Ο γόρδιος δεσμός του μίσους

ΕΛΛAΔΑΈντυπη Έκδοση

«Ώστε εις προσοχήν Έλληνες! Μη νομίσετε δι’ ότι των Βουλγάρων ολιγότερα αξιούσι οι Σέρβοι εν Μακεδονία»

Η υπόθεση της Βουλγαρικής Εξαρχίας ήταν εξ αρχής συνδεδεμένη με τη Μακεδονία. Η εκκλησιαστική χειραφέτηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας έκρυβε αλυτρωτικές διαθέσεις και εξυπηρετούσε δίχως καμιά αμφισβήτηση την πολιτική στρατηγική του βουλγαρικού επεκτατισμού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα δυο διαδοχικά σχέδια που υποβληθήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τόσο το 1861 όσο και το 1866, η Βουλγαρική Εκκλησία επέκτεινε την ποιμαντική της αρμοδιότητα και στις νοτιότερες

περιοχές, που περιλάμβαναν τις μακεδονικές επισκοπές των Μογλενών, της Καστοριάς, των Βελεσών, της Πολυανής, της Πελαγονίας και των Πρεσπών. Η απαίτηση αυτή φυσικά δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή πράγμα που είχε σαν συνέπεια να οδηγηθούν οι διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο, αφού το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί αυτές τις εξωφρενικές απαιτήσεις. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, κατόπιν μάλιστα της αναγνωρίσεως της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας από την Πύλη το 1870. Δυο χρόνια αργότερα, το 1872, επήλθε το σχίσμα. Ταυτόχρονα, η βουλγαρική εκκλησιαστική πολιτική επέφερε μια δεύτερη αναστάτωση εξ ίσου σημαντική με το βουλγαρικό σχίσμα. Πρόκειται για την ψήφιση και ενεργοποίηση των Γενικών (Εθνικών) Κανονισμών από την εθνοσυνέλευση αρχιερέων και των αντιπροσώπων των επαρχιών (1860 - 62). Με τη θεσμοθέτηση της συμμετοχής των λαϊκών στη διοίκηση όλων των κοινοτήτων, ανοίγονταν οι πόρτες των πολιτικών σκοπιμοτήτων στις μακεδονικές κοινότητες, πράγμα που είχε σαν συνέπεια να δυναμιτίσει τη συνοχή τους και να δημιουργήσει εκρηκτικές έριδες ανάμεσα στα μέλη των κοινοτήτων. Οι δυναμιτιστικές συνέπειες αυτής της πολιτικής εμφανίστηκαν αμέσως. Για παράδειγμα, το 1865, η ρουμανική κυβέρνηση προθυμοποιήθηκε να χορηγήσει μια σειρά υποτροφιών σε νέους από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, που στα μέρη εκείνα είχαν διατηρήσει τη γλώσσα και τα έθιμά τους.

Το 1873 καταγράφηκαν οι πρώτες βουλγαρικές επιθέσεις για την κατάληψη εκκλησιών στο Μοναστήρι και άλλού. Στο διάστημα που ξέσπασε η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1875 – 1878) τα παρόμοια περιστατικά είχαν πολλαπλασιαστεί και η ρουμανική και βουλγαρική επιβουλή κινητοποίησε τους Μακεδόνες του ελληνικού βασιλείου. Ήδη, σε σχολικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας του γυμνασιάρχη Αντωνιάδη το 1877 καταγράφεται πως όλες σχεδόν οι πόλεις της Μακεδονίας είχαν ελληνικό πληθυσμό και ελληνικά σχολεία: «μόνον δε εις τα βορειότερα επικρατούσαν οι Σλαύβοι». Γενικότερα, εκείνη την περίοδο ο δημόσιος προβληματισμός υπήρξε έντονος σχετικά με τη Μακεδονία, όσο ακριβώς έντονη υπήρξε και η διπλωματική κινητικότητα ολόκληρη τη δεκαετία του 1880. Ήδη η ελληνική κοινή γνώμη δημιουργούσε μια αρνητική εικόνα σχετικά με τους Ρουμάνους και τους Βούλγαρους. Χαρακτηριστική είναι και η συστηματικότερη ενασχόληση του Τύπου με τη σχετική με τη Μακεδονία αρθογραφία, που επικέντρωσε στο ζήτημα της εθνολογικής σύνθεσης, της γλώσσας και της ιστορίας.

Την περίοδο της δεκαετίας του 1880, ταυτόχρονα με την ελπιδοφόρα προσμονή των κοινωνικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων που δημιουργούσαν ένα κλίμα αισιοδοξίας γεμάτο προσδοκίες, το ζωηρό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και κατά συνέπεια του Τύπου εστιαζόταν στις εξελίξεις σχετικά με τη Μακεδονία. Στον Τύπο εμφανιζόταν σειρά πρωτοσέλιδων άρθρων και επιστολών από τη Μακεδονία που κατέγραφαν τις πρώτες εκδηλώσεις ένοπλης πλέον εμπλοκής της Βουλγαρίας αλλά και του ενδιαφέροντος της Αλβανίας και της Σερβίας για το ζήτημα. Οι ελληνικές ανησυχίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, ιδιαίτερα της ελληνικής ομογένειας στην αυτόνομη περιοχή της Ρωμυλίας, όταν το 1885 ενοποιήθηκε με το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας.

Στο κλίμα πανικού που επικρατούσε, πυροδοτήθηκε το μίσος εναντίον των Ρουμάνων, Βουλγάρων και Σέρβων. Ο Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, υπουργός Θρησκευμάτων της Σερβίας και κατόπιν πρωθυπουργός, φρονούσε ότι η λύση του Ανατολικού Ζητήματος θα επέρχονταν όταν η Σερβία θα επεκτεινόταν από την Αδριατική έως τη Μαύρη θάλασσα και από το Βελιγράδι ως το Αιγαίο. Στο παιχνίδι της διεκδίκησης της Μακεδονίας η ελληνική κοινή γνώμη πρόσθεσε στη λίστα των εθνικών της εχθρών εκτός από τους Βούλγαρους και Ρουμάνους και τους αδελφούς Σέρβους. Χαρακτηριστική είναι η ειρωνική νύξη του Παπαρρηγόπουλου στον πέμπτο τόμο της Ιστορίας του, αναφέροντας πως οι Σέρβοι από την εποχή της Ελληνικής Επαναστάσεως, την οποία δεν είχαν βοηθήσει, έτειναν σταθερά να επωφελούνται των οθωμανικών δυσχερειών και να αυξάνουν τα πλεονεκτήματά τους με τις μικρότερες δυνατές θυσίες. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Ακρόπολις» επεσήμαινε: «Ώστε εις προσοχήν Έλληνες! Μη νομίσετε δι’ ότι των Βουλγάρων ολιγότερα αξιούσι οι Σέρβοι εν Μακεδονία». Η εφημερίδα προέβλεπε ότι θα ζητήσουν σταδιακά και τα Σκόπια και τα Βιτώλια (Μοναστήρι) και τη Θεσσαλονίκη.

Το Κρητικό Ζήτημα με την επανάσταση του 1866, παρά τη συγκίνηση που προκάλεσε, δεν ενέπνεε τόση ανησυχία καθώς η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ήταν ζήτημα χρόνου και καταλλήλων συνθηκών, αν και οι διεθνείς συγκυρίες το 1866 δεν ήταν ευνοϊκές γι’ αυτήν την εξέλιξη. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ομολογείτο ευθέως, ωστόσο θεωρείτο ότι στις επικρατούσες συνθήκες της εποχής, η διασπορά των δυνάμεων θα ήταν μια εθνικά καταστροφική επιλογή. Έτσι, η «Ακρόπολις» δεν δίστασε να θέσει την εθνική προτεραιότητα: «Πρώτα η Μακεδονία». Ήταν σαφής στις ιεραρχήσεις της: «Η Μακεδονία! Αλλ’ εκεί είναι το μέλλον μας, η πρόοδός μας, η ζωή μας, το μεγαλείον μας. Ό,τι έχομεν και ό,τι δεν έχομεν, διάνοια, σώμα, τον πλούτον μας. Την πτώχειαν μας, τας δυνάμεις και τας αδυναμείας, μας, όλα μας οφείλουμεν να τα συγκεντρώσωμεν προς απόκτησιν της Μακεδονίας, όταν κατάλληλος σημάνει στιγμή».

«[…] Εις την Μακεδονίαν. Εκεί, εκεί. Διότι άνευ αυτής, μας αναμένει ο μαρασμός, η φθίσης, η ασφυξία».

Βεβαίως, να επισημάνουμε ότι στα τέλη του 19ου αιώνα είχαμε να κάνουμε με μια άλλη Μακεδονία και όχι αυτή του Φιλίππου! Οι Έλληνες πλειοψηφούσαν στις νότιες περιοχές και στις μεσαίες. Οι εθνοτικές αναμίξεις όχι μόνο δεν βοηθούσαν αλλά συνέτειναν στην αδιαλλαξία, τις διαστρεβλώσεις και στις παραποιήσεις, καθιστώντας το Μακεδονικό έναν πραγματικό γόρδιο δεσμό τον οποίο σίγουρα δεν θα έλυνε ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών!

Φωτογραφία: Η Σιδηρά Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη: καθεδρικός ναός της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1913

ΣέρβοιΜακεδονίαΕκκλησίαιστορίαIssue: 2047Issue date: 15-11-2018Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα