Ενα βράδυ με τον Αύγουστο Κορτώ

Το βράδυ της Τετάρτης 14 Δεκεμβρίου, στο Public της πλατείας Συντάγματος, στην Αθήνα, κανένας δεν πλαισίωνε τον συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ όπως γίνεται σε παρουσιάσεις βιβλίων, όπου συνήθως αυτός που μιλάει λιγότερο από όλους είναι ο ίδιος ο δημιουργός τους. Αντίθετα, η παρουσίαση του «Μικρού χρονικού τρέλας» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πατάκη εξελίχθηκε σε ένα συγκινητικό μονόλογο του συγγραφέα. Δεν έγινε συζήτηση απλά γιατί δεν το άντεχε

– πράγμα που φυσικά έγινε σεβαστό από το κοινό που τον άκουγε σιωπηλό αλλά ξέσπαγε κάπου κάπου σε πικρά γέλια και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οπως τη στιγμή που ο Κορτώ έβγαλε από το σακίδιο το αγαπημένο του λούτρινο αρνί και το ακούμπησε δίπλα του στο τραπέζι. Γιατί το έχει αυτό το χάρισμα ο Κορτώ, μπορεί να δημιουργεί μια ανάλαφρη ατμόσφαιρα ακόμη και όταν μιλάει για τα πιο δύσκολα πράγματα, όπως το ψυχωσικό επεισόδιο που του συνέβη κάτι τέτοιες ημέρες πριν από οκτώ χρόνια.

Πολύ πριν εμφανιστεί, η σάλα στο καφέ του Public ήταν ασφυκτικά γεμάτη κυρίως από νέους ανθρώπους που τον αγαπούν πολύ. Όταν ήρθε, η μουσική σταμάτησε. Κάθισε μόνος του πίσω από το τραπέζι. Συμπρωταγωνιστής του όση ώρα μιλούσε, θα ήταν το αρνάκι του. Αλλωστε, πέρα από την ασφάλεια που του προσφέρει όταν το έχει κοντά του, το λούτρινο παιχνίδι, που δεν άντεχε να το αφήσει στα δόντια των σκυλιών για τα οποία προορίζεται στην πραγματικότητα, ήταν ένα από τα κεντρικά «πρόσωπα» της προσωπικής περιπέτειας που επρόκειτο να μας αφηγηθεί.

Το καφέ του Public ήταν γεμάτο από νεαρόκοσμο πολύ πριν φθάσει ο συγγραφέας

Παρατηρώντας τον, σκεφτόμουν πόσο γενναίος άνθρωπος είναι γιατί, όσο αποφασισμένος κι αν είσαι, όσο έτοιμος κι αν νιώθεις να μιλήσεις για κάτι τέτοιο, τελικά δεν είναι εύκολο πράγμα. Ο Κορτώ δεν κοίταξε σχεδόν ούτε μια φορά το κοινό του, το βλέμμα του συναντήθηκε με το βλέμμα των πολυάριθμων θαυμαστών του μόνο αργότερα όταν στάθηκαν υπομονετικά στην ουρά και εκείνος άρχισε να υπογράφει τα βιβλία του. Με κατεβασμένο το κεφάλι, ένα αμήχανο χαμόγελο και με το βλέμμα καρφωμένο στη βάση του μικροφώνου μας μίλησε «για την ιστορία ενός μυαλού που έχει παραδοθεί στο χάος, χωρίς συγκρότηση και η συγκρότηση που υπάρχει είναι απατηλή» και για το τι είναι τρέλα με έναν τρόπο που δεν συντάσσεται απολύτως με τις ερμηνείες της ιατρικής επιστήμης. Μίλησε επίσης για τον «διαχρονικό τρόμο και για ένα φαινόμενο διαχρονικά παρερμηνευμένο, αντικείμενο διαχρονικού σκοταδισμού ως προς το τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται» και τόνισε ότι θα συνεχίσει να μιλάει «για την ψυχική αρρώστια μέχρι να έρθει η μέρα που κανείς δεν θα ντρέπεται γι’ αυτό και δεν θα φοβάται να πει ότι πηγαίνει σε ψυχίατρο».

Το περιστατικό συνέβη τον Δεκέμβρη του 2008, μια «περίοδο πάρα πολύ σκοτεινή», μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Μοιραία ο Κορτώ βίωσε την απώλεια προσωπικά γιατί «στην Ελλάδα όλα τα παίρνουμε προσωπικά ιδίως τον θάνατο. Και ήταν τρομερό γιατί είχα την τύχη όπως οι περισσότεροι εδώ μέσα να έχω ζήσει προφυλαγμένος από την φρίκη του πολέμου. Δεν χρειάστηκε ευτυχώς ποτέ και εύχομαι να μην χρειαστεί ποτέ να ζήσουμε αυτή την εμπειρία, βομβαρδισμός, καταστροφές, θανατικό, όλο αυτό συνέβη, η πλατεία Εξαρχείων είχε κάτι το απόκοσμο, η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, δακρυγόνα, καμένα μαγαζιά, καμένα αυτοκίνητα, καμένα κτίρια ήταν πάρα πολύ τρομακτικό. Και πάνω στο νωπό τραύμα μιας απώλειας που είχαμε πάρει προσωπικά, ζήσαμε άλλο ένα δεύτερο σοκ, ένα τραύμα.», όπως είπε.

Τις ημέρες εκείνες είχε ήδη αρχίσει να τρελαίνεται, απλώς δεν το ήξερε. Ήταν ένας μήνας συνδεδεμένος με απώλειες, ο Γρηγορόπουλος που σκοτώθηκε με μια σφαίρα στην καρδιά, ο ψυχίατρός του που είχε κηδευτεί δυο ημέρες πριν, η μάνα του η Κατερίνα που είχε αυτοκτονήσει στις 28 Δεκεμβρίου, πριν από έξι χρόνια. Δεν έκρυψε το θυμό του για την αυτοκτονία της με την οποία «φρόντισε εκείνες οι τελευταίες ημέρες να του είναι κάθε χρόνο αλησμόνητες». Μέσα στο χάος του ταραγμένου του μυαλού δεν μπορούσε να δεχτεί κανέναν από αυτούς τους θανάτους, πόσο μάλλον της μητέρας του, «το Κατερινάκι ζούσε κάπου» κι εκείνος έψαχνε να το βρει.

Το πολυαγαπημένο του λούτρινο αρνάκι ήταν ο συμπρωταγωνιστής του Αύγουστου Κορτώ στην παρουσίαση του βιβλίου τουΗ αθωότητα της τρέλας

Η τρέλα «είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να βάλεις σε τάξη το χάος ενός κόσμου που από τη μια στιγμή στην άλλη γίνεται ατέλειωτος, απειλητικός, ακατανόητος, τρομακτικός, αλλά και μαγικός επίσης» είπε ο Κορτώ, οπότε κάλλιστα μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα μωρό. Αλλωστε η «ηλιθιότητα» ενός μωρού χρησιμοποιείται ακόμα στην καθομιλουμένη όταν μιλάμε για ξεμωραμένους ή όταν παλιότερα η επιστήμη μιλούσε για μωρία.

«Ήμουν πάρα πολύ τρομαγμένος, καταλάβαινα ότι γύρω μου ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος, δεν θυμόμουν αρκετά τον εαυτό μου, αν τον θυμόμουν θα μπορούσα να επιστρέψω σ’ αυτόν. Αν όμως δεν μπορείς να επιστρέψεις στον εαυτό σου τότε έχεις στ’ αλήθεια εαυτό;» Ο εαυτός του εκείνη τη στιγμή ήταν ο νέος Δαλάι Λάμα, ένα νεογέννητο που έπρεπε να μάθει να βλέπει τον κόσμο μέσα από άλλα μάτια, να μάθει να τον ερμηνεύει και να συνεννοείται. Έπρεπε να μάθει τα όρια του καινούργιου του εαυτού και τα όρια αυτού του κόσμου. Η φωνή του ακουγόταν βραχνή καθώς μας έβαζε στον κόσμο εκείνων των ημερών κι εκείνος πήγαινε πίσω και ξαναθυμόταν πόσο παντοδύναμος ένιωθε όπως όλα τα μωρά πριν συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη του άλλου.

Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κάνει τη συζήτηση που είχε τάξει στο κοινό του. Ζήτησε συγγνώμη και υποσχέθηκε ότι θα γίνει και αυτή «σε μια μικρή ασφαλή απόσταση χρόνου». Κλείνοντας ακούσαμε όμως μια πραγματικά ανακουφιστική φράση: «Τούτος εδώ [είπε δείχνοντας το λούτρινο αρνάκι], η αθωότητα και μαζί της η ερμηνεία του κόσμου, οι κανόνες της λογικής επέστρεψαν, το μυαλό μπορεί να επιστρέψει. Δεν πάει πουθενά, εκεί είναι και περιμένει τους γιατρούς που θα το κάνουν καλά. Και το βασικό, η αγάπη δεν χρειάζεται να επιστρέψει γιατί η αγάπη είτε μας δένει με κάποιον ζωντανό είτε μας δένει με κάποιον πεθαμένο είτε με ένα λούτρινο αρνί που βελάζει και έχει γίνει μαύρο από τον καπνό και την τσιγαρίλα αλλά αρνείται κατηγορηματικά να πάει για πλύσιμο, καθαριστήριο η αγάπη δεν χρειάζεται να επιστρέψει γιατί δεν χάνεται ποτέ. Σας ευχαριστώ»

Κι εμείς σε ευχαριστούμε, Αύγουστε Κορτώ.

Info:
Ο Πέτρος Χατζόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Αύγουστου Κορτώ, γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη. Είναι μεταφραστής ενώ επίσης έχει εκδώσει διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες, κριτικές και βιβλία για παιδιά.

The post Ενα βράδυ με τον Αύγουστο Κορτώ appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα