Περιμένοντας τη διάσπαση...

«Έλα, πως με βρίσκεις;» ρωτά Ο Βλαντιμίρ. «Αίσχος» απαντά ο Εστραγκόν. «Ναι αλλά, πιο αίσχος απ’ ότι συνήθως;», επιμένει ο Βλαντιμίρ. Ο Εστραγκόν συνεχίζει, διατυπώνοντας την υποθετική πρόταση:....
«Αν χωρίζαμε. Μπορεί να ήταν καλύτερα». Βλαντιμίρ: «Θα κρεμαστούμε αύριο. (παύση) Εκτός αν έρθει ο Γκοντό». Εστραγκόν: «Και αν έρθει;» Βλαντιμίρ: «θα σωθούμε». Ο διάλογος είναι από το έργο του Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», σημείο αναφράς για το θέατρο αλλά και για τον κόσμο του παραλόγου.

Ο Γκοντό (ο «Γκοντ»,
δηλαδή ο Θεός), τελικά δεν θάρθει. Δεν έρχεται ποτέ. Γιατί ο Γκοντό είμαστε εμείς. Είναι η «οργή λαού» που γίνεται «φωνή Θεού». Αλλά ποιος είναι αυτός ο λαός που οργιζόμενος καθίσταται Θεός; Από ποιους συνίσταται η καθολικότητά του και πως ορίζεται; Λαός είναι μόνο οι «κάτω» ή και οι «πάνω», κατά τη διάκριση «Λαός και Κολωνάκι»;

Η χρήση και η σημασία του όρου εξαρτάται τελικά από την οπτική γωνία του καθενός. Γιατί όταν λέμε «ελληνικός λαός», εννοώντας το όλον, η θέαση είναι «εξωτερική». Όταν όμως ο «λαός» ως σώμα προσδι-ορίζεται ταξικά, τότε η οπτική γωνία είναι εκ των έσω και διακρίνεται σαφώς από το Κολωνάκι. Πέραν τούτων, η καθολικότητα που λέγεται «λαός» άλλοτε εξιδανικεύεται ως αλάθητη και οιονεί φορέας της δημοκρατικότητας, ενώ άλλες φορές καταδικάζεται ως «πλέμπα». Γι’ αυτό ο Χέγκελ έκανε τη διάκριση του λαού σε vulgus και populus.

Με άλλα λόγια, όταν υπάρχουν και λειτουργούν δημοκρατικά οι θεσμοί, τα κόμματα και ο δημόσιος χώρος, όταν αναπτύσσεται ο δημόσιος διάλογος και τα ατομικά συμφέροντα μπορούν να διυλίζονται και να μετασχηματίζονται σε δημόσια, τότε έχουμε έναν βουλευόμενο και βουλόμενο «λαό». Όταν δεν συμβαίνει αυτό έχουμε ένα χαοτικό συνονθύλευμα, τον όχλο. Συνεπώς, πολλές φορές στη Βουλή ισχύει το vulgus καθώς τα ιδιοτελή ή τα μικροκομματικά συμφέροντα δεν μετασχηματίζονται σε δημόσια, δεν αφορούν το όλον, δηλαδή το Γενικό Συμφέρον. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει στο πολιτικό μας σύστημα ο «Δημόσιος χώρος», οι θεσμοί-τόποι όπου θα μπορούν να διασταυρώνονται οι πολιτικές θέσεις των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, οδεύοντας σε μία σύνθεση που θα εκφράσει το όλο, δηλαδή το λαό (ή μία τάξη σύμφωνα με την μαρξική προσέγγιση).

Αντί του δημόσιου χώρου –στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα κόμματα, που είναι θεσμοί οι οποίοι κατεξοχήν επιτελούν το έργο της σύνθεσης- έχουμε ένα συνονθύλευμα από ψευδείς δημόσιους χώρους, πεδία προσομοίωσης της πολιτικής διαπάλης, κούφια συνδικάτα και αριστοκρατικά κόμματα (συμπεριλαμβανομένων και των αριστερών), όπου δεν εκφράζονται οι εργαζόμενοι, κοινωνικά στρώματα και πολίτες αλλά δημοσκοπικά τάργκετ γκρουπ (ομάδες-στόχοι), τα μέλη των οποίων έχουν μόνο ηθικές ανησυχίες, ενώ όλα συνέχονται από εκείνη την υπερεγωτική ψύχωση σύμφωνα με την οποία για όλα τα κακά φταίνε οι άλλοι!

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο καθένας διακηρύσσει το αλάθητο της δικής του αυθεντίας και αλήθειας. Μόνο που οι αυθεντίες δεν έχουν σχέση ούτε με τον διάλογο, ούτε με τη δημοκρατία ούτε με τη σύνθεση μιας ορθολογικής πρότασης που θα αφορά τους αδικημένους και τους απόκληρους και όσους δεν έχουν πρόσβαση στο κάτω κάτω της γραφής στη λήψη των αποφάσεων, είτε ως μέλη είτε ως κομματικά στελέχη. Θα το ξαναπώ, ένα από τα κριτήρια της δημοκρατίας και της επανάστασης είναι η παραγωγή ευγένειας και ο σεβασμός προς τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, είναι να μάθεις να ακούς και να σέβεσαι την άλλη άποψη, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για άνθρωπο με τον οποίο σε δένουν αγώνες.

Τέλος, θα ξαναθυμίσω το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής και ειδικά της Βολιβίας (σ.σ. το έγραφα πριν 18 μήνες στην Ελευθεροτυπία, τονίζοντας ότι μόνο οργανώνοντας το λαό θα κρατηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση), όπου μέσα από τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, ο λαός (συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των ανένταχτων φίλων αλλά και των αντιπάλων) βρίσκεται σε διαρκή συνέλευση, σε διαρκή διαβούλευση και λήψη αποφάσεων. Έτσι διαπαιδαγωγείς και κινητοποιείς το λαό. Δε λέω, και τα μπαράκια και τα ουζερί ως προνομιακοί θεσμοί κοινωνικής και ενίοτε πολιτικής επικοινωνίας της μοντέρνας ελληνικής αριστεράς, καλοί είναι. Αλλά εκεί πηγαίνουν μόνο οι έχοντες, οι της λόγιας αριστεράς και της μικρομεσαίας τάξης, όχι οι προμνημονιακοί άνεργοι και οι μνημονιακοί απόκληροι.

Γι’ αυτό σιγανά και ταπεινά σύντροφοι. Οι προφήτες δεν υπάρχουν πια. Η απεύθυνση σε Παΐσιους της Αριστεράς είναι έργο που μόνο ο Μπέκετ και το θέατρο του παραλόγου θα μπορούσε να αποδώσει!
Keywords
Τυχαία Θέματα