Το κόστος από την υπερπροβολή της παγκοσμιοποίησης

Ενώ η παγκόσμια οικονομική ελίτ συγκεντρώνεται στην Ουάσιγκτον για τις ετήσιες συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, δεν μπορεί να ξεφύγει από ακόμη ένα εγερτήριο σάλπισμα για να αντιστραφεί η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, σχολιάζει ο Daniel Gros, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής που εδρεύει στις Βρυξέλλες.

Το παραπαίον εμπόριο, υποτίθεται, πρέπει να είναι μια αρνητική τάση

που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αλλά η υπόθεση είναι απλοϊκή, στην καλύτερη περίπτωση. Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη κατανόησης του τι οδήγησε την ανάπτυξη του εμπορίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Σίγουρα, έχουν υπάρξει προσπάθειες να κατανοήσουμε την τρέχουσα επιβράδυνση. Το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση για την παγκόσμια οικονομία αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε αυτό.

Αλλά δεν έχουν εντοπιστεί σημαντικοί νέοι φραγμοί στο εμπόριο. Αντ' αυτού, το ΔΝΤ δηλώνει, περίπου τα τρία τέταρτα της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του εμπορίου είναι αποτέλεσμα της "συνολικής αδυναμίας της οικονομικής δραστηριότητας", ειδικά των επενδύσεων. Το Ταμείο υποστηρίζει, επίσης, ότι "ο εξασθενισμένος ρυθμός της απελευθέρωσης του εμπορίου και η πρόσφατη άνοδος του προστατευτισμού" έχουν παίξει κάποιο ρόλο, αν και δεν είναι μετρήσιμα.

Ακόμη και χωρίς μια σαφή κατανόηση για το ποια είναι η κινητήρια δύναμη των τρεχουσών τάσεων, ωστόσο, η έκθεση του ΔΝΤ ζητεί την ανάληψη δράσης για την αναβίωση του "ενάρετου κύκλου του εμπορίου και της ανάπτυξης." Σαφώς, η πίστη στο εμπόριο είναι πολύ ισχυρή. Αλλά η πίστη είναι μέρος του προβλήματος. Η τυφλή πίστη στην παγκοσμιοποίηση οδήγησε πολλούς να την υπερπροβάλουν, δημιουργώντας αδύνατες προσδοκίες για την απελευθέρωση του εμπορίου. Όταν αυτές οι προσδοκίες δεν εκπληρώθηκαν, πολλοί άνθρωποι αισθάνθηκαν εξαπατημένοι και απέρριψαν το ελεύθερο εμπόριο.

Αυτό δεν είναι για να πούμε ότι δεν υπάρχει καμία εμπειρική υπόθεση για την απελευθέρωση του εμπορίου. Η άρση των εμπορικών φραγμών επιτρέπει στις χώρες να αρχίσουν να ειδικεύονται σε τομείς στους οποίους είναι πιο παραγωγικοί, κάτι που οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης και διαβίωσης για όλους. Και, πράγματι, από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1980, η διαδικασία κατάρριψης των σημαντικών φραγμών στο εμπόριο, τα οποία είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε σημαντικά κέρδη.

Αλλά αυτά τα κέρδη μειώθηκαν τελικά. Η οικονομική θεωρία συνεπάγεται ότι τα κέρδη από τη μείωση των εμπορικών φραγμών μειώνονται γρηγορότερα, όταν οι φραγμοί αυτοί καταρρίπτονται. Γι' αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν οι δασμοί και άλλοι εμπορικοί φραγμοί είχαν ήδη φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα της απελευθέρωσης του εμπορίου είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί. Η εξάλειψη των μικρών εμποδίων που παρέμειναν, δεν θα είχε μεγάλο αντίκτυπο.

Αυτό που είχε αντίκτυπο ήταν η έκρηξη στην τιμή των εμπορευμάτων που διήρκησε δύο δεκαετίες. Οι υψηλές τιμές έκαναν τους σημαντικούς εξαγωγείς βασικών προϊόντων να εισάγουν περισσότερα και να προωθούν πολιτικές ανάπτυξης στο εσωτερικό - ένα όφελος για την παγκόσμια ανάπτυξη. Επιπλέον, επειδή τα εμπορεύματα αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου, η αύξηση των τιμών ενίσχυσε την συνολική αξία τους.

Αντί να αναγνωρίσουν τον ρόλο των τιμών των εμπορευμάτων στην ενίσχυση τόσο του εμπορίου όσο και της ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι περισσότεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί απέδωσαν αυτές τις θετικές τάσεις στις πολιτικές ελευθέρωσης του εμπορίου. Με τον τρόπο αυτό, ενίσχυσαν την αντίληψη ότι η "υπερ-παγκοσμιοποίηση" ήταν το κλειδί για τεράστια κέρδη για όλους.

Όμως, η ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από τις υψηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων, σε αντίθεση με αυτή που παράγεται από την κατάργηση των φραγμών στο εμπόριο, προκάλεσε πτώση του βιοτικού επιπέδου στις προηγμένες χώρες που εισάγουν βασικά προϊόντα, επειδή μείωσε την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Κανένας πολιτικός δεν τόλμησε να κάνει αυτή τη διάκριση. Έτσι, όταν οι εργαζόμενοι προηγμένων χωρών πιέστηκαν οικονομικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν το πρόβλημα.

Ο ρόλος των εμπορευμάτων στους πρόσφατους αγώνες των εργαζομένων προηγμένων χωρών αντικατοπτρίζεται στις διαφορές μεταξύ των εμπειριών εκείνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Επειδή οι ΗΠΑ παράγουν μεγάλο μέρος από το πετρέλαιο και το φυσικό τους αέριο, η αύξηση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων είχε μικρότερο αντίκτυπο στην οικονομία στο σύνολό της από ό,τι στην Ευρώπη. Αλλά, για μεμονωμένους εργαζομένους, ο αντίκτυπος της ανόδου των τιμών των βασικών εμπορευμάτων ήταν μεγαλύτερος στις ΗΠΑ - αν μη τι άλλο, επειδή, στην Ευρώπη, οι υψηλοί φόροι πωλήσεων σήμαιναν ότι ακόμη και ο διπλασιασμός των τιμών του αργού πετρελαίου οδηγούσε μόνο σε μια μέτρια αύξηση των τιμών κατά την πώληση. Μόνο οι παραγωγοί πετρελαίου, και ένας μικρός αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο, επωφελήθηκε από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου στις ΗΠΑ.

Παρόλα αυτά, οι υψηλές τιμές βασικών προϊόντων - και, ιδίως, του αργού πετρελαίου - δημιούργησαν την ψευδαίσθηση του πλούτου στις ΗΠΑ, οι οποίες, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν αισθάνονται την ανάγκη να αυξήσουν τις εξαγωγές της μεταποίησης τους για να εξισορροπήσουν τους εξωτερικούς λογαριασμούς τους. Έτσι, οι ΗΠΑ άφησαν τον κατασκευαστικό τους τομέα να τελματώνει, καθώς το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε. Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δέχθηκαν πίεση από δύο πλευρές.

Όλα αυτά συνέβησαν περίπου την ίδια στιγμή που η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement) άρχισε να λειτουργεί. Αν και οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι οι καθαρές απώλειες θέσεων εργασίας λόγω της NAFTA ήταν περιορισμένες, αυτή η χρονική στιγμή δημιούργησε την εντύπωση ότι οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών - και γενικά της παγκοσμιοποίησης- ήταν κακές συμφωνίες για τους αμερικανούς εργαζόμενους.

Όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 2008, καταστρέφοντας την αξία των νοικοκυριών που έκανα τους εν λόγω εργαζομένους να αισθάνονται πλούσιοι, το πραγματικό βάρος της κατάστασης έπεσε στους εργαζομένους των ΗΠΑ. Αυτό δημιούργησε ένα άνοιγμα σε λαϊκιστές όπως ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ Τραμπ, για να κερδίσουν υποστήριξη υποσχόμενοι ευημερία μέσω του προστατευτισμού. Έχοντας παρανοήσει τις αιτίες της έκτακτης ανάπτυξης του εμπορίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η πολιτική ελίτ υπερεκτίμησε την παγκοσμιοποίηση. Όταν κάποιος σκεφτεί το χάσμα μεταξύ των υποσχέσεών τους - ρητών και μη- και της πραγματικής εμπειρίας πολλών εργαζομένων, η σημερινή αντίδραση κατά του ανοιχτού εμπορίου δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη.

Αλλά υπάρχουν και καλές ειδήσεις: αν η μείωση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών οφείλεται στη μείωση των τιμών των βασικών προϊόντων, θα ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό τους εργαζόμενους προηγμένων χωρών. Ίσως αυτό να είναι αρκετό για να χαλαρώσει την απαίτηση για περιττούς νέους φραγμούς στο εμπόριο.

project-syndicate.org

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα