Ενας «γίγαντας» στο… κατσαριδάκι μου!

Προ ημερών όταν το βλέμμα μου έπεσε στην είδηση του τραγικού θανάτου του πατέρα του Βλάντε Ντίβατς, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα στο Τσάτσακ, ο συνειρμός ήταν ακαριαίος. «Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή; Και ο Ντράζεν Πέτροβιτς, αδερφικός φίλος του Ντίβατς, τουλάχιστον πριν από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, με τον ίδιο τρόπο είχε ταξιδέψει στη γειτονιά των αγγέλων». Αμέσως μετά, όμως, θυμήθηκα μια ιστορία που εκτυλίχθηκε τον Ιούνιο του 1999 στην Αθήνα.

Μια ιστορία με πρωταγωνιστές τον σπουδαίο παλαίμαχο μπασκετμπολίστα και την αφεντιά μου.

Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία θα έδινε φιλικό αγώνα με την Ελλάδα, στο πλαίσιο της προετοιμασίας των δύο ομάδων για το Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας, το οποίο απεδείχθη καταστροφικό για την Εθνική, η οποία κατετάγη τελευταία και καταϊδρωμένη στη 16η θέση, ενώ οι «πλάβι», παρά το τρομερό υλικό (Μποντιρόγκα, Ντανίλοβιτς, Ντίβατς, Τομάσεβιτς, Τάρλατς κ.α.), βγήκαν τρίτοι. O Ντίβατς, τότε, στα ντουζένια του. Εχοντας πραγματοποιήσει τη δεύτερη πιο αποδοτική σεζόν στη θρυλική καριέρα του, με 14,3 πόντους, 10 ριμπάουντ, 4,3 ασίστ, 1 τάπα και σχεδόν 1 (0,9) κλέψιμο σε 35,2' συμμετοχής κατά μέσον όρο, ως βασικός φυσικά και στους 50+5 αγώνες των Σακραμέντο Κινγκς στην κουτσουρεμένη (λόγω του lockout) κανονική περίδο και στα πλέι οφ του ΝΒΑ, είχε πάρει λίγες μέρες παραπάνω άδεια από τους άλλους διεθνείς για να ξεκουραστεί.

«Ερχεται ο Ντίβατς στις 08.30 το πρωί της Κυριακής. Θα πας στο αεροδρόμιο για να του κάνεις συνέντευξη; Στο ανατολικό, έτσι; Μην μπερδευτείς και πας στην Ποσειδώνος!», μου λέει δύο μέρες πριν ο Βασίλης Σκουντής, με τον οποίο συνεργαστήκαμε για αρκετά χρόνια στο «Βήμα» και εκείνη την εποχή, στα πρώτα βήματα της ημερήσιας έκδοσης της εφημερίδας, μοιραζόμασταν τον ίδιο χώρο οι τρεις μας, μαζί με τον συχωρεμένο Γιάννη Αντωνόπουλο. «Και το ρωτάς;», του απαντάω χωρίς δεύτερη σκέψη. «Τρέχοντας θα πάω!», του υπόσχομαι και περιμένω ανυπόμονα να φτάσει η Κυριακή για να συναντήσω από κοντά και να πάρω συνέντευξη από τον Ντίβατς.

Εχει προηγηθεί ένα τρικούβερτο ξενύχτι στο «Privilege», αλλά παρά την αϋπνία δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την ευκαιρία. Ξανά, λοιπόν, στο αμάξι, ένα μικρό Peugeot 106 είχα τότε, και βουρ για αεροδρόμιο! Φτάνω στην ώρα μου και περιμένω. Ψυχή δεν υπήρχε. Ούτε δημοσιογράφοι (φαίνεται ότι ο Σκουντής είχε αποκλειστική πληροφορία), ούτε παράγοντες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, ούτε κάποιος από την Ελληνική, ένας υπάλληλος, έστω, για να τον υποδεχθεί. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίζεται μια τεράστια φιγούρα 216 εκατοστών, με ένα τεράστιο ταξιδιωτικό σάκο στον ώμο. Ο Ντίβατς.

Τον πλησιάζω θαρραλέα, αλλά αντί για δηλώσεις, του εκφράζω ανθρώπινα την απορία: «Δεν έχει έρθει κανείς για να σε υποδεχθεί;». «Οπως βλέπεις, κανένας!», μου απαντά δείχνοντας κουρασμένος. «Θέλεις να σε πάρω εγώ με το αυτοκίνητό μου και να σε πάω στο ξενοδοχείο, όπου διαμένει η Γιουγκοσλαβία; Ξέρω πού είναι», θυμάμαι να του πρότεινα, γνωρίζοντας ότι η αποστολή των «πλάβι» είχε καταλύσει στο «Divani Caravel». «Και το ρωτάς; Φυσικά! Καλοσύνη σου!», αποκρίθηκε ο Ντίβατς και δεν έδειξε να έχει κανένα πρόβλημα όταν του εξήγησα πως δεν είχα καμία… λιμουζίνα, αλλά ένα μικρό αμαξάκι, που ίσα - ίσα τον χωρούσε! Πέταξε, λοιπόν, τον τεράστιο σάκο, που γέμισε όλο το πορτ-μπαγκάζ, προσάρμοσε το κάθισμά του πίσω-πίσω και… φύγαμε!

Η οδήγηση με συνοδηγό τον Ντίβατς πρέπει να είναι η πιο αργή στη ζωή μου. «Θα πηγαίνω με 40 χλμ.», σκέφτηκα, «για να προλάβω να τον ρωτήσω όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα». Πραγματικά, φτάσαμε στο «Divani» σε 45 λεπτά αντί για 25, αλλά άξιζε τον κόπο. Μου μίλησε για τον προστατευόμενό του, ρούκι τη σεζόν 1998-99 στο Σακραμέντο, Πέτζα Στογιάκοβιτς, για τη ζωή στο ΝΒΑ, για την επαετή θητεία του στους Λέικερς, για την Εθνική και το Ευρωμπάσκετ, αλλά εγώ άλλο θα θυμάμαι. Το σκοτεινό βλέμμα και τη διαβρωμένη διάθεσή του, όταν αναφερόταν στον πόλεμο, που κατακερμάτισε τη Γιουγκοσλαβία και έκανε αδερφικούς φίλους (που τύχαινε να έχουν διαφορετική καταγωγή) να ψυχρανθούν, εξ ου και το «Once Brothers», που γυρίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα.

«Με την πρώτη ευκαιρία θα πάω τα παιδιά μου στο Βελιγράδι», μου είπε και έκανε μια μικρή παύση. Σκοτείνιασε και αμέσως συμπλήρωσε… «για να δουν!» κατευθύνοντας με παραστατικό τρόπο τον δείκτη και τον μέσο του χεριού του προς τα μάτια του. «Θα τα πάω να δουν τι σημαίνει πόλεμος, ώστε να εκτιμήσουν την ειρήνη και αυτά που απολαμβάνουν. Πράγματα της καθημερινότητας, που άλλα παιδάκια έχουν στερηθεί. Οχι υλικά αγαθά, αλλά τους γονείς τους, τους παππούδες τους! Θα τα πάω για να δουν τα συντρίμμια και να καταλάβουν ποιο είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο». Η εξομολόγησή του ήταν συγκλονιστική και θυμάμαι ότι είχα δυσκολευτεί να μεταφέρω όλες αυτές τις εικόνες στο χαρτί. Τον άφησα στο «Caravel», με ευχαρίστησε για τη βόλτα και χωρίσαμε. Εγώ, όμως, θα τον ευχαριστώ για πάντα για αυτή την αξέχαστη εμπειρία ζωής, που μου άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης...

Keywords
Τυχαία Θέματα