Βιβλίο: «Μητέρα!» φώναξα. «Μητέρα!»

Δημοσθένης Κούρτοβικ

Ο ήχος της σιωπής της

Εκδόσεις: Εστία

Σελ.: 304

Η μητέρα του αφηγητή αφήνει την τελευταία της πνοή, όχι όμως και τον τελευταίο λόγο στη ζωή του παιδιού της, σε ηλικία εκατό χρόνων. Ήδη το φορτίο της μνήμης από τις αναβολές ενός τελεσίδικου λογαριασμού είναι βαρύ, από κάθε άποψη. Διαβάζοντας αυτήν την εν μέρει αυτοβιογραφική μυθιστορία, όπου το τέλος μιας ζωής γίνεται ταυτόχρονα, έστω και καθυστερημένα, η αρχή μιας άλλης (οι ηλικίες δεν παίζουν ρόλο – εδώ ο χρόνος της μνήμης είναι αυστηρά προσωπικός), παρακολουθούμε ολόκληρο το πανόραμα

της εξέλιξης του κόσμου, καθώς το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν που γίνεται μέλλον.

Η μνήμη λειτουργεί σαν ένα είδος παρηγορητικής αθανασίας, σαν μια υπόσχεση για συνέχεια που εξαναγκάζει τα αβυσσαλέα ανθρώπινα ένστικτα σε μια σχετική οργάνωση. Μήπως είναι εκείνη η αδάμαστη φλογίτσα που πυροδοτεί την ανθρώπινη τραγωδία και αποκτούν ένταση και ενδιαφέρον οι άνθρωποι ελπίζοντας σε μιαν αιώνια ζωή; Τι άλλο να είναι η μνήμη εκτός από ένα είδος παρηγορητικής υπόσχεσης για αθανασία;

Με το που πεθαίνει η μητέρα του αφηγητή, απελευθερώνεται βίαια ολόκληρο το παρελθόν του ζητώντας τα δικαιώματά του: να καλυφθούν τα χάσματα, να φωτιστούν οι σκοτεινιές, να επανεξεταστούν πρόσωπα και γεγονότα με την αμφίβολη ελπίδα της υπόσχεσης να επουλωθούν οι παλιές πληγές, οι παρανοήσεις ή να λυθούν όλα εκείνα που έμειναν πίσω δίχως γιατρειά, σαν μια υπαρξιακή εκκρεμότητα – έστω να κατανοηθούν, να ξορκιστούν. Κυρίως όμως ζητάμε από τη μνήμη τις δικές της οφειλές: εκείνον τον εαυτό μας που μας κρατά κρυφό και κατακερματισμένο, που μας είναι άγνωστος και ξενιτεμένος. Έτσι κι ο Κούρτοβικ ξεκινά με τη διάθεση εποπτείας της μνήμης, εμβολίζοντας συχνά τη λογοτεχνική αφήγησή του με την «ψυχρή» πλην αναλυτική ακρίβεια του δοκιμιακού λόγου, ακολουθώντας τα παιδικά του ίχνη εκεί που τριγυρνούσε με κοντά παντελονάκια στους λασπωμένους δρόμους των Σεπολίων, ανάμεσα σε ζωές και γεωγραφίες που περιέχουν σχεδόν όλες τις εκδοχές του ελληνισμού και της συνείδησής του.

Εκεί παρακολουθούμε το πανόραμα ενός κόσμου που έχει χαθεί και σήμερα φαντάζει πολύ πιο μακρινός από ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Κατά έναν τρόπο, ο αφηγητής βρίσκεται ταυτόχρονα σε έναν πολύ παλιό και σ’ έναν αδιανόητα εξελιγμένο κόσμο. Το δεύτερο γίνεται εξωφρενικά κατανοητό, καθώς ο κάθε πολίτης είναι συνδεδεμένος με τον δορυφόρο που του απευθύνεται προσωπικά, εκπληρώνοντας κάθε του επιθυμία – σαν ένα τζίνι: «Σε 100 μέτρα στρίψτε αριστερά. Στο επόμενο φανάρι πάρτε ανοιχτή στροφή δεξιά»… Αντίθετα, οι εσωτερικές αποστάσεις περιγράφουν ακόμα τον ίδιο άνθρωπο. «Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μπορεί να είναι κι ευλογία», αφήνει την τελευταία της λέξη η μητέρα του αφηγητή – έστω και μετά θάνατον.

Έτσι ο αναγνώστης που δεν έχει αντίστοιχο βίωμα, ελέω της λογοτεχνίας και άλλων ανεξήγητων μυστηρίων, έλκεται από την αφήγηση τόπων και ανθρώπων αλλά και συγκινείται καθώς γίνεται επισκέπτης ενός άγνωστου κόσμου, ένας ταξιδιώτης παρατηρητής ανθρώπων, ιστοριών, γεγονότων που βιώθηκαν και εντυπώθηκαν πλάθοντας ιδιωτικούς χαρακτήρες και εθνικές ταυτότητες, έτσι που πιθανόν με τη δύναμη της μνήμης να σαλέψουν μέσα του σκιές περασμένων ζωών και κόσμων.

Σκαλίζοντας τη ζωή της μάνας, αποκαλύπτει ταυτόχρονα τη μήτρα μέσα στην οποία διαμορφώθηκε ο ίδιος. Κατά κάποιο τρόπο, η νεκρή πλέον μητέρα άρχισε να «σαλεύει» μέσα στον κόσμο του γιου της. Είναι σαν να ξαναζούν τη σχέση τους από την αρχή ή σαν μια προσπάθεια να τακτοποιήσουν κάποιες εκκρεμότητες; Ταυτόχρονα με τη ζωή της μητέρας του, ανασυστήνεται όλος εκείνος ο γύρω κόσμος και όλα τα πρόσωπα που μαζί με τις ατομικές τους ιστορίες διηγούνται και την ιστορία της χώρας. Από τη «μητρογνωσία» περνάμε στην πατριδογνωσία. Η μάνα βιώνεται σαν πατρίδα και η πατρίδα ως μάνα. Αυτή η παράξενη σύζευξη στη συνείδηση του αφηγητή εμπλουτίζει σαφώς το περιεχόμενο της ταυτότητάς του. Εδώ θαρρώ πως ο Κούρτοβικ φαίνεται να ψυχοπιάνεται σοβαρά με τις αρχαϊκές ρίζες της ύπαρξής του: τη συγγένεια του αίματος, τον τόπο, την πατρίδα, τον τρόπο που επεξεργάζεται ο ίδιος τα υλικά της καταγωγής του, το πρόσωπό του.

Έχοντας να κάνουμε με έναν ιδιαίτερα απαιτητικό αφηγητή, ο Κούρτοβικ σε αυτό το βιβλίο του θαρρώ πως ξανασυστήνεται πιθανώς και στον εαυτό του, εκ βαθέων, γίνεται πιο κατανοητός και στον ίδιο. Μοιάζει σα να μην κινδυνεύει πια ούτε από το παρελθόν ούτε από το μέλλον. Έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα ζωής για να ενοχλείται από την εντύπωση του αλλόκοτου ανθρώπου που προκαλεί στους άλλους. Αν κάτι τον παραξένευε, ίσως και τον πονούσε, ήταν ότι εκείνη γινόταν εύκολα αποδεκτή και αυτό να φάνταζε στα μάτια του γιου της σαν μια ακόμα διαφορά τους ή και εντύπωση προδοσίας, σα να αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν η δική του μάνα να είναι αποδεκτή από τους άλλους. Ερώτημα που βαραίνει τραυματικά την ύπαρξή του.

Το μυθιστόρημα του Κούρτοβικ είναι γεμάτο ανθρώπινη ζεστασιά και αισθήματα, όπου συνυπάρχουν ο ορθολογισμός ταυτόχρονα με όλες εκείνες τις γοητευτικά αλλόκοτες εμβολίσεις των υπερβατικών ενοράσεων της ζωής. Αυτό το πίσω μπρος της αφήγησής του, που μοιάζει σαν μετακόμιση αποσπασμάτων ζωής σε μιαν άλλη, δίνει μια διέξοδο στη διήγηση, που ξεκινά με τις τελευταίες ασύνδετες λέξεις της ετοιμοθάνατης μάνας, που λειτουργούν σαν μια τελευταία δοκιμασία, σαν ένας χρησμός από εκείνους που γίνονται η αφορμή μιας λύτρωσης.

Ο αφηγητής, ένας πολύπλευρος και απαιτητικός άνθρωπος, σύνθετος στα όρια της απώθησης, ψάχνει κάτι στέρεο από όλη αυτήν την περιπλάνηση της μνήμης που ακολουθεί τις μυρωδιές, τον «άυλο σκελετό της μνήμης», σαν λαχανιασμένο λαγωνικό, ανακαλύπτοντας εκείνα τα τιμαλφή μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες σπηλιές. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε συνεργασία του έμπειρου μυθιστοριογράφου με τον απαιτητικό δοκιμιογράφο, του σχολαστικού επιστήμονα ανθρωπολόγου με τον στοχαστή διανοούμενο, της λαϊκής με την αστική νοοτροπία σε μια γοητευτική αφήγηση που σε συγκινεί, σε παρακινεί, σε συναρπάζει, όπως η προσωπική και εθνική ζωή αναδεικνύονται αριστοτεχνικά ως μια φύση αδιαίρετη της αναγεννημένης του προσωπικότητας.

Ο αφηγητής μοιάζει να ανακαινίζει την ύπαρξή του. Μα πάνω από όλα, ο Κούρτοβικ πέτυχε μιαν αυτοβιογραφία που λύνει τελεσίδικα τις παρτίδες του με τα περασμένα, καθώς όλος ο «άυλος σκελετός της μνήμης» σαρκώθηκε μέσα του.

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Γράμματα στη Φελίτσε – Franz Kafka  

Ο μεγάλος αδικημένος της Ιστορίας

Βιβλίο: Η ιστορία μιας εξαφανισμένη χώρας

Keywords
Τυχαία Θέματα
Βιβλίο, Μητέρα,vivlio, mitera