Το εμβόλιο θέλει το χρόνο του…

Οι αντιδράσεις των ανθρώπων ομαδοποιούνται, ωστόσο η συμπεριφορά τους είναι διαφορετική και πολλές φορές απρόβλεπτη.

Με διαφορετικό τρόπο αντιδρά ο καθένας στο φόβο, με άλλον τρόπο αντιμετωπίζει το στρες, διαφορετική είναι η αντίδραση του κάθε ανθρώπου στο άγνωστο.

Αντιμέτωποι με την πανδημία οι άνθρωποι ομαδοποιούνται ανάλογα με την προσέγγισή τους. Άλλοι έχουν ακλόνητη πίστη στην επιστήμη και τις δυνατότητες της εποχής μας να βρίσκει γρήγορα λύσεις. Άλλοι, ειδικά όταν ξέσπασε, ξεχείλισαν από πεσιμισμό και περίμεναν το τέλος του κόσμου.

Αλλοι άνθρωποι απλώς αρνήθηκαν αυτό που ήταν φανερό μπροστά στα μάτια τους αναζητώντας θεωρίες (συνωμοσίας)…

Ανάλογες ομαδοποιήσεις σχηματίζονται σε σχέση με τα εμβόλια και τους εμβολιασμούς. Οι έχοντες ακλόνητη πίστη στην επιστήμη αντιμετώπισαν χωρίς επιφύλαξη και με αισιοδοξία την εμφάνιση των εμβολίων και έσπευσαν να εμβολιαστούν. Κάποιοι από τους απαισιόδοξους βυθίστηκαν στο τέλμα του φόβου, κάποιοι άλλοι είδαν στο εμβόλιο μια διέξοδο και προχώρησαν.

Οι «ψεκασμένοι» παρέμειναν (και θα παραμείνουν) αμετακίνητοι και προσκολλημένοι σε όποιο συνωμοσιολογικό σενάριο τους «πείθει». Είναι προφανές ότι αυτοί οι τελευταίοι συγκροτούν την ομάδα η οποία ενδεχομένως θα εμβολιαστεί μόνο επί ποινή …θανάτου. Όμως πόσοι είναι αυτοί και γιατί έχει σημασία ο αριθμός τους;

Σύμφωνα με τα τελευταία αποτελέσματα της δειγματοληπτικής έρευνας Focus Bari|YouGov (πραγματοποιήθηκε σε 21 χώρες) η αναλογία των «αρνητών» στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη στις νεαρές ηλικίες (14% στους 18-24 ετών και 15% στους 25-34 ετών, έναντι 10% στις ηλικίες 35-44, 12% στους 45-54% ετών και 10% στους άνω των 55 ετών). Συνεπώς, υπάρχει μία σταθερή αναλογία «αρνητών» (λίγο περισσότερο από ένας στους δέκα) σε όλες τις ηλικίες, με το ποσοστό να είναι ίδιο σε άνδρες και γυναίκες.

Ένα ενδιαφέρον στατιστικό το οποίο ίσως εξηγεί γιατί στις νεαρότερες ηλικίες εμφανίζονται υψηλότερα ποσοστά «αρνητών» είναι το γεγονός ότι οι νέοι δεν πεθαίνουν (στατιστικά) από τον κορωνοϊό. Τα περιστατικά που νέοι, υγιείς χάθηκαν από COVID-19 είναι (στατιστικά πάντα) απειροελάχιστα. Υπό αυτήν την έννοια ο COVID-19 για τους νέους είναι ένα πρόβλημα το οποίο, ωστόσο, δεν τους αφορά, έστω κι αν από αυτό το πρόβλημα κινδυνεύουν οι γονείς ή οι παππούδες τους.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα στην Ελλάδα υπέρ του εμβολιασμού καταγράφεται ένα ποσοστό της τάξης του 68%. Αυτό το ποσοστό, εφόσον εμβολιαστεί, ελάχιστα απέχει από την δημιουργία του τείχους της ανοσίας για το οποίο μιλούν οι ειδικοί.

Κρατώντας αυτά τα στατιστικά της έρευνας και θεωρώντας τα αξιόπιστα, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, ότι η κυβέρνηση μάλλον δεν έχει αξιοποιήσει την διάθεση του 68% του πληθυσμού να εμβολιαστεί. Αν την είχε αξιοποιήσει και αυτό το 68% είχε εμβολιαστεί πλήρως (με δύο δόσεις) τότε το έργο της κυβέρνησης θα ήταν απλούστερο, καθώς θα «έλειπε» μόλις ένα 10% για να εξασφαλιστεί η ανοσία της αγέλης. Για ποιο λόγο δεν έχει γίνει αυτό; Σ’ αυτό το ερώτημα μια απάντηση θα πρέπει να δώσει η κυβέρνηση…

Σε κάθε περίπτωση πάντως και κοιτώντας τα στοιχεία συνάγεται το συμπέρασμα ότι εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια τα οποία στο πέρασμα του χρόνου αποδεικνύουν ότι είναι ασφαλή και αποτελεσματικά η εμβολιαστική διαδικασία θα ενισχύεται, οδηγώντας την κοινωνία στην μόνη ορατή διέξοδο. Πρόκειται, όμως για μια διαδικασία η οποία δεν «θέλει» ζόρι και μαστίγιο, αλλά πειθώ και χρόνο…

Keywords
Τυχαία Θέματα