Oσοι αντιρατσιστικοί κι αν φτιαχτούν…

«Όντως, η ιδέα ότι οι ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές σχέσεις είναι φυσιολογικές δημιουργεί μία κατάσταση στην οποία [τα παιδιά] είναι πρόθυμα να εμπλακούν σε τέτοιας φύσης σχέσεις απλά και μόνο λόγω της περιέργειας που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παιδικού μυαλού.» «Έως και 30% των παιδιών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση είναι αγόρια, ενώ 70% είναι κορίτσια. [Δεδομένου] ότι όλοι οι δράστες είναι άρρενες, η ομοφυλοφιλική βία αποτελεί σημαντικό μέρος αυτών των περιπτώσεων […]». «[Η ενημέρωση] σχετικά με το μη παραδοσιακό σεξ [καθιστά] τα παιδιά πιο ευάλωτα στη σεξουαλική κακοποίηση.»

Παράξενο

ίσως, όμως οι θέσεις αυτές δεν αποδίδονται σε κάποιο «πεφωτισμένο» μητροπολίτη. Τις διατύπωσε ο ρώσος δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Dmitry Dedov, στο πλαίσιο της υπόθεσης Bayev. Τις σταχυολόγησα από τη -συνημμένη στην απόφαση- διαφωνούσα γνώμη του, όπου εξηγεί γιατί δεν συντάσσεται με τους συναδέρφους του, οι οποίοι διέγνωσαν καταπάτηση της ελευθερίας έκφρασης επειδή οι ρωσικές αρχές επέβαλαν κυρώσεις στους προσφεύγοντες, όταν αυτοί παραβίασαν τη ρωσική νομοθεσία που απαγορεύει την προώθηση της ομοφυλοφιλίας σε ανήλικους.

Αν και θεωρώ ανέρειστες και επονείδιστες τις θέσεις του δικαστή Dedov, τις αναπαράγω ως παράδειγμα του πώς ομοφοβικές απόψεις που συνδέουν την ομοφυλοφιλία με την παιδεραστία και τη σεξουαλική κακοποίηση μπορούν να εκφραστούν μέσω θεσμικών διαύλων, περιβεβλημένες τον τύπο (έστω) διαφωνούσας γνώμης ενός διεθνούς δικαστηρίου επιφορτισμένου με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο λόγος είναι μέσο έκφρασης ιδεών. Ακόμα και αν μία ανελεύθερη πολιτεία τον φιμώσει στο όνομα της οποιασδήποτε «ορθοδοξίας», οι ιδέες θα βρουν τρόπο να εκφραστούν. Θα γίνουν σύνθημα στο γήπεδο, graffiti στον τοίχο, ανέκδοτο που διαδίδεται στις παρέες, μέχρι και διαφωνούσα γνώμη στο ύψιστο επίπεδο απονομής δικαιοσύνης στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, ιδέες άξιες να συζητηθούν θα καταπνίγονται. Άνθρωποι θα αυτολογοκρίνονται από το φόβο του κάθε αντιρατσιστικού νόμου και των λογιών λογιών οχημάτων της μισαλλοδοξίας και της πολιτικής ορθότητας.

Αν ο δικαστής Dedov είχε εκφραστεί μέσω του ελληνικού Τύπου, οι -αυτόκλητοι και μη- διώκτες του ελεύθερου λόγου θα είχαν αποταθεί στον εισαγγελέα βάσει του (αντισυνταγματικού, κατά τη γνώμη μου) αντιρατσιστικού νόμου που, μεταξύ άλλων και υπό κάποιες προϋποθέσεις, ποινικοποιεί το λόγο που οδηγεί σε ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά ομάδας προσώπων βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού. Με τον ίδιο νόμο (που, ως προς το σκέλος αυτό, κρίθηκε αντισυνταγματικός) κατηγορήθηκε και τελικά αθωώθηκε ο καθηγητής Richter ως αρνητής ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου. Επίσης, διώκεται (καταχρηστικά, πιστεύω) η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου για ισλαμοφοβία και ίσως διωχθούν, εξίσου καταχρηστικά, η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα (επίσης για ισλαμοφοβία) και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος (για τις θέσεις του για την πολυπολιτισμικότητα).

Ο αντιρατσιστικός νόμος και η εφαρμογή του με αναγκάζουν να υπερασπιστώ και πάλι δημόσια το δικαίωμα ανθρώπων (με μερικούς από τους οποίους διαφωνώ κατηγορηματικά με την ουσία των θέσεών τους) να εκφέρουν τις όποιες απόψεις ενστερνίζονται. Τι Δημοκρατία είναι αυτή που φιμώνει την παρεκκλίνουσα του οποιουδήποτε, εκάστοτε «ορθού» γνώμη και απειλεί με τιμωρία τους εκφραστές της; Η αστοχία του (κάθε) αντιρατσιστικού νόμου έγκειται στο ότι βάλλει κατά του λόγου. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ο λόγος. Είναι οι ιδέες που εκφράζονται μέσω αυτού. Και οι ιδέες δεν περιορίζονται με καταστολή. Ας στραφούμε, επομένως, κατά ιδεών· όχι κατά της εκφοράς τους. Ας εξηγήσουμε στον κάθε δικαστή Dedov, με επιχειρήματα και φυσικά χωρίς βία, γιατί διαφωνούμε, γιατί είναι λάθος. Αυτό προϋποθέτει ευρεία ελευθερία έκφρασης και από τις δύο πλευρές.

Διότι είναι μάταιο να περιορίζεις την έκφραση – η διαφωνούσα γνώμη που επικαλούμαι είναι ενδεικτική.

Διότι η ελεύθερη αγορά ιδεών (marketplace of ideas) είναι το πλέον αποτελεσματικό όπλο εναντίον του ρατσιστικού, ομοερωτοφοβικού και κάθε άλλου τέτοιου είδους λόγου.

Διότι, κατ’ αντιδιαστολή, η απαγόρευση έκφρασης είναι απρόσφορο και ατελέσφορο μέσο προστασίας των θυμάτων του ρατσισμού. Πέρα από τα θέματα ελευθερίας της έκφρασης και δημοκρατίας που εγείρει, όχι μόνο δεν καταπολεμά ιδέες, αλλά, ενίοτε, προσφέρει σε αυτές και τους φορείς της δωρεάν προβολή και δημοσιότητα που, χωρίς την καταστολή, δεν θα απολάμβαναν.

Διότι η ελευθερία έκφρασης είναι μείζον μέσο, αλλά και προϋπόθεση δημοκρατικού πλουραλισμού.

*Ο δρ. Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ

The post Oσοι αντιρατσιστικοί κι αν φτιαχτούν… appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα