Καθηγήτρια Ανοσολογίας του ΕΚΠΑ για κορονοϊό: Τα οφέλη των τεστ αντισωμάτων

Καθηγήτρια Ανοσολογίας του ΕΚΠΑ για κορονοϊό: Εάν θεωρήσουμε ότι η σε εξέλιξη, πανδημία της νόσου COVID-19 που προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 είναι πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό, η χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών για την ανίχνευσή του, για τη μελέτη της αποτελεσματικότητας της άμυνας του οργανισμού μας, αλλά και για την ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών προσεγγίσεων (συμπεριλαμβανομένου ενός εμβολίου), θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της «μάχης», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

η καθηγήτρια Ανοσολογίας (τμήμα Βιολογίας) του ΕΚΠΑ Ουρανία Τσιτσιλώνη.

Μάλιστα η κ. Τσιτσιλώνη τονίζει ότι η σάρωση του ελληνικού πληθυσμού για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του κορονοϊού, αποτελεί την αμέσως επόμενη φάση για την αντιμετώπιση της πανδημίας. «Ο ευρύς αλλά και ορθολογικός έλεγχος με τεστ αντισωμάτων από διαπιστευμένα εργαστήρια με χρήση διεθνώς αδειοδοτημένων (κατά προτίμηση ποσοτικών) δοκιμασιών, παράλληλα με τη γενικευμένη ανάλυση δειγμάτων με μοριακό διαγνωστικό τεστ, που ήδη έχει ανακοινώσει ο ΕΟΔΥ, θα δώσει αξιόπιστα επιδημιολογικά στοιχεία, για τον επιπολασμό και τη διείσδυση του κορονοϊού στη χώρα μας, την ταχύτητα εξάπλωσής του, καθώς και το ποσοστό των ατόμων που εκτέθηκαν στον SARS-CoV-2, αλλά παρέμειναν ασυμπτωματικά και έχουν αναπτύξει ανοσία».

Μοριακά διαγνωστικά τεστ

Στην πρώτη κατηγορία των μεθοδολογιών εντοπισμού του κορονοϊού, σύμφωνα με την κ. Τσιτσιλώνη, ανήκουν τα μοριακά διαγνωστικά τεστ, τα οποία ανιχνεύουν το γενετικό υλικό ή τις πρωτεΐνες του ιού τη στιγμή της λήψης του δείγματος. «Τα τεστ αυτά είναι ποιοτικά (θετικό/αρνητικό αποτέλεσμα) ή και ποσοτικά (προσδιορισμός με σχετική ακρίβεια του ιϊκού φορτίου), αλλά φυσικά αποτελούν «φωτογραφία» του συγκεκριμένου χρονικού σημείου της δειγματοληψίας. Τα μοριακά διαγνωστικά τεστ είναι ζωτικής σημασίας για την ταυτοποίηση των θετικών ατόμων ή των φορέων της νόσου, και την καταγραφή της πορείας της νόσου στην κοινότητα, αλλά ενέχουν τον κίνδυνο εφησυχασμού σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, αφού ο δότης δείγματος μπορεί να μολυνθεί από τον κορονοϊό σε μελλοντική του έκθεση».

Πώς λειτουργούν τα τεστ αντισωμάτων

Στη δεύτερη κατηγορία, αυτής της μελέτης τεχνολογιών για την αποτελεσματικότητα της άμυνας του οργανισμού μας, ανήκουν τα τεστ αντισωμάτων, ενώ σε μια τρίτη κατηγορία ανήκουν τα λειτουργικά τεστ, τα οποία βοηθούν στην κατανόηση του τρόπου δράσης του ιού σε μοριακό-κυτταρικό επίπεδο, και κυρίως στην ανάπτυξη νέων θεραπειών, αναφέρει η καθηγήτρια. «Ειδικότερα, τα τεστ αντισωμάτων ανιχνεύουν την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού όταν μολυνθεί από λοιμογόνο παράγοντα, π.χ. τον SARS-CoV-2, η οποία σχετίζεται με την παραγωγή ειδικών ανοσοσφαιρινών (αντισωμάτων) έναντι πρωτεϊνών (αντιγόνων) του ιού.

Οι κυριότερες τάξεις των ανοσοσφαιρινών που ελέγχονται είναι οι Μ (IgM) και οι G (IgG). Οι IgM παράγονται πρώτες, είναι λιγότερο ειδικές και η ανίχνευσή τους στο αίμα συνήθως σχετίζεται με πρόσφατη λοίμωξη. Σταδιακά, με καθυστέρηση μερικών ημερών, αυξάνονται στο αίμα και οι IgG, οι οποίες είναι απόλυτα ειδικές, παραμένουν στον οργανισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και είναι αυτές που ουσιαστικά παρέχουν μακροχρόνια ανοσία».

Σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει όφελος από το τεστ αντισωμάτων

Για τον SARS-CoV-2, ο έλεγχος της παρουσίας αντισωμάτων στο αίμα, στην παρούσα αλλά και σε μεταγενέστερες φάσεις της επιδημίας, έχει πολλαπλά οφέλη, λέει η κ. Τσιτσιλώνη. «Ειδικότερα, θετικό αποτέλεσμα από το τεστ αντισωμάτων υπάρχει: 1. σε ασθενείς με υποψία λοίμωξης, που η μόλυνση από τον SARS-CoV-2 δεν έχει επιβεβαιωθεί με μοριακό διαγνωστικό τεστ και υποδηλώνει πιθανή μόλυνση από τον κορονοϊό 2. σε ασυμπτωματικά άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με άτομα θετικά για τον ιό (επιβεβαιώνει την έκθεσή τους στον ιό) 3. σε ασθενείς με COVID-19, που υπάρχει επιβεβαίωση και με μοριακό τεστ, δείχνει ότι έχει επαχθεί η παραγωγή ειδικών αντισωμάτων έναντι του ιού. Για τον SARS-CoV-2 το απόλυτο χρονικό διάστημα εμφάνισης αντισωμάτων στο αίμα δεν είναι ακόμα σαφές, αλλά τα μέχρι σήμερα δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι κυμαίνεται μεταξύ 6-25 ημερών από την αρχική μόλυνση».

Keywords
Τυχαία Θέματα