Μήπως να είμαστε πιο επιεικείς με τον Τατσόπουλο;

Στην Ελλάδα, γενικά, έχουμε μια παράξενη εμμονή σε αυτό που ονομάζουμε «σταθερές αξίες» και «σταθερές θέσεις», χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζουμε τι ακριβώς θεωρούμε «αξίες» και πώς προσδιορίζουμε αυτές τις «θέσεις». Για παράδειγμα, το ΚΚΕ είναι -εν γένει- σταθερό στις θέσεις του, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι πρέπει και να επαινείται για αυτό από όλους. Σταθερές θέσεις έχει και ο Μαδούρο

στη Βενεζουέλα, είχε ο Κάστρο στη Κούβα, έχει η Λεπέν στη Γαλλία, τι πάει να πει αυτό; Οτι είναι αξιέπαινοι;

Επιπρόσθετα, η πολιτική ζωή αυτού του τόπου, δηλητηριασμένη από διχασμούς και διχασμούς, ουδέποτε συμφιλιώθηκε με την έννοια της ειλικρινούς μεταμέλειας, και της θεμιτής αλλαγής πλεύσης. Δηλαδή, ό,τι πίστεψε κάποιος στα μαθητικά ή φοιτητικά του χρόνια –και όλοι ξέρουμε πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος φτάνει σε «απόλυτη πίστη» σε εκείνες τις ρομαντικές ηλικίες– για κάποιους σημαίνει ότι αυτό πρέπει να σε ακολουθεί και να το υπηρετείς για πάντα;

Υπήρξαν κατά καιρούς τάσεις αποκοπής από αυτό το δόγμα των «σταθερών αξιών». Εκφράστηκε, όπως το βίωσα εγώ στα δικά μου φοιτητικά χρόνια, από την Ανανεωτική Αριστερά, που δεν φοβήθηκε να κρίνει πρώτα τον εαυτό της και, εν συνεχεία, να αναγνωρίσει στον καθένα το δικαίωμα (κάποτε και την υποχρέωση) να αναθεωρήσει, «στρατηγικές επιλογές» του παρελθόντος, αλλά ακόμα και δικές της πολιτικές θέσεις.

Υπήρχαν άνθρωποι στα αλήθεια φωτισμένοι τότε, όπως ο Κύρκος, ο Παπαγιαννάκης, πρωτύτερα ο Ηλιού, και άλλοι πολλοί, που βγήκαν έξω από το βολικό πλαίσιο του «ένα είναι το κόμμα» και πορεύτηκαν έναν δύσκολο δρόμο, στον οποίο δεν έλειψαν οι απογοητεύσεις (πόσες φορές δεν φτάσαμε στο τσακ, αλλά δεν μπήκαμε στη Βουλή;), και δεν ήταν λίγα τα φαρμακερά βέλη που διαρκώς εκτοξεύονταν εναντίον τους.

Ολοι, από εκείνον τον χώρο, σκορπίστηκαν. Οι πρωτεργάτες πήγαν στον άλλον κόσμο – λίγοι από αυτούς απέμειναν εδώ, και δυστυχώς δεν βλέπω να πολλαπλασιάστηκαν. Προσπαθώ να σκεφτώ τι θα έκαναν εάν ζούσαν σήμερα εκείνοι που έφυγαν. Εάν θα χωρούσαν σε κάποια από τα υφιστάμενα πολιτικά σχήματα, ή αν θα ενεργοποιούνταν κάπου αλλού. Είμαι βέβαιος για ένα όμως πράγμα: ότι δεν θα είχαν μείνει αυστηρά, «κολλημένοι» στα όσα πρέσβευαν και έλεγαν τότε. Ότι θα είχαν προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις. Και ότι, όπως συμβαίνει σε όλους τους ικανούς και ευθείς πολιτικούς που αναθεωρούν και προσαρμόζονται, πάλι θα είχαν κατηγορηθεί ως αποστάτες και καιροσκόποι.

Τα γράφω αυτά με αφορμή την καταιγίδα των σχολίων που σαρώνει τα κοινωνικά δίκτυα από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι οι Πανούτσος και Τατσόπουλος θα πολιτευτούν με την Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές.

Ο πρώτος, κάνει την παρθενική του βουτιά στην ενεργό, όπως λέμε, πολιτική. Ο δεύτερος, έχει κάνει κι άλλες. Η προηγούμενη, μάλιστα, ήταν στην τεράστια δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στην οποία δεν ήταν και ο μόνος που ερχόταν από άλλες πισίνες. Ενδιαφέρον είναι όμως, ότι ο Τατσόπουλος ξεμπάρκαρε μόνος του όταν το καράβι έπλεε χαρούμενα και όλο το πλήρωμα, παλιό, καινούργιο και εποχικό, έκανε γλέντι μεγάλο. Άλλοι, πηδούν από το καράβι όταν βουλιάζει…

Επανέρχομαι όμως στην αρχική σκέψη: ότι στη συγκεκριμένη Ελλάδα της αέναης ρευστότητας μέσα στην οποία ζούμε, τα πραγματικά φωτισμένα μυαλά είναι τελικά εκείνα που, ή αναθεωρούν και αναπροσαρμόζονται, προτάσσοντας γενναίο και ευθύ λόγο, ή μένουν στο περιθώριο και σιωπούν.

Στην τελευταία κατηγορία, κουρνιάζουν εκείνοι των οποίων η σιωπή διοχετεύεται προς τα έξω ως «παρέμβαση» από άλλους, τρίτους. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό ο Κώστας Καραμανλής και ο Κώστας Λαλιώτης.

Στην πρώτη, βρίσκουμε εκείνους που όταν κρίνουν ότι έχουν κάτι να πουν, συνήθως σε καίρια ζητήματα του τόπου, είτε απευθείας, στη Βουλή ή σε πολιτικές εκδηλώσεις, είτε μέσω συγγραφικού τους έργου, είτε με ελάχιστες, ξεκάθαρες δηλώσεις τους, βγαίνουν και το κάνουν. Όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο Κώστας Σημίτης, ο Τάσος Γιαννίτσης, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Στέφανος Μάνος και, μέχρι να εκδημήσει, ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Όλοι αυτοί, της τελευταίας κατηγορίας, ήταν και είναι για μένα άνθρωποι που αναθεώρησαν απόψεις, που αναπροσαρμόστηκαν στις ανάγκες της εποχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξώκειλαν από την δική τους προσωπική στάση και θεώρηση της ζωής. Εάν ακόμα αντέχουν οι ταμπέλες «Δεξιά» και «Αριστερά», ο καθένας από αυτούς ξέρει πολύ καλά, και το έχει αποδείξει από πού έρχεται και πού ανήκει. Ομοίως όμως, κανένας από αυτούς δεν θα δίσταζε, στο όνομα της δικής του εκτίμησης πραγματικών γεγονότων, δεν θα δίσταζε να συμπλεύσει με όποιον τον έπειθε ότι αυτό απαιτούν οι περιστάσεις.

Τώρα, γιατί αυτό θα το ονόμαζα «πολιτική ωριμότητα», αλλά δεν θα έλεγα το ίδιο για άλλους που ανέβηκαν σε άλλη βάρκα, ε, νομίζω πως η ποιοτική διαφορά είναι αυτονόητη.

Ποιος, λοιπόν, αμφιβάλλει ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βιώνει εξωπραγματικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις – extraordinary situations, είναι ο πιο ορθός, κατ’ εμέ, αγγλικός όρος για την περίσταση; Εάν από το 2010 έως το 2015 «είδαμε τα πάντα» όπως λένε ορισμένοι, από εκεί και ύστερα μάθαμε ότι το «πάντα» δεν είναι πεπερασμένο. Στο ελληνικό σύμπαν, τείνει στο άπειρο…

Οι ανατροπές σε πολιτικές επιλογές και σε μετακινήσεις προσώπων, σε συνδυασμό με την «συμπεριφορά» μιας κοινής γνώμης που επίσης ανεμίζει σε κάθε ευκαιρία την… κληρονομιά των «σταθερών αξιών» που λίγοι τις υπηρετούν, φτιάχνουν ένα σκηνικό αναμενόμενο. Κάποιες από αυτές τις ανατροπές θα βγουν σε καλό (για τον μετακινούμενο, και ίσως και για τον τόπο), και κάποιες θα προστεθούν στις ήδη καταγέλαστες και στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να αποδειχθούν και ολέθριες.

Ο Τατσόπουλος, που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μια δυο φορές έχουμε χαιρετηθεί, νομίζω πως ανήκει στην κατηγορία εκείνων που πολύ εύκολα και πειστικά μπορεί να εξηγήσει γιατί επέλεξε να συμπλεύσει με την Νέα Δημοκρατία, όταν μάλιστα το προηγούμενο καράβι στο οποίο ανέβηκε ήταν του ΣΥΡΙΖΑ. Σε ανοικτά μυαλά, δεν θα έχει πρόβλημα να το κάνει και να το υπερασπιστεί. Θα το καταλάβουν. Στα κλειστά, νομίζω πως έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρεται να απευθυνθεί.

Αυτό το στοιχείο, είναι ένα από τα πολλά που τον διαφοροποιούν από τους άλλους μετακινηθέντες, κυρίως από ΠΑΣΟΚ αλλά και από ΝΔ (Παπακώστα, κ.λ.π.) προς το κυβερνών κόμμα, που απλώς κρατούν το στόμα επτασφράγιστο. Δεν έχω ακούσει κανέναν Κοτσακά, κανέναν Σπίρτζη, κανέναν Κουρουπλή, κανέναν Κουίκ, κανέναν Κουβέλη, καμία Ξενογιαννακοπούλου, κανέναν Ρουμπάτη, κ.λ.π., κ.λ.π., να επιχειρηματολογούν πειστικά για την δική τους, θεμιτή επιμένω, αναθεώρηση…

Υ.Γ.: Η έτερη μεγάλη «μεταγραφή» του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Αντώνης Πανούτσος, γλιτώνει μέχρι στιγμής το χοντρό ξύλο στο άγριο Διαδίκτυο, αν εξαιρέσει κανείς ότι του την πέφτουν κιόλας όσοι δεν είναι με τον Ολυμπιακό. Οταν ερωτηθεί όμως γιατί αφήνει τα γήπεδα για να δοκιμαστεί στην αρένα της πολιτικής, είμαι βέβαιος ότι, όπως και ο Τατσόπουλος, με τον οποίο ασφαλώς έχουν πολλές διαφορές, θα μπορέσει πολύ πειστικά και με επιχειρήματα να απαντήσει. Εάν ξέρω μερικούς ανθρώπους στη ζωή μου, που έχουν κτυπηθεί, όχι από ένα-δύο αλλά από χίλια κύματα, και έχει αναγκαστεί να αλλάξει πλεύση και να αναπροσαρμοστεί πολλές φορές, ο Αντώνης είναι ένας από αυτούς.

The post Μήπως να είμαστε πιο επιεικείς με τον Τατσόπουλο; appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα