικούς από το φθινόπωρο του 2017.

wsj.com

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα