Κερδίστε βιβλία: «Ανω Κάτω», Χριστίνα Πουλίδου (Μεταίχμιο)

12:39 8/4/2016 - Πηγή: Protagon

Ενα μυθιστόρημα ηθογραφίας της δημοσιογράφου Χριστίνας Πουλίδου, το οποίο εκτυλίσσεται στη Σύρο της Κατοχής και του σήμερα. Στο προσκήνιο οι παράλληλες ζωές δύο γυναικών που σέρνουν μαζί τους ιστορίες απ’ αυτές που λιμνάζουν στη σκιά των σχέσεων ανθρώπων και κοινοτήτων.

Η Ανω Σύρος και ο «Γυαλός» – η Ερμούπολη. Οι λόφοι και το λιμάνι. Μια πόλη όπου ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις, που κατοικείται από φραγκοσυριανούς και ορθόδοξους, ένα κοσμοπολίτικο αμάλγαμα που ζωντανεύει μέσα από μιαν αφήγηση σε δύο χρόνους.

Ερμούπολη, προπολεμικά. Η ζωή της μόλις δέκα ετών εργάτριας Μαρουλίνας αλλάζει

όταν προβιβάζεται σε δούλα στο σπιτικό του κυρ Μάρκου και της κυρά Ευθυμίας. Μέσα από τα μάτια της παρακολουθούμε πώς ζει η μεσοαστική τάξη της πόλης που θα δοκιμαστεί στα οδυνηρά χρόνια της Κατοχής.

Ερμούπολη, στα χρόνια της Κρίσης. Η Ερμιόνη εγκαθίσταται στο νησί ακολουθώντας τους οικογενειακούς δεσμούς του άντρα της. Μέσα από τα δικά της μάτια αυτή τη φορά παρακολουθούμε τη σημερινή εικόνα της συριανής κοινωνίας, τις ανησυχίες και τα προβλήματά της.

Από τη Μαρουλίνα ως την Ερμιόνη, ένα κόκκινο νήμα συνδέει τους δυο κόσμους. Ενα νήμα, αόρατο και βαρύ, καθώς σέρνει όσα έμειναν ανείπωτα στην κοινωνία της Σύρου – όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινότητες των ανθρώπων.

*Το βιβλίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 11 Απριλίου 2016, στις 9 μ.μ., στο Public Café Συντάγματος (Καραγεώργη Σερβίας 1, 5ος όροφος).

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Η θεία Αδριανή κι ο άντρας της ο Παντελής ήταν η ψυχή της οικογένειας. Όλοι σ’ αυτούς αναφέρονταν. Είτε για να δώσουν βάση στα επιχειρήµατά τους είτε για να γελάσουν µε τα καµώµατά τους. Η θεία Αδριανή ήταν ένας αλέγρος άνθρωπος, µε έγνοια για τους γύρω της και µε ένα σπίτι ανοιχτό – «Εφηµερεύοµε διαρκώς» συνήθιζε να λέει. Ο θείος Παντελής ήταν ένας χαρακτήρας δύσκολος και τζαναµπέτης, µε µυαλό ανήσυχο και µε καρδιά αγκινάρα.

Η Ερµιόνη τους καµάρωνε, γιατί στα ογδόντα πέρα τους είχαν τη σπιρτάδα που χαρίζει στους ανθρώπους το κέφι της ζωής. Οι δυο τους έσµιξαν, λες, για να τσακώνονται. Περιβόλι ήταν να τους ακούς – η κουβέντα τους δεν πήγαινε ποτέ ευθεία, διάλεγαν πάντα µια πορεία στριφογυριστή. «Ξηµέρωσε;» ρωτούσε, σαν να λέµε, η θεια-Αδριανή. «Για να µην είναι βράδυ, θα ’ν’ πρωί» απαντούσε περιφραστικά ο Παντελής. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτό το λοξοδρόµισµα, αυτές τις περιττές κουβέντες, αυτό το πείραγµα το συνεχές ποτέ δεν το βαρέθηκαν. Τούτο ήταν τελικά που νοστίµιζε τον γάµο τους κι η σχέση τους ήταν ένα κουβεντολόι ατέρµονο – µε αιφνίδιες καταιγίδες.

Την Παρασκευή το µεσηµέρι έπιασαν να κουβεντιάζουν, όπως συνήθιζαν, µε τον δικό τους τρόπο.

«Γιατί είναι το κλειδί εδωνά; Αφού το βάζουµε εκειδανά» ξεκίνησε ο Παντελής.

«Πα, χριστιανέ µου! Είν’ εδωνά γιατί το άφησες εσύ εψές, για να ακουµπήσεις τα ψαρέµατά σου» απάντησε η Αδριανή.

«Και σαν πού ’ναι τα ψαρέµατά µου;» αντιρώτησε ο Παντελής.

«Το καλάµι σου και η συρτή είναι στην αποθήκη, τα ψάρια καθαρισµένα τα ’χω στο ψυγείο» είπε υποµονετικά η Αδριανή.

«Και σαν καθάρισες τα ψάρια, τι σ’ έπιασε κι έβαλες τώρα να κάµεις γεµιστά;» ξαναρώτησε ο Παντελής.

«Γιατί η Ερµιόνη µου ’πενε πως πεθύµησε να φάει γεµιστά και τα ’χα κοµµένα από χτες, θα χάλαγαν αν δεν τα ’ψηνα» αποκρίθηκε η Αδριανή.

Σαν ντουφεκιές πηγαινοέρχονταν οι ερωταπαντήσεις ωσότου διευκρινιστεί πως η ανιψιά, η Ερµιόνη, θα περνούσε αποκεί να φάει και µετά θα κατέβαινε στο λιµάνι για να παραλάβει τον Κωστή, τον άντρα της. Και το κουβεντολόι ξετυλιγόταν για ώρα, διότι στον µπαρµπα-Παντελή δεν άρεσαν τα µισόλογα. Απαιτούσε απ’ τον συνοµιλητή του πλήρεις και ακριβείς απαντήσεις. Δεν του αρκούσε το συµπέρασµα, ήθελε όλη τη διαδροµή της σκέψης, ούτε επιζητούσε την οικονοµία στις κουβέντες – αντίθετα, πείσµωνε όταν πήγαινες να κόψεις δρόµο στις αποκρίσεις σου.

Άκουσε λοιπόν ο θειος πως έρχεται ο ανιψιός, «Μαθαίνω πως δεν παν καλά τα πράγµατα, θέλω να του µιλήσω» υπέδειξε στη θεια – «µέµνησο!» της είπε αξιωµατικά.

«Φτυστός ο θειος του ο Διαµαντής!» έλεγε για τον άντρα της η Αδριανή. «Θεός σχωρέσ’ τον, µα ανάποδος άθρωπος ήταν – έψησε το ψάρι στα χείλη της αδρεφής του της Μαρκέλλας που τον νοικοκύρεψε µια ζωή, αναπαυµένη να ’ναι η ψυχούλα της» πρόσθετε ευλαβικά.

Η θεια-Αδριανή κι ο µπαρµπα-Παντελής ήταν θειοι του Κωστή – µα έχει καµιάν αξία αυτό; Δικούς της τους µετρούσε η Ερµιόνη. Η καταγωγή τους ήταν απ’ τη Χίο, όµως στη Σύρο έσµιξαν κι εδώ έστησαν το σπιτικό τους. Δυο παιδιά κάµανε – «Στην Αµερική είναι ο εις κι η άλλη στη Σουηδία» λέει µε πίκα ο Παντελής όταν τα µνηµονεύει. «Σιγά µην πήγαν µετανάστες» µουρµουρά η Αδριανή. «Σε ήκουσα, Αδριανή!» ανάβει ο Παντελής «είπα εγώ πως πήγαν µετανάστες; Άµε, τι να τις κάνω τις σπουδές και τις µετασπουδές, αν είναι τα παιδιά µου να τα ’χω χαµένα;». «Κουνήσου απ’ τη θέση σου, χριστιανέ, πώς τα ’χεις χαµένα; Κάθε χρόνο δεν είναι δω, µε τις εγγονοί σου δεν ήσουν τρεις µήνες το καλοκαίρι; Γιατί είσαι αχάριστος, µου λες;» θυµώνει η θεία Αδριανή.

Αυτά σκεφτόταν η Ερµιόνη, καθώς έµπαινε στο χτήµα τους. Άνοιγε η ψυχή της όταν πήγαινε εκεί – µια θάλασσα από φρούτα και λαχανικά, ευωδιές και χρώµατα ήταν το χτήµα τους. Αµ, το σπίτι; Άστραφτε και µοσχοµύριζε η πάστρα, ενώ απ’ την κουζίνα της θεια-Αδριανής κάθε µέρα ξεχυνόταν η µυρωδιά ενός γλυκού – ή πάστα φλώρα ήταν αυτό ή µαρµελάδες έβραζαν ή έστω ένας χαλβάς ψηνόταν «στο πι και φι». Και βέβαια, όλα αυτά ήταν έτσι γιατί οι νοικοκυραίοι ήταν έτσι – την αγαπούσαν τη ζωή.

Τυχαίο ήταν άλλωστε που και οι δυο τους ήταν φιγουρίνια; Τα ρούχα του ο Παντελής για λίγο τα φορού-
σε. Έπειτα µπανιαριζόταν κι άλλαζε – και τα ’θελε όλα στην τσάκιση σιδερωµένα και «τα χρώµατα-κοστούµι, από την κάλτσα ως το κασκέτο» καυχιόταν όταν το ’φερνε η κουβέντα. Ακόµα και το µαντίλι που είχε πάντα στην τσέπη του το ήθελε αστραφτερό και φρεσκοσιδερωµένο. Αυτή ήταν η πάγια εντολή που είχε δώσει στα νιάτα του και την ανανέωνε συχνά – µην και ξεχαστεί η θεια.

Η Αδριανή, πάλι, ήτανε πάντα «ευπρεπισµένη» – το πρόσωπό της φωτιζόταν µε λίγο κραγιονάκι, το µαλλί της ποτέ δεν ήταν ατηµέλητο, παντόφλες ποτέ δεν φόρεσε, στα ρούχα της αγαπούσε τα ζωντανά χρώµατα κι ένα µαντίλι ήταν πάντα δεµένο µε σκέρτσο στην τσάντα της.

«Έχεις χαιρετίσµατα από την Ερατώ Κλήµη» είπε η Ερµιόνη στον µπαρµπα-Παντελή, προσέχοντας να µην είναι κοντά η Αδριανή.

«Μµ, από τότε που χήρεψε η Ερατώ στραπάτσα µου ’καµε» ακούστηκε να µονολογεί απ’ την κουζίνα η Αδριανή, που «το αυτί της ραντάρ αχρηστεύει», καταπώς λέει ο Παντελής.

«Τι κάνει η Ερατώ, καλά είναι; Την πάντρεψε την κόρη της;» ξεκίνησε να λέει αµήχανα ο θείος.

«Ούριανες, καηµένε Παντελή, δυο εγγόνια δεν έχει η Ερατώ; Το καλοκαίρι που σαλιάριζες µαζί της στην πλατεία τα εγγόνια της δεν είχε βγάλει σεργιάνι;» συνέχισε αµείλικτα η Αδριανή.

«Μάλιστα, κυρά µου, ούριανα! Είσαι ευχαριστηµένη;»

«Όχι, δεν µε τιµά να ’χω ούριο σύζυγο. Να δουλεύει το µυαλό του θέλω κι ας τρέχει στον ποδόγυρο!» είπε περήφανα η Αδριανή.

Και φούσκωσε το στήθος του Παντελή και καµάρωσε κρυφά. Γιατί η γυναίκα του όπως ήταν τον ήθελε, κι ας είχε τα κουσούρια του – «Σαν είν’ κουσούρι αυτό; Μάλιστα, µ’ αρέσει ο ποδόγυρος. Αυτό δεν είν’ το φυσικό; Ποιον ήβλαψα, για ’πέ µου;» θα έλεγε αν άκουγε τη σκέψη της, συλλογίστηκε η Ερµιόνη και χαµογέλασε άθελά της.

«Γιατί γελείς; Σωστή κουβέντα είπε η θεια σου» αρπάχτηκε ο Παντελής.

«Όχι, θείε µου, σας καµάρωνα» είπε η Ερµιόνη.

«Σκόρδο, µη µε µαθιάξεις!» είπε ο Παντελής, που κοντά στ’ άλλα ήταν και προληπτικός. «Όµως ’πέ µου, στο ψάρεµα σήµερα µου είπενε πως θα διαλυθεί το στρατόπεδο που ήταν η Σχολή Εφέδρων. Είν’ έτσι, λες;»

«Κλείνουν όσα στρατόπεδα ήταν ανενεργά σε όλη τη χώρα, θείε µου, κι αυτό είναι το σωστό, όµως εσύ γιατί ανησυχείς;»

«Γιατί σπούδαζα στη Σχολή Εφέδρων. Και σαν έγινε ο πόλεµος, από εκεί έφυα καρσί στη Μέση Ανατολή. Το λοιπόν, θέλω να το γλιέπω το στρατόπεδο. Έχω αναµνήσεις, βρε α’φέ» απάντησε εριστικά ο Παντελής.

«Και σαν τέλειωσε ο πόλεµος κι επέστρεψε για τα καλά εδώ, µε ήβρε, µε ερωτεύθηκε, δώσ’ του κλότσο να γυρίσει παραµύθι ν’ αρχινίσει» παρενέβη η θεία Αδριανή.

«Για ’δέ, εσύ, κυρά µου, δεν µε ηγάπησες; Για ’πέ…» πονήρεψε ο Παντελής.

«Πώς δεν σε ηγάπησα; Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόµατί µου! Εγώ δεν ξεροστάλιασα στο λιµάνι να σε καρτερώ και σαν έφτασε το καράβι και βγήκες µε τον γυλιό, µια άλλη σε αγκάλιασε και φύατε µαζί; Τα ξέχασες, ούριε Παντελή;»

«Αµάν η µνήµη σου, Αδριανή!» στέναξε ο θειος.

«Μα καλά, είχατε γνωριστεί από πριν;» ρώτησε η Ερµιόνη.

«Άµε! Ο Παντελής, όταν φοιτούσε στη Σχολή Εφέδρων, τα σαββατόβραδα που είχε έξοδο έµενε στις θειοι του, που ήταν γειτόνοι µας. Εγώ από νωρίς τον θαύµαζα, αλλά εκείνος για χρόνια δεν µε κοίταζε γιατί ήµουνα µικρή. Και, όταν πια µε γλυκοκοίταξε, ήταν στις παραµονές που έφυε για τον πόλεµο» είπε η Αδριανή.

«Οι νοικοκυραίοι είν’ εδώ;» άκουσαν µια φωνή απ’ την καγκελόπορτα να τους καλεί.

«Καλώς τονα τον Νικολή. Ζύγωσε να πιούµε το ουζάκι µας» απάντησε ο Παντελής.

«Ωχού! Δουλειές ανοίγει ο Παντελής…» άκουσε η Ερµιόνη την Αδριανή να µουρµουρά απ’ την κουζίνα της.

«Κόπιασε, πρέπει να οργανώσουµε το καζάνι» συνέχισε ο Παντελής φέρνοντας το τάβλι στην αυλή – «και στο µεταξύ, ’εν είν’ κακό να µάθεις τάβλι!» είπε µε το στραβό του χαµόγελο.

«Μα για τούτο ήρθα δω, µε φούντωσε ο Αλφόνσος που για µισή ώρα δουλειά έναν κουβά λεφτά γύρεψε. Τι ήθελα και φώναζα αυτόν και δεν έλεγα του Στράτου;» έπιασε να λέει.

«Μα τι δουλειά έχει ο Στράτος; Μπετατζή άθρωπο θα φώναζες να σου µαστορέψει το καζανάκι;» ρώτησε ο Παντελής.

«Μα είν’ ορθόδοξος ο Στράτος και οι καθολικοί µια φάρα είναι – σαν έχεις την ανάγκη τους, άσ’ τα, Παντελή, πού σε πονεί και πού σε σφάζει» παραλογίστηκε ο Νικολής.

Μπαίνοντας στην κουζίνα η Ερµιόνη, «Έλα, κόρη µου, να σου βάλω να φας, γιατί τώρα µπλέξαµε – βράδυ θα φύγει ο Νικολής» µουρµούρισε η Αδριανή. «Αράθυµος και άνιωθος άθρωπος είναι. Ανέµυαλος, όλο λωλάδες λέει. Μα τι του βρίσκει ο Παντελής;…» συνέχισε µες στη φούρκα. «Για ’πέ, µίλησες µε τη Θάλεια;»

Απότοµα συννέφιασε η Ερµιόνη, γιατί η κουβέντα που είχε το πρωί µε την κουνιάδα της, όσο να πεις, ήταν στενάχωρη. «Μίλησα, δύσκολα είναι τα πράµατα. Οι κόρες της ψάχνουν για δουλειά και στο µεταξύ σωρεύουν µεταπτυχιακά. “Απ’ το να κάθονται στο σπίτι οληµερίς, τουλάχιστον ας σπουδάζουν, να βελτιώσουν τα βιογραφικά τους” µου είπε η Θάλεια κι είχε δίκιο» είπε η Ερµιόνη.

«Πώς έγινε έτσι η χώρα µας… Κι έπειτα γκρινιάζει ο Παντελής, που είναι τα παιδιά µας έξω… Ε, αµέ! Αν τα ’χα-
µε εδωνά, τι θα απέκαµαν κι αυτά; Χωρίς δουλειά θα ήταν. Και ο Κωστής, τι νέα;» είπε µε έγνοια και για να αλλάξει θέµα.

«Τώρα θα τα µάθουµε. Πώς βιάζεσαι; Από την Κίνα επέστρεψε προχτές στην Αθήνα και τώρα έρχεται – κι αν όλα παν καλά, θα µείνει πέντε µέρες».

«Βρε κόρη µου, πότε θα ησυχάσει κι αυτός; Να ’ρθει να ζήσετε καλά κι ανταµωµένα. Σ’ τα λέω επειδή δεν έχεις µάνα, ούτε πεθερά και σας πονώ σαν να ’στενε δικά µου παιδιά» είπε για άλλη µια φορά η Αδριανή.

«Ξανά τα ίδια θες να πούµε; Αφού τον ξέρεις τον Κωστή, λατρεύει τη δουλειά του. Όµως, όταν έρχεται εδώ, περνά καλά και ησυχάζει» είπε υποµονετικά η Ερµιόνη τρώγοντας τα γεµιστά της. «Δυόσµο έβαλες και σταφίδες;» είπε στη θεια.

«Να πάρεις και για τον Κωστή, ετοιµασµένο σου ’χω ένα πακέτο. Εσύ καλά πας στη δουλειά σου;» ρώτησε µε έγνοια η Αδριανή.

«Στα τελειώµατα είµαι σε ένα βιβλίο δύσκολο, που µ’ άρεσε πολύ, αλλά τώρα κουράστηκα – θα το τελειώσω µια φορά. Κατά τα λοιπά, τα ίδια όπως τα ’ξερες – µια χαρά περνώ» είπε ήσυχα η Ερµιόνη.

«Σαν να λέµε, δεν το µετάνιωσες που ήρθες να µείνεις εδώ;» επέµεινε η Αδριανή.

«Ούτε λεπτό! Όταν µου λείπει η φασαρία της Αθήνας, πάω, παίρνω µια µυρωδιά κι έρχοµαι τρεχάλα πίσω. Μόνο ο Κωστής και οι φίλοι µας µου λείπουν, µα µήπως είναι στην Αθήνα κι ο Κωστής; Κι οι φίλοι µας όλη την ώρα εδώ βρίσκονται. Μαζί µε τον Κωστή απόψε, άλλοι τρεις έρχονται παρέα».

«Θα ’ρχει κι η Ρηνούλα;» τη ρώτησε η Αδριανή µε ξαφνικό ενδιαφέρον, γιατί είχε ιδιαίτερη αδυναµία στην παιδική φίλη της ανιψιάς.

«Ναι, η πολύφερνη! Βρήκε τρύπα στο πρόγραµµά της και κοπιάζει» είπε χαµογελαστά η Ερµιόνη.

Τ’ άκουσε αυτό η Αδριανή και το ταψί ολόκληρο της έδωσε, µαζί µ’ ένα καφάσι φρούτα και λαχανικά – «Δεν πάω στον πόλεµο, θεια» διαµαρτυρήθηκε εκείνη ευγενικά.

Στον δρόµο για το λιµάνι, στη στροφή, εκεί που σκάει η Ερµούπολη, ευφράνθηκε η ψυχή της Ερµιόνης βλέποντας τη φωτισµένη πόλη. Άκου να µετανιώσω, είπε µέσα της, ευγνωµοσύνη µόνο νιώθω για την τύχη µου!

Η οικογένεια του Κωστή ήταν µια µπερδεµένη ιστορία. Η γιαγιά του η Κλειώ, µια άξια γυναίκα, ήταν Χιώτισσα. Η οικογένειά της πότε πλούτιζε και πότε φτώχαινε και τα τέσσερα αδέλφια της, στα δύσκολα χρόνια του πολέµου και της φτώχειας, σκόρπισαν σ’ όλη την οικουµένη.

Η γιαγιά η Κλειώ –ας ξεκινήσουµε απ’ αυτήν– ήταν το στερνοπούλι της φαµίλιας, που αποκόπηκε για κάποια χρόνια απ’ τα αδέλφια της. Την είχαν αφήσει να κάνει την πιο άχαρη δουλειά, να γηροκοµήσει τους γονείς. Αυτό πάντα το µνηµόνευε. «Αυτοί κάµαν τη ζωή τους και µ’ άφησαν εµένα πίσω, µικρό κορίτσι ήµουνα, να πλένω, να ξεσκατίζω και να µαγειρεύω» έλεγε. Λάτρεψε τους γονιούς της πιστά κι αγόγγυστα και όταν συγχωρέθηκαν νωρίς –«ταλαιπωρηµένοι άνθρωποι, δεν άντεξαν τις αρρώστιες»– δεν δέχτηκε καµιά προσφορά των αδελφών της να παντρευτεί και να πάει να µείνει κοντά τους. Στη Χίο έµεινε. Αµέσως βρήκε τον άντρα της, παντρεύτηκαν κι έκαναν την κόρη τους, «τ’ Αγγελικώ». Κι αυτή µε τη σειρά της νωρίς ερωτεύτηκε, µικρή παντρεύτηκε και γρήγορα γεννοβόλησε τα δίδυµα – τη Θάλεια και τον Κωστή.

Κι η θυγατέρα της Κλειώς, µε άλλα λόγια η πεθερά της Ερµιόνης –«τ’ Αγγελικώ»–, µια υπέροχη γυναίκα ήταν! Ψηλή, ξανθιά, αρχοντική, µε χιούµορ και µια λογική τετράγωνη. Ήταν κρίµα που δεν σπούδασε, όµως έπιασε νωρίς δουλειά στην εφορία, παντρεύτηκε από έρωτα, έκαµε τα δίδυµά της και χήρεψε νωρίς – «Από ανακοπή τον έχασα τον Σιδερή» έλεγε και συννέφιαζε, γιατί ποτέ δεν ξεπέρασε την πρόωρη χηρεία της. Τα δυο παιδιά µεγάλωσαν µε τη µάνα, κοντά στους παππούδες και σε µια θάλασσα από ξαδέλφια και φίλους. Όταν ήρθε η ώρα τους, σπούδασαν στην Αθήνα. Ο Κωστής συνέχισε στο εξωτερικό, η Θάλεια έπιασε δουλειά, παντρεύτηκε, έκανε δυο κόρες, καλά είναι.

Η αδελφή της Κλειώς, η Μαρκέλλα, στη Σύρο βρέθηκε. Χιώτικης καταγωγής ήταν κι ο Ισίδωρος που παντρεύτηκε µε προξενιό κι έστησε εδώ το σπιτικό της. Χωρίς παιδιά, έγινε ο στυλοβάτης της οικογένειας. Εδώ µάζευε όποιον γύρευε να βρει µια ζεστασιά οικογενειακή κι εδώ έζησε για πολλά χρόνια ο αδελφός της ο Διαµαντής, αλλά κι ο ανιψιός ο Παντελής.

Ο Τάκης και ο Διαµαντής ήταν τα δυο αγόρια της οικογένειας. Ο Τάκης, ο πρωτότοκος, χήρεψε νωρίς µ’ ένα παιδί (τον µπαρµπα-Παντελή) κι έφυγε πριν απ’ τον πόλεµο, στην Αλεξάνδρεια. Τον γιο του τον άφησε στην αδελφή του την Κλειώ για έναν χρόνο. Άνθρωπος υπεύθυνος και φιλόπονος, δούλεψε πλάι σ’ έναν θειο του, έφερε κοντά και το µοναχοπαίδι του, µε τα χρόνια πρόκοψε. Ύστερα έστησε δική του επιχείρηση κι εκεί µάζεψε αργότερα και γιο και αδελφό.

Ο αδελφός του ο Διαµαντής ήταν ένας ιδιόρρυθµος και πεισµατάρης άνθρωπος, µε χίλιες δραστηριότητες, πολυτεχνίτης κι ερηµοσπίτης. Αµούστακος έφηβος ήταν όταν έπιασε δουλειά στο πλάι του πατέρα του. Την τρίτη µέρα τα τσουγκρίσανε και γίνανε από δυο χωριά. Ο Διαµαντής, έξω φρενών, έφυγε απ’ το νησί – στη Σύρο, στην αδελφή του τη Μαρκέλλα κατέπλευσε, µε προοπτική να ασχοληθεί µε το εµπόριο. Ξέσπασε όµως ο πόλεµος και, ανήσυχος καθώς ήταν, µπήκε στην Αντίσταση. Το ’42 φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο – όπου και κούρνιασε στο πλάι του µεγάλου αδελφού.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν ο Νάσερ εξήγγειλε την πολιτική του, στον ελληνισµό δηµιουργήθηκε ένα ευρύ κύµα φυγής. Κι ο Τάκης αποφάσισε να κλείσει την επιχείρηση. Ο γιος του ο Παντελής είχε ήδη λιποτακτήσει – αγάπησε την Αδριανή και νοικοκυρεύτηκε στη Σύρο. Από κοντά, είχε επιστρέψει επίσης στη Σύρο (στο σπίτι της Μαρκέλλας) και ο αδελφός του ο Διαµαντής. Ο Τάκης είχε αποµείνει µοναχός, σαν καλαµιά στον κάµπο. Τον συνέτρεξε και πάλι τότε η αδελφή του η Κλειώ. Πήγε στην Αλεξάνδρεια, ξέστησε και πακετάρισε το σπιτικό του ολάκερο και τον βοήθησε να αποτραβηχτεί στη Χίο. Του βρήκε ένα σπιτάκι κοντά της κι έζησε εκεί ήσυχα, ως τα βαθιά γεράµατά του.

Η άλλη αδελφή, η Στέλλα, παντρεύτηκε στην Αµερική. Κι αυτή µε προξενιό. Δεύτερος γάµος ήταν για τον άγιο θείο Πελοπίδα η όµορφη Χιώτισσα. Στο Νew Jersey έζησε τα πιο πολλά της χρόνια και, όταν χήρεψε, µια στη Σύρο ερχόταν, µια στην Αλεξάνδρεια πήγαινε (ακόµα κι όταν είχε φύγει ο Τάκης, στους φίλους που είχε κάνει εκεί) και µια στη Χίο περνούσε τον χρόνο της. «Άµα έχεις λεφτά, και η χηρεία ελαφραίνει» έλεγε θυµόσοφα και όχι µε κακία η πεθερά της Ερµιόνης.

Την Ερµιόνη, που ήταν από οικογένεια µικρή –δυο ξαδελφούλες και δυο ανίψια είχε όλο κι όλο– τούτη η λαοθάλασσα της οικογένειας του Κωστή πολύ την είχε µπερδέψει στην αρχή. Μα της άρεσε που ήταν χαρακτήρες δυνατοί κι αυτόνοµοι, κοσµοπολίτες κι επιβιωτικοί, µα πάνω απ’ όλα της άρεσε που έβλεπαν χαρωπά τη ζωή – ένα παιχνίδι ήταν και το ’παιζαν στα άκρα του.

Η αδελφή του Κωστή, η Θάλεια, ήταν µια αγωνίστρια της ζωής. Καλοπαντρεµένη µε τον Βασιλάκη της –έναν ήσυχο άνθρωπο µα όχι κουτό, που δούλεψε σκληρά για κάποια χρόνια σε εργοτάξια στην Αφρική κι έπειτα έκαµε µια ήρεµη ζωή, µε τα σπορ και τα διαβάσµατά του–, δυο παιδιά µεγάλωσε δουλεύοντας σαν σκυλί. «Η Θάλεια παθιάζεται µε τη δουλειά, η απραξία είναι γι’ αυτή θάνατος» έλεγε ο άντρας της και το γονίδιο αυτό, το ίδιο ακριβώς, είχε κι ο αδελφός της ο Κωστής.

Η Θάλεια έγινε µηχανικός και την καριέρα που έκανε στη ΔΕΗ την έχτισε µε τα χεράκια της και τον προσωπικό της µόχθο. Και όταν ήρθε η κακιά στροφή της κρίσης, ξύπνιο µυαλό, εγκαίρως πήρε το καπελάκι της, την εθελούσια και τη σύνταξή της και πήγε σπίτι της. Αµ, εύκολο το ’χεις, που µια ζωή ήταν στον δρόµο από νωρίς; Ησυχία δεν είχε η Θάλεια, συνέχεια άνοιγε δουλειές και µπήκε σαν ταύρος εν υαλοπωλείω στις ζωές των κοριτσιών της. Κι αυτές, που µεγάλωσαν χειραφετηµένες από γονείς, βρέθηκαν στην ενήλικη ζωή τους µε µια µάνα που ξανάβλεπε τα παιδιά της σαν ανήλικα… Ο κακός χαµός έγινε.

«Για να καταλάβεις, Ερµιόνη» της έλεγε παλιά τα παράπονά της η ανιψιά η Αγγέλα «η µάχη της Πετροµαγούλας γίνεται καθηµερινά για το πρωινό. Είµαι είκοσι έξι χρονών και τώρα ανακάλυψε πως δεν τρώω πρωινό! Πώς να το ’ξερε η γυναίκα αφού έφευγε χαράµατα, όταν δούλευε; Αµ, κυρά µου, δεν γίνεται τώρα να γνωριζόµαστε εξαρχής – να µου στύβει πορτοκάλια, να µου ψήνει ψωµί και να µου ψιλοκόβει φρουτοσαλάτα… Και να µου τα αραδιάζει εκεί µπροστά, λες κι είµαι πεντάχρονο!» εξοργιζόταν.

Οι δυο ανιψιές λοιπόν, χειραφετηµένες από νωρίς, τα έκαναν όλα χωρίς χρονοτριβή – σπουδές στην Αθήνα, µετασπουδές στο εξωτερικό και στην αρχή της κρίσης άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά. Για δυο χρόνια βρήκαν µιαν απασχόληση προσωρινή στα ευρωπαϊκά προγράµµατα. Κι έπειτα µε αγωνία ξεψάριζαν απ’ τα δίχτυα τους κάθε είδους δουλειά, συνήθως του ποδαριού – σ’ ένα συνέδριο, σ’ ένα φεστιβάλ, ένα εξτραδάκι σε µιαν έρευνα, για έξι µήνες σε µια συµβολαιογράφο (που γέννησε η συνεργάτριά της), συµβασιούχες σε µια δηµόσια υπηρεσία… Αποδώ και αποκεί έφτασαν να συµπληρώνουν ένα µακρύ αλλά άσχετο κι ανούσιο βιογραφικό, παρακολουθώντας κι άλλα µεταπτυχιακά, στην Αθήνα πια. Και, βέβαια, µαντρώθηκαν αναγκαστικά στο σπίτι και στις παιδικές τους κάµαρες, συντηρώντας σχέσεις ηµιθανείς, που, αν ήταν άλλες εποχές, θα τις είχαν κλείσει προ πολλού – δείγµατα (και τα δυο κορίτσια) µιας νέας γενιάς που µαράθηκε µόλις έπιασε να ανθίζει.

«Ούτε προϋποθέσεις για να πάρουν σύνταξη θα αποκτήσουν ποτέ (έτσι όπως δουλεύουν όπου λάχει) ούτε τα προς το ζην µπορούν να βγάλουν και, φυσικά, ούτε οικογένεια µπορούν να κάνουν. Μια κατεστραµµένη γενιά» έλεγε και ξεφυσούσε η µάνα τους µιλώντας στην Ερµιόνη.

Επαναστάτησαν οι ανιψιές στο τέλος και ψάχνουν να βρουν στο εξωτερικό τη φυγή τους. Και την αναγέννησή τους.

Για την Ερµιόνη, πάλι, η «κρίση» ήταν η αιτία (ή η αφορµή;) της µεγάλης ανατροπής. Διότι, όταν είδε πως στον εκδοτικό οίκο που δούλευε άρχισαν τα ζόρια, οι περικοπές και το στένεµα, συλλογίστηκε πως όσες χαρές είχε να πάρει απ’ τη δουλειά της τις απόλαυσε κι ήρθε η ώρα της αλλαγής. Κράτησε τις µεταφράσεις και, πατώντας πάνω στο προνόµιο της ασφάλειας που της πρόσφερε ο Κωστής, έδωσε χρόνο και χρώµα στη ζωή της. Άρχισε λοιπόν να µακραίνει τη διαµονή της στη Σύρο – όταν έφευγε ο άντρας της στα επαγγελµατικά του ταξίδια έφευγε κι αυτή στη Σύρο. Σιγά σιγά καθόταν και λίγο παραπάνω. Με τον Κωστή έφτασαν να συναντιόνται τελικά στο νησί και όχι στην Αθήνα.

«Αυτή η οικογένεια, όπου και να πά’, κάποια παρακλάδια της στη Σύρο επιστρέφουν» έλεγε µια µέρα συλλογισµένος στον θείο Παντελή ο Κωστής, που όταν ήταν µε τον µπάρµπα του έπιανε την οικογενειακή ντοπιολαλιά. «Η Ερµιόνη τέρµα, ρίζωσε στη Σύρο. Την ερωτεύτηκε, ξεµακραίνει για λίγο κι ο νους της εδώ είναι» συµπλήρωσε – µε κάποιο καµάρι είν’ αλήθεια.

«Άµε! Άσχηµα είναι; Σαν τη µάνα σου, που ρίζωσε ως το τέλος στη Χίο; Αδιάκριτοι αθρώποι και µες στο κουσέλι είναι οι Χιώντες» είπε απαξιωτικά ο Παντελής.

«Ε, θείε, τι κουβέντα είν’ αυτή;» δυσανασχέτησε ο Κωστής. «Οι Χιώτες είναι δηµιουργικοί, εργατικοί και µε µυαλό ανοιχτό. Δεν είν’ αυτοί που έφτιαξαν την Ερµούπολη;»

«Άλλοι ήταν αυτοί» συνέχισε να δυστροπεί ο Παντελής. «Οι πλείστοι όσοι έµειναν πίσω στο νησί κι αυτοί κοντόθωροι και πεισµατάρηδες έγιναν» επέµεινε αξιωµατικά – «Κι εσύ που έφυγες νωρίς, όµοιος είσαι, ως ένας απ’ αυτοί» ακούστηκε να µονολογεί από την κουζίνα η θεια-Αδριανή. Και ήταν τούτο το µουρµουρητό σαν τη βροντή πριν την καταιγίδα…

Όχι, η Ερµιόνη δεν «ερωτεύτηκε» τη Σύρο. Την αγάπησε κατά δόσεις, σταγόνα τη σταγόνα και µε αιφνίδιες ριπές. Τα αισθήµατά της για το νησί δεν όρµησαν να την καταλάβουν εξαπίνης, ωρίµασαν µε τον καιρό και η σχέση που χτίστηκε µε τα χρόνια ήταν µια σχέση βαθιάς αγάπης – όχι ξαφνικού έρωτα.

Η Ερµιόνη επέµενε στη διάκριση – «Η αγάπη» έλεγε «είναι επιλογή, ενώ ο έρωτας συχνά ρίχνει στραβοντου-φεκιές». Θέλετε και παράδειγµα; Η Ρηνούλα. Μεγάλη ιστορία.

Το σπίτι που µεγάλωσε η Ερµιόνη στην Αθήνα ήταν στην οδό Μηθύµνης, πάνω απ’ την Πατησίων. Ένα διώροφο υπέροχο µεσοπολεµικό αρχοντικό, που εµφανώς ταλαιπωρήθηκε στα γηρατειά του. Τότε το πέτυχαν οι γονείς της – η οικογένειά της νοίκιασε τον επάνω όροφο, η Ειρήνη έµενε µε τους γονείς της στο ισόγειο. Η Ερµιόνη είχε τζάκι τον χειµώνα, η Ρηνούλα όµως είχε αυλή.

«Άκου Ρηνούλα!» µονολογούσε στην αρχή κοροϊδευτικά η Ερµιόνη – Ειρήνη το έλεγαν το κορίτσι, Ρηνούλα όµως τη φώναζε η οικογένειά της. Πες πες, τελικά κόλλησαν κι οι παραέξω, Ρηνούλα τη φώναζε στο τέλος ο κόσµος όλος – το υποκοριστικό έγινε όνοµα κανονικό. Η µάνα της µόνο, όταν θύµωνε για τα καλά, «Ρρρήηνη!» έσουρνε τη φωνή κι ήταν αυτό προµήνυµα κακό. Όσο πιο πολλά ρο είχε και σερνόταν η πρώτη συλλαβή τόσο πιο θυµωµένη ήταν η κυρία Πολυξένη. Αργότερα κι η Ερµιόνη τη φώναζε κάποιες φορές Ρήνη – όταν ήθελε να οριοθετηθεί απ’ αυτήν.

Ως προς το σπίτι πάντως, πολύ τη θύµωνε την Ερµιόνη η επιλογή των δικών της. Γιατί πρώτοι αυτοί ήρθαν ως νοικάρηδες στη Μηθύµνης, η οικογένεια της Ρηνούλας ήρθε λίγο µετά. «Μα δεν το βλέπετε» τους έλεγε «ότι η αυλή είναι το καλύτερο µέρος του σπιτιού; Γιατί δεν πήρατε το κάτω;». Η µάνα της Ερµιόνης ξίνιζε κι επέµενε ότι η αυλή είναι ο «σκουπιδότοπος» των γύρω πολυκατοικιών και ότι «το ισόγειο έχει φασαρία». Αυτό είχε σκεφτεί τότε και σε αυτό το επιχείρηµα παρέµεινε, µολονότι (το κατάλαβε µε τα χρόνια) είχε άδικο. Γιατί η κυρία Πολυξένη στην αυλή είχε βάλει τις λεµονιές της και τα γιασεµιά της, ο κύριος Λευτέρης στη γωνιά είχε κρεµάσει ένα πανί και το είχαν κάνει αιώρα, υπήρχε κι ένα µακρύ τραπέζι µε πάγκους, είχαν βάλει από πάνω και µια καλαµιά για να ’χουν δροσιά και εκεί βρίσκονταν τον µισό χρόνο. Στην αυλή έτρωγαν, εκεί ο κύριος Λευτέρης έπαιρνε τον απογευµατινό του ύπνο, εκεί έπιναν το καφεδάκι τους και δέχονταν τους µουσαφίρηδες. Εκεί ήταν όλη µέρα και η Ρηνούλα, στην αυλή διάβαζε, έκανε ποδήλατο, έπαιζε κουτσό. Από κοντά κι η Ερµιόνη.

Όταν µετακόµισε στο σπίτι η Ρηνούλα, έκαναν µέρες να γνωριστούν. Κοιτάζονταν και γύρναγαν αλλού την κεφαλή. Ήταν ψωροπερήφανες και η καθεµιά περίµενε την άλλη να κάνει το πρώτο βήµα. Τελικά, πώς έγινε και βρέθηκε ένα απόγευµα η Ερµιόνη στην οδό Μηθύµνης µε την µπάλα της Ρηνούλας στα πόδια… Τη µάζεψε, χτύπησε το κουδούνι τους και, όταν άνοιξε εκείνη την πόρτα, έλαµψε το πρόσωπό της – «Δεν θυµόµουν πως την έχασα» της εξήγησε. Τελικά, κατάλαβαν ότι την είχε χάσει εκείνη τη µέρα, στην επιστροφή της Ρηνούλας και της µάνας της από τη θεία Ρένα. «Κρατούσαµε πολλά πράγµατα και η µπάλα φαίνεται µου ξέφυγε» δικαιολογήθηκε. «Την είχα πάρει µαζί, γιατί παίζω µε τα ξαδέλφια µου ωραίο γερµανικό» είπε στην Ερµιόνη, που θαύµασε. Γιατί οι δικές της ξαδέλφες έµεναν µακριά, σπάνια βρίσκονταν – ως εκ τούτου δεν έπαιζε γερµανικό. Στο σχολείο, πρωτάκι ήταν, σχοινάκι και κουτσό έπαιζαν.

Από τότε γίναν αχώριστες. Μεγαλύτερή της µερικούς µήνες αλλά µια ολόκληρη τάξη, η Ρηνούλα ήταν αναντίρρητα αρχηγός. Ψηλή, γεροδεµένη, µε υπέροχα κόκκινα σγουρά µαλλιά, πατούσε γερά στη γη. Ήξερε ξεκάθαρα, ανά πάσα στιγµή, τι ήθελε και τι έπρεπε να γίνει. Η Ερµιόνη ήταν το ιδανικό συµπλήρωµά της. Έκρινε τα λεγόµενά της χωρίς να την αµφισβητεί και ταυτόχρονα δεν ήταν βαρετή, γιατί είχε φαντασία στο παιχνίδι και έλεγε γουστόζικες κουβέντες.

Και οι δύο εξαρτήθηκαν απ’ τη φιλία τους – µόνο στο σχολείο ήταν χώρια. Ακόµα και τα καλοκαίρια οι δύο οικογένειες νοίκιαζαν µαζί ένα σπίτι στο Μεγάλο Πεύκο και τα δυο κορίτσια περνούσαν αξέχαστες διακοπές. Κολυµπούσαν, ψάρευαν, είχαν κάνει παρέες, πήγαιναν µε τα ποδήλατα βόλτες, φανταζόντουσαν επιθέσεις πειρατών κι οργάνωναν την άµυνα. Ήταν τέλεια τα καλοκαίρια τους, αλησµόνητα. Χώριζαν µόνο τα Χριστούγεννα. Η Ερµιόνη µε τους γονείς της πήγαινε για δυο βδοµάδες στη Θεσσαλονίκη, στην οικογένεια της µάνας της. Ωραία περνούσαν, γιατί έκαναν βόλτες όλη µέρα, αλλά παρέα δεν είχε. Όλο µεγάλοι ήταν.

Με τη φιλία των κοριτσιών, ταίριαξαν κι οι γονείς τους – δεν έµοιαζαν, αλλά τα βρήκαν στην παρέα και από κοινού συµφώνησαν να στείλουν τα κορίτσια στο γυµνάσιο στις Ουρσουλίνες. Προηγήθηκε η Ρηνούλα – επειδή όµως η Ερµιόνη ήταν πολύ καλή σε όλα τα µαθήµατα που είχαν να κάνουν µε τη γλώσσα (για τα οποία αδιαφορούσε η Ρηνούλα), τελικά η Ερµιόνη –ας ήταν και µικρότερη– διάβαζε τη φιλενάδα της αρχαία, λατινικά και ιστορία, κρατώντας µια ισορροπία στη σχέση.

Οι δυο τους ήταν διαφορετικά µυαλά. Μια µατιά έριχνε στη σελίδα του βιβλίου η Ρηνούλα και είχε αποστηθίσει κριτικά την ουσία. Η Ερµιόνη, πάλι, διάβαζε επιµελώς και την τελευταία κουκκίδα, καταλάβαινε το νόηµα κι έπειτα το αποστήθιζε. Για τη Ρήνη ήταν παιχνίδι το διάβασµα. Για την Ερµιόνη ήταν κόπος και αφοσίωση. Η Ρηνούλα µπήκε στους Ναυπηγούς! Σπάνιο πράγµα, γυναίκα σε ανδροκρατούµενη σχολή, που µάλιστα ήθελε πολύ υψηλή βαθµολογία. Μια δρασκελιά ήταν γι’ αυτήν οι εξετάσεις, έτσι τεντώθηκε και µπήκε. Η Ερµιόνη έρεψε όλο τον χρόνο να διαβάζει, για να µπει στη Νοµική Αθηνών.

Και οι δυο πολιτικοποιηµένες, αυτονόµως κατέληξαν στην ίδια πολιτική στέγη. Αραίωσε λίγο η παρέα τους, αλλά φυσιολογικά – ο ιστός όµως κρατούσε, γιατί ήταν γερός. Και τότε η Ερµιόνη γνώρισε τον Μανώλη. Ωραίος που ήταν! Ούτε που διανοήθηκε ότι θα γυρνούσε να την κοιτάξει. Μεγαλοστέλεχος της παράταξης, από τη µεγάλη οργάνωση της Ιατρικής µε τα εκατόν τόσα µέλη και τις ωραίες κοπέλες – πλην όµως ο Μανώλης τη µαρκάρισε. Της ζήτησε να βγουν και χατζηµπερδεµένη η Ερµιόνη αισθάνθηκε µικρή κι ανασφαλής χωρίς τη Ρηνούλα. Την έφερε µαζί της. Μέγα λάθος.

Η Ρηνούλα, επειδή δεν την αφορούσε το θέµα, φερόταν φυσιολογικά κι έλαµψε εκείνη τη βραδιά. Η Ερµιόνη πάλι, επειδή ακριβώς την αφορούσε το θέµα, κατάπιε τη γλώσσα της κι έγινε παθητικός θεατής των άλλων δύο. Οι ρόλοι τουµπάρισαν, πρωταγωνίστρια έγινε η Ρηνούλα και κοµπάρσος η Ερµιόνη.

Ένα ερείπιο γύρισε σπίτι η Ερµιόνη και, αφού ανέλυσε την κατάσταση καθαρά και αυστηρά µε το µυαλό της, στο επόµενο ραντεβού την ξαναπήρε µαζί της. Κατ’ αρχάς, έλεγε στον εαυτό της, για να µη νοµίσει ο Μανώλης ότι ζήλεψα και την εξαφάνισα, κυρίως όµως γιατί ήθελε να ξαναπαίξει το ίδιο στοίχηµα µε άλλους όρους.

Στο νέο ραντεβού λοιπόν, η Ερµιόνη έστησε αλλιώς το σκηνικό – κι ενώ κυλούσε τέλεια η βραδιά και η Ερµιόνη ήταν κυρία του εαυτού της και ο Μανώλης δεν είχε µάτια παρά γι’ αυτήν, στην κουβέντα έπεσε αίφνης η λέξη «σκάκι», το νέο ψώνιο της Ρηνούλας. Και η βραδιά ξεστράτισε και χάθηκε – διότι ο Μανώλης, δεν το ’ξερε η Ερµιόνη, ήταν µανιώδης σκακιστής…

Οι εξελίξεις ήταν γοργές. Ο Μανώλης χάθηκε για τα καλά και µια µέρα, κάπως αδιάφορα αλλά και αµήχανα, η Ρηνούλα της είπε ότι ο Μανώλης της ζήτησε να τα φτιάξουν – «Φαντάζοµαι, δεν ενδιαφέρεσαι, ε;» τη ρώτησε. «Καθόλου! Με τις ευχές µου» απάντησε η Ερµιόνη και γύρισε σπίτι της να γλείψει τις πληγές της. Δεν ήταν τόσο που έχασε τον Μανώλη, κατέληξε, ήταν που η φιλενάδα της προσπέρασε αδιάφορα τον πόνο της. Ήξερε καλά ότι, αν της έκανε κουβέντα, αυτή θα της έλεγε πως «έτσι είναι η ζωή. Αλλιώς ξεκινάµε κι αλλιώς καταλήγουµε. Αν ενδιαφερόσουν, ας το έλεγες. Σε ρώτησα». Εµ, λέγονται αυτά, κυρα-Ρήνη; σκεφτόταν η Ερµιόνη. Ερώτηση-παγίδα ήταν, πρόσχηµα – µε ξεπέταξες, Ρηνούλα, φώναζε από µέσα της.

Έσπασε η φιλία τους. Και οι δύο ήξεραν τον λόγο, αλλά ποτέ δεν µίλησαν ανοιχτά – τι να πουν άλλωστε; Στις µεγάλες φοιτητοπαρέες βρισκόντουσαν συχνά. Συµβίωναν ειρηνικά, αλλά και απόµακρα. Κάτι µικρο-χειρονοµίες της Ρηνούλας –«Και µια φάβα που αρέσει στην Ερµιόνη» έλεγε στις παραγγελίες της ταβέρνας– ή ένα αιφνίδιο (και απόλυτα ταιριαστό) δώρο, µια χαχόλικη µπλούζα («Την είδα σε µια βιτρίνα και σε σκέφτηκα. Είναι ρούχο σου και σ’ την πήρα» της είπε όταν της την έδωσε σε µια συνεδρίαση της οµάδας γυναικών) υπαινίσσονταν την παλιά τους φιλία.

Η Ερµιόνη γνώρισε τότε τον Κωστή. Τελειόφοιτος του Οικονοµικού, φυσικά στην ίδια φοιτητική παράταξη, ευθύς, γλυκός, ώριµος, µε µια σκέψη σύνθετη και δοµηµένη. Τύχη της. Τα έφτιαξαν και βρήκε την υγειά της. Με γενναιοδωρία έβλεπε πια τη φιλενάδα της µε τον Μανώλη – τόσο µεγάλη, που, όταν (είχαν τελειώσει το πανεπιστήµιο κι ο Κωστής ήταν στην Αγγλία για τα µεταπτυχιακά του) ήρθε η Ρηνούλα για να της πει πως επειδή αποφάσισαν να παντρευτούν «και είσαι η πιο παλιά µου φίλη», δέχτηκε να γίνει κουµπάρα τους…

Ενόψει του γάµου ξανάσµιξαν. Μαζί διάλεξαν το νυφικό, µαζί οργάνωσαν τον στολισµό της εκκλησίας (θρησκευτικό γάµο είχαν απαιτήσει οι γονείς του Μανώλη), µαζί βρήκαν το σπίτι που νοίκιασε η Ρηνούλα, µαζί και µε τις µανάδες τους οργάνωσαν το νοικοκυριό του. Σε όλη αυτή την πορεία η Ερµιόνη ένιωθε τη φιλενάδα της άκεφη, το απέδιδε όµως στην κουλτούρα της εποχής. Ο γάµος τότε έπρεπε να αποδραµατοποιηθεί για να γίνει αποδεκτός ως «σύµβαση» στην «αντισυµβατική» γενιά. Όλες οι προετοιµασίες γίνονταν διεκπεραιωτικά, διότι το ζευγάρι ήταν ζευγάρι κι ας µην είχε παντρευτεί. Μεσολαβούσε απλώς µια τελετή, που έκανε το ζευγάρι αντρόγυνο. Έτσι σκεφτόντουσαν.

*Μετά από κλήρωση, τρεις τυχεροί που θα αφήσουν το σχόλιό τους εδώ, θα κερδίσουν από ένα αντίτυπο του βιβλίου.*

(Παρακαλούμε κατά την υποβολή σχολίων να χρησιμοποιείτε έγκυρο e-mail ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας σε περίπτωση που κληρωθείτε)

The post Κερδίστε βιβλία: «Ανω Κάτω», Χριστίνα Πουλίδου (Μεταίχμιο) appeared first on Protagon.gr.

Keywords
βιβλια, χριστινα, το νησι, public, θειος, ανιψιός, θεια, καλοκαιρι, φας, νέα, αθηνα, θες, προσφορες, θειο, αιγυπτος, δεη, νους, διώροφο, αιώρα, Χριστούγεννα, θεσσαλονικη, αφοσίωση, protagon, βιογραφικο, καθαρα δευτερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, διακοπες δεη, αξια, σουλτάν μπιν νάσερ φαρχάν αλ σαούντ, τραπεζα της ανατολης, στρατος, Καλή Χρονιά, γσ πατησιων, τελος του κοσμου, αμα, η ζωη ειναι ωραια, ητανε μια φορα, η ζωη, κοινωνια, κληρωση, ποδηλατο, αφρικη, γυναικα, γωνια, δουλεια, ευχες, εφορια, θαλασσα, καριερα, κινα, μεγα, νησι, ποδηλατα, ρουχα, ρωτησε, σημερινη, συρος, τυχη, υγεια, φαβα, φιλια, φρουτα, ψαρια, ωρα, mail, protagon, public, αγκιναρα, αγωνια, αιώρα, αναγεννηση, ανιψια, ανιψιός, ανθρωπος, αρχαια, αυτι, αφηγηση, αφοσίωση, βιβλιο, βιογραφικα, βραδια, βραδυ, γινει, γινεται, γλωσσα, γονεις, δευτερα, δικη, διχτυα, δωσει, διώροφο, δωρο, εγινε, ευκολο, ειπε, ειρηνη, εμειναν, εξετασεις, εξι, εποχες, επρεπε, ερευνα, ερμιονη, ερμουπολη, ερχεται, ερχονται, ετων, εφυγε, εφυγες, εφυγες νωρις, ζωη, ζησετε, ζωης, ιδια, ιδιο, εικοσι, ηρθες, υπνο, ησυχια, ησυχα, θειο, θες, θυγατερα, εικονα, οικο, ισορροπια, ησυχο, κουζινα, κυριε, κυρια, κουβα, λαθος, λατινικα, λεφτα, λαχανικα, λειπει, λογια, λογο, ματια, μυθιστορημα, νασερ, νιατα, νημα, νοικοκυριο, παντα, ογδοντα, οικογενεια, ουσια, παιδι, παιδια, πεθερα, πευκο, πηγαινε, προβληματα, πορτα, πρωινο, πρωι, ψυχη, ψωνιο, ρανταρ, ραντεβου, ρολοι, συζυγο, συνεχεια, συνταξη, σειρα, συρτη, σπιτι, στα ακρα, στην κουζινα, συρο, σχολειο, ταυρος, ταξιδια, ταψι, τριτη, ισογειο, υψηλη, φαντασια, φας, φεστιβαλ, φυγη, φυσικα, φωνη, φορα, χαθηκε, χαλβας, χειλη, χαρα, αφησες, αγορια, ακου, αυλη, δουλειες, ευθεια, φιλοι, γηρατεια, ηρθα, χωρα, ιδανικο, κακος, κακια, κορες, καρδια, κρυφα, νυφικο, νους, ουζακι, πακετο, παιχνιδι, πληγες, protagon.gr, ψαρι, θειος, σωστο, θεια, θελω να, υπεροχο, υπεροχη, ωραιο, ξεκινησε, γιαγια, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα