Επιτάφιος – Ρίτσος: Το αριστούργημα του θρήνου

Επιτάφιος – Ρίτσος: Το ποίημα αυτό ήταν μία άμεση αντίδρασης του ποιητή σε μια συγκεκριμένη και σημαντική ιστορική στιγμή. Ο Ρίτσος ήταν δέσμιος της καλλιτεχνικής του ανυπομονησίας. Συμμετείχε ψυχή και σώματι, στο ιστορικό γίγνεσθαι».
Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι μια εποχή οξύτατης κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Στην Ελλάδα, το «ιδιώνυμο», οι απεργίες, οι εξορίες, η αστυνομική βία και η τρομοκρατία και η δικτατορία του Μεταξά αποτελούν χαρακτηριστικές

στιγμές αυτής της περιόδου. Μέσα στη στροφοδίνη αυτών των γεγονότων, το 1936, ο Ρίτσος αντιδρά συνειδησιακά και ποιητικά, γράφοντας τον Επιτάφιο.


Η ιστορική φωτογραφία: Η μάνα του δολοφονημένου εργάτη, θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της.

Ο Τάσος Τούσης, ο 30χρονος απεργός αυτοκινητιστής, ήταν ένας από τους νεκρούς των συγκρούσεων της 9ης Μαΐου του 1936, στη Θεσσαλονίκη. Η φωτογραφία, με τη μάνα να θρηνεί κυκλοφορεί στις εφημερίδες. Ο Ρίτσος αγοράζει την εφημερίδα. Γυρίζει στο σπίτι του, στην οδό Μεθώνης, στη σοφίτα του, την επιπλωμένη με ένα άσπρο σιδερένιο κρεβάτι, μια καρέκλα κι ένα μπαούλο. Κλείνεται μέσα δυο μέρες και δυο νύχτες. Την αυγή της τρίτης μέρας κάνει αιμόπτυση.

«Ο Επιτάφιος μόλις γεννήθηκε και είναι μια σημαντική γέννηση» Τρία από τα άσματά του δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου, στον Ριζοσπάστη, με τον τίτλο Μοιρολόι. Λίγους μήνες αργότερα, το καθεστώς Μεταξά έριξε σε δημόσια πυρά, μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, πλήθος βιβλίων και φυσικά ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα τελευταία από τα δέκα χιλιάδες αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου του Ρίτσου. Νέα έκδοση του Επιτάφιου δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μετά από είκοσι χρόνια.

Ο Επιτάφιος, γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, διαιρείται σε είκοσι άσματα από οκτώ δίστιχα το καθένα εκτός από τα δύο τελευταία που έχουν από εννιά. Στο πρώτο άσμα η μάνα ξεσπάει σε γοερό και σπαρακτικό θρήνο, τη στιγμή που αναγνωρίζει το νεκρό πια παιδί της, μη μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πεθάνει:

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Απαριθμεί τα χαρίσματά του, αναφέρει πόσο απολάμβανε τη ζωή μαζί του, αλλά κι ότι δεν μπορεί να ζει τελικά χωρίς αυτόν:
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γειρατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου

Γιε μου, αν δεν σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Αναπολεί την τελευταία τους συνάντηση, γεμάτη ενοχές θρηνεί για τον χαμό του και τονίζει την ερήμωση του σπιτιού της και της ζωής της:
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Στο έκτο άσμα ο μητρικός θρήνος κορυφώνεται μέσα σε μια έξαρση λυρισμού:
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.

Και μού λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

Περιγράφει το παιδί της, τη ζωή του, την αγωνιστική του δράση, και καταριέται τους δολοφόνους του:
Στο παραθύρι στέκοσουν κ’ οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες.

Κ’ ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.

Στο δέκατο έβδομο άσμα αρχίζει η αφύπνιση της μάνας, η οποία υψώνεται πάνω από τον ατομικό της πόνο σε σύμβολο συνέχισης του αγώνα. Λυτρώνεται από τη μοναξιά της, καθώς βρίσκει παρηγοριά στους συντρόφους του παιδιού της.

Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

(Πηγή: Χρύσα Καραμήτρου)

Η μελοποίηση του ποιήματος
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.

Keywords
Τυχαία Θέματα