Απάντηση Μαυρογιάννη στον ΟΗΕ για «τουρκικές ύβρεις» (ΕΓΓΡΑΦΟ)

Με μια μακροσκελή αναλυτική επιστολή στον ΟΗΕ, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου, Ανδρέας Μαυρογιάννης, απάντησε στην Τουρκία με αφορμή την επιστολή που έστειλε ο Αντιπρόσωπος της χώρας στις 21 Οκτωβρίου, στην οποία έκανε λόγο για «εθνοκάθαρση» των Τ/κ από τους Ε/κ στην περίοδο 1963-1974. Ο κ. Μαυρογιάννης κάνει λόγο για «ύβρεις» της Τουρκία που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εισβολή του 1974 στο νησί. Μεταξύ άλλων, ο Κύπριος Μόνιμος

Αντιπρόσωπος απαντά στις τουρκικές αιτιάσεις για το θέμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογοναθράκων και για το θέμα των Βαρωσίων.

Ακολουθεί αυτούσια η επιστολή, ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου 2019, που κυκλοφόρησε ως επίσημο έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Θα ήθελα να απαντήσω στους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν κατά της Κυπριακής Κυβέρνησης από τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Τουρκίας, που περιέχονται στο έγγραφο Α / 74/510, εστιάζοντας σε τρία σημεία.

Πρώτον, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι εδώ και δεκαετίες η Κύπρος υπήρξε κάτω  από τη Δαμόκλειο Σπάθη της Τουρκίας, όχι μόνο ως θύμα των επιθετικών και επεκτατικών πολιτικών της, αλλά και ως αντικείμενο της αμείλικτης προπαγάνδας που επιχειρεί να στρεβλώσει το παρελθόν και την πρόβλεψη του μέλλοντος. Έχουμε υποστεί μια εισβολή που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες θανάτους και άτομα που εξακολουθούν αγνοούνται, καταστροφή και μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί προσβολή τώρα η αποτρόπαια προβολή από την Τουρκία αυτής της επιθετικότητας ως «ειρηνευτικής επιχείρησης». Είναι, πράγματι, αξιοσημείωτο ότι μπορεί κανείς να εκπλαγεί ακόμα από το θράσος και την αλαζονεία της Τουρκίας και την εξαιρετική της ικανότητα να στρεβλώνει τα γεγονότα και να παραποιεί την πραγματικότητα. Αν δεν υπήρχαν τέτοιες ύβρεις, οι εξωφρενικοί ισχυρισμοί της Τουρκία δεν θα χρειάζονταν καν απάντηση.  

Τα γεγονότα είναι καλά εδραιωμένα και δεν υπάρχουν αμφιβολίες, παρά τη συνήθη παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από την Τουρκία, προκειμένου να εξυγιάνει τη δική της ιστορία. Η διεθνής κοινότητα είναι σε θέση να στηριχθεί στις έγκυρες δηλώσεις αρμόδιων διεθνών πολιτικών, δικαστικών και  φορέων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν υπάρχει χώρος για ιστορικό ρεβιζιονισμό που να επιτρέπει στους δράστες εθνοκάθαρσης να κατηγορήσουν τα θύματά τους για το έγκλημα που διέπραξαν οι ίδιοι. Η διακοινοτική σύγκρουση στη δεκαετία του 1960, η οποία υποχρέωσε την Kυπριακή Kυβέρνηση να ζητήσει την ανάπτυξη της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) προκειμένου να αποκατασταθεί η δημόσια τάξη και να εξασφαλιστεί καλύτερη προστασία όλων των πολιτών της, δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογήσει την παράνομη χρήση βίας από την Τουρκία ενάντια στην Κύπρο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ίδια η Τουρκία ενθάρρυνε και ενίσχυσε αυτή τη βία ακριβώς για να δημιουργήσει ένα πρόσχημα για να επέμβει.

Καθώς τα γεγονότα επί του εδάφους μιλούν από μόνα τους, δεν υπάρχει απλά κανένας τρόπος για την Τουρκία να ισχυριστεί αξιόπιστα ότι δεν εισέβαλε και δεν κατέχει σημαντικό μέρος της Κύπρου. Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας στην έκθεσή του της 6ης Δεκεμβρίου 1974 (S/11568), «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατέχουν σήμερα το 40% περίπου» του νησιού. Αυτή η εισβολή και η επακόλουθη συνεχιζόμενη κατοχή, ήταν το αποκορύφωμα μιας μακρόχρονης τουρκικής πολιτικής για τη δημιουργία δύο εθνοτικώς καθαρών κρατών στην Κύπρο, η οποία οδήγησε τους Τουρκοκύπριους να εγκαταλείψουν κρατικούς θεσμούς και να αποσυρθούν σε θύλακες. Όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας στην έκθεσή του της 11ης Μαρτίου 1965 (S/6228), «η τουρκοκυπριακή πολιτική αυτο-απομόνωσης έχει οδηγήσει την κοινότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση από την κανονικότητα» και «η ηγεσία της κοινότητας αποθαρρύνει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό από το να εμπλακεί σε προσωπικές, εμπορικές ή άλλες επαφές με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του».

Η ένοπλη επιθετικότητα ενός κράτους έναντι άλλου, όχι μόνο απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά αποτελεί επίσης διεθνές έγκλημα. Η απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί μια βάση για την εισβολή στη Συνθήκη Εγγυήσεων του 1960 είναι μάταιη, διότι, στην πιο ακραία ερμηνεία της, η Συνθήκη δεν υπερβαίνει την ευθύνη για τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης της Κύπρου, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η χρήση βίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρόσχημα των λεγόμενων «δικαιωμάτων εγγύησης», όπως ούτε και η κατοχή, ο εκτοπισμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και η μαζική και συνεχής παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές είναι οι αναμφισβήτητες πραγματικότητες που πρέπει να αντιληφθεί η Τουρκία.

Δεύτερον, όσον αφορά στο ζήτημα των υδρογονανθράκων, επιτρέψτε μου να τονίσω ότι η απειλή που επαναλαμβάνεται από την Τουρκία στην επιστολή της δεν αποτελεί πλέον απειλή αλλά πραγματικότητα των καθημερινών παραβιάσεων της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στα χωρικά της ύδατα και στην αποκλειστική οικονομική της ζώνη /υφαλοκρηπίδα, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βίας. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας «για μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο», η Τουρκία περικυκλώνει την Κύπρο με γεωτρητικά και σεισμικά πλοία που διεξάγουν παράνομες έρευνες για υδρογονάνθρακες, συνοδευόμενα από πολυάριθμα πολεμικά πλοία και με καθημερινές περιπολίες οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, τα οποία, σε συνδυασμό με τον αυξημένο αριθμό στρατιωτικών ασκήσεων, οδήγησαν σε έντονη στρατιωτικοποίηση της θάλασσας γύρω από την Κύπρο. Ταυτόχρονα, η Τουρκία αρνείται να αποδεχθεί τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και το εθιμικό διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα νησιά έχουν θαλάσσιες ζώνες, και θέτει απαιτήσεις ακόμη και σε περιοχές όπου δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος βάσει του διεθνούς δικαίου. Όσον αφορά στους Τουρκοκύπριους, αρκεί να πούμε ότι οι σαφώς αβάσιμες διεκδικήσεις της Τουρκίας στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου της Κύπρου είναι, ipso facto, επιζήμιοι για όλους τους Κύπριους, συμπεριλαμβανομένων των Τουρκοκυπρίων.

Τρίτον, στο θέμα για  τα Βαρώσια, καθώς η περιφραγμένη περιοχή των Βαρωσίων υπάγεται στον άμεσο και αποκλειστικό στρατιωτικό έλεγχο της Τουρκίας, η τελευταία φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την έλλειψη συμμόρφωσης με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας από την περίοδο έγκρισής τους, καθώς και για την περαιτέρω παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά, επιτρέποντας «επιστημονική εργασία απογραφής». Το γεγονός παραμένει πως, οτιδήποτε άλλο πέραν από την επιστροφή της περιφραγμένης περιοχής στους νόμιμους κατοίκους της υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί παραβίαση των εν λόγω ψηφισμάτων και, προκειμένου να ισχύει η δήλωση του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας πως «οποιαδήποτε μελλοντικά βήματα στην περιφραγμένη περιοχή των Βαρωσίων θα είναι πλήρως συνυφασμένα με το διεθνές δίκαιο», πρέπει όλες οι ενέργειες της Τουρκίας όσον αφορά στα Βαρώσια να οδηγήσουν σε αυτό το αποτέλεσμα [στην επιστροφή της περιοχής στου νόμιμους κατοίκους] και σε κανένα άλλο. Η Τουρκία πρέπει, επίσης, να σταματήσει να εκμεταλλεύεται τη βαθιά ριζωμένη επιθυμία των εκτοπισμένων νόμιμων κατοίκων των Βαρωσίων να επιστρέψουν για να δικαιολογήσει την παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Παρά τα παραπάνω, χαιρετίζω τον ισχυρισμό ότι η Τουρκία υποστηρίζει μια δίκαιη και διαρκή διευθέτηση στο Κυπριακό, με βάση το διάλογο και τη διπλωματία. Ελπίζω να είμαι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να καλωσορίσω συγκεκριμένες πράξεις της Τουρκίας που τεκμηριώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.

 

Διαβάστε την επιστολή στα αγγλικά ΕΔΩ

Keywords
Τυχαία Θέματα