Η Μαρία γεννούσε και οι Τούρκοι βομβάρδιζαν γύρω - Μια συγκλονιστική ιστορία

Η Μαρία Χριστοδούλου, μία από τις χιλιάδες Ελληνοκυπρίων που βίωσαν τον τρόμο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974,  αφηγείται στο Νέο Κόσμο τις τραγικές εμπειρίες της από τις σκοτεινές εκείνες μέρες. Η ιστορία της, γεμάτη θλιβερές αναμνήσεις, μας δίνει μια ζωντανή εικόνα της καταστροφής και του ανθρώπινου πόνου. Παρά τα 50 χρόνια που έχουν περάσει από τότε, οι εικόνες ολοζώντανες ακόμα στο μυαλό και στην ψυχή

της ξεδιπλώνονται στο σήμερα με έναν χειμαρρώδη και γλαφυρό τρόπο που καθηλώνει και ταυτόχρονα μαγεύει με το ιδίωμα της κυπριακής γλώσσας που χαρακτηρίζει την ομιλία της.

Διαβάστε επίσης: Νέο σπάνιο ντοκουμέντο από Λευκωσία στον απόηχο του πραξικοπήματος (ΒΙΝΤΕΟ)

Γεννημένη στη Μόρφου, μια περιοχή της Κύπρου που βρίσκεται τώρα στα κατεχόμενα, η Μαρία θυμάται το παρελθόν με νοσταλγία και πόνο.

«Γεννήθηκα στη Μόρφου, ένα πολύ εύφορο μέρος, γεμάτο πορτοκαλεώνες που ευωδίαζαν, ειδικά όταν ήταν ανθισμένες οι πορτοκαλιές. Νόμιζες ότι έμπαινες σε παράδεισο, τόσο ωραία ήταν η μυρωδιά. Ήταν ένας επίγειος παράδεισος», λέει με συγκίνηση.

Αν και δεν έζησε ποτέ στο σπίτι της οικογένειας στη Μόρφου, η Παναγιώτα στιγματίστηκε από την εισβολή, ακούγοντας τις ιστορίες των γονιών και των παππούδων της. Φωτογραφία: Supplied

Η οικογένειά της αποτελείτο από τον πατέρα της, τη μητέρα της, τον αδελφό της, την αδελφή της και την ίδια. Η ζωή τους στη Μόρφου ήταν ευτυχισμένη και ειρηνική.

«Τελείωσα το γυμνάσιο και παντρεύτηκα. Ζήσαμε με τον άντρα μου στη Μόρφου για 8 χρόνια», θυμάται η Μαρία.

Όμως, η ευτυχία τους διακόπηκε βίαια το πρωί της εισβολής.

«Ήμουν ετοιμόγεννη στο δεύτερο παιδάκι μου. Είχα ήδη το γιο μου και περίμενα το κορίτσι μου όταν άρχισε ο πόλεμος. Ένα πρωί άρχισαν να λένε ότι μπήκαν οι Τούρκοι στην Κερύνεια. Κοιτάζαμε από τη Μόρφου κατά την Κερύνεια και βλέπαμε ένα πυκνό σύννεφο καπνών. Δεν ξεχώριζες ουρανό και γη. Όλα ήταν μαύρα, κατάμαυρα».

Παρά τις φήμες, οι κάτοικοι της Μόρφου δεν πίστευαν ότι η εισβολή ήταν αληθινή.

«Άρχισαν να λένε ότι θα έρθουν οι Τούρκοι, αλλά δεν το πιστεύαμε. Θεωρούσαμε ότι είναι λόγια που λένε τα ραδιόφωνα», λέει η Μαρία. Όμως, η πραγματικότητα ήταν σκληρή και αδυσώπητη.

«Άρχισαν οι Κερυνειώτες να φεύγουν από την Κερύνεια και να κατεβαίνουν προς τα νότια, καταλήγοντας στη Μόρφου. Ζητούσαν καταφύγιο και τους ανοίξαμε τα σπίτια μας».

Η Μαρία περιγράφει την κατάσταση με έντονα συναισθήματα.

«Στρώσαμε κάτω, ανοίξαμε τις ντουλάπες μας, δίναμε ρούχα στους ανθρώπους, φαγητά. Είχαμε και γνωστούς και άγνωστους. Ό,τι μπορούσαμε τους προσφέραμε και μέναμε μαζί τους».

Όμως, η δυσκολία για τους εκτοπισμένους ανθρώπους ήταν τεράστια.

«Ήταν πολύ δύσκολο για αυτούς τους ανθρώπους που έμειναν ξεσπιτωμένοι, γιατί το ίδιο έζησα και εγώ με τη δεύτερη εισβολή».

Η μικρή Παναγιωτούλα που γεννήθηκε μέσα στο χαλασμό της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Φωτογραφία: Supplied

«Γιε μου, που πάεις...;»

«Όταν συνέβη, (η εισβολή) ήμουν ετοιμόγεννη και φοβόμουνα», θυμάται η Μαρία.

«Έβλεπα τα άστρα το βράδυ και νόμιζα ότι είναι αεροπλάνα και ότι θα αρχίσουν να μας βομβαρδίζουν, γιατί είχαμε και συσκότιση. Δεν επιτρεπόταν να ανάψουμε φώτα. Για να μπούμε στο σπίτι, ανάβαμε ένα κεράκι ίσα για να βλέπουμε πώς να κυκλοφορούμε γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο – όταν βλέπανε φως, ρίχνανε βόμβες».

Η κατάσταση ήταν ακόμη πιο δύσκολη λόγω του μικρού γιου της, που ήταν μόλις 22 μηνών.

«Καταλάβαινε ότι κάτι γίνεται και το μόνο που ήθελε ήταν τον θείο του, τον αδελφό μου, που ήταν στρατιώτης. Και όταν εκείνος ήρθε και μας βρήκε μετά τον πρώτο γύρο, τον είδε και φοβήθηκε γιατί ήταν όλος με γένια, αξύριστος και βρώμικος, μες στα χώματα».

Ο αδελφός της Μαρίας, όπως και πολλοί άλλοι στρατιώτες, δεν μπορούσε να μοιραστεί λεπτομέρειες για τις μάχες.

«Δεν μας έλεγε τίποτα, δεν επιτρεπόταν. Θυμάμαι τη μαμά μου όταν τους κάλεσαν να πάνε στο στρατό. Ήρθε, άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στρατιωτικά. Τότε η μάνα μου γονάτισε στην αυλή και του έλεγε: ‘Γιε μου, πού πάεις; Πού πάεις;’ Και αυτός στο καθήκον του, έπρεπε να πάνε όλοι».

Η Μαρία θυμάται την αγωνία και την αβεβαιότητα που βίωσαν εκείνες τις μέρες. «Ευτυχώς γύρισε, αλλά η αγωνία ήταν τεράστια,» λέει.

“Πολλοί αγνοούμενοι ενδέχεται να έχουν θαφτεί, αλλά δεν το ξέρει κανένας”. Φωτογραφία από το βιβλίο “Στα νεότερα χρόνια” ,ΟΕΔΒ 1997

«Όχι μόνον εμείς, όλος ο κόσμος υπέφερε», συνεχίζει η Μαρία.

«Ένας από τα ξαδέρφια μου, που ήταν στρατιώτης, μπήκε μαζί με άλλους σε ένα φορτηγό για να πάνε στην Κερύνεια να πολεμήσουν. Ήταν δύο φορτηγά γεμάτα στρατιώτες. Στο δρόμο, όμως, υπήρχαν νάρκες. Μόλις πέρασε το πρώτο, εξερράγη η νάρκη και σκοτώθηκαν όλοι. Ο ξάδερφός μου ήταν στο δεύτερο φορτηγό και είδε τη σκηνή. Μας είπε: ‘Αν βρισκόμασταν στο μπροστινό φορτηγό, θα σκοτωνόμασταν εμείς. Ήταν από τύχη που ζήσαμε και αυτοί σκοτώθηκαν.’ Χαρήκαμε για τον δικό μας άνθρωπο, αλλά λυπηθήκαμε για τα παιδιά του κόσμου».

Η Μαρία συνεχίζει την αφήγησή της με υγρά μάτια, περιγράφοντας τη φρίκη που ακολούθησε.

«Ήτανε μεγάλο το κακό. Έφερναν τους σκοτωμένους και τους βάζανε σε έναν ορισμένο τόπο μέσα στη Μόρφου όπου οι δικοί τους πήγαιναν για να τους αναγνωρίσουν. Ο μπαμπάς μου ήταν εθελοντής στην Ιερά Άμυνα που προχωρούσε στον ενταφιασμό των νεκρών. Θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου όταν έβρισκε παιδιά σκοτωμένα που τα αναγνώριζε, φρόντιζε να ενημερώσει τους γονείς τους για να μην τα θάψουν εν αγνοία τους».

Η Μαρία εξηγεί πώς η αγωνία για τους αγνοούμενους παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.

«Γι’ αυτό όταν ανακαλύπτουν τάφους μετά κάνουν το DNA» λέει με θλίψη.

«Πολλοί αγνοούμενοι ενδέχεται να έχουν θαφτεί, αλλά δεν το ξέρει κανένας».

Ο εχθρός πλησιάζει 

Είχαν περάσει περίπου τρεις εβδομάδες από τις 20 Ιουλίου, όταν οι Τούρκοι άρχισαν να προχωρούν προς τα κάτω και πλησίαζαν τη Μόρφου. Η προέλασή τους έφτασε μέχρι το Καπούτι, «ένα γραφικό χωριό όπου οι κάτοικοι της περιοχής συνήθιζαν να πηγαίνουν το καλοκαίρι για περίπατο και να αγοράζουν οφτό κλέφτικο, ένα παραδοσιακό πιάτο που έφερναν στα σπίτια τους για να το γευτούν με τις οικογένειές τους», θυμάται η Μαρία με νοσταλγία. Μια ανάμνηση φαινομενικά «άσχετη» με αυτά που συζητάμε, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Και όμως, δεν είναι έτσι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, είναι εμφανής η αγωνία της Μαρίας να ξορκίσει κάθε κακή στιγμή που περιγράφει, με μια γλυκιά θύμηση από κάτι όμορφο. Και είναι αυτές οι αναμνήσεις ακριβώς που κάνουν την κατάσταση ακόμα πιο οδυνηρή.

Οι κάτοικοι του Καπουτιού, γνωστοί στην Κύπρο ως Καπουφθιώτες, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη Μόρφου, φέρνοντας μαζί τους ανησυχίες και φόβους. Η προοπτική της κατάληψης της Μόρφου από τον εχθρό ήταν πλέον πολύ πιθανή και ο πανικός άρχισε να εξαπλώνεται. Οι φήμες και οι ανησυχίες πολλαπλασιάζονταν καθώς οι δρόμοι που συνέδεαν τη Μόρφου με τη Λευκωσία, το κέντρο της Κύπρου, ήταν πλέον κλειστοί. Ο φόβος της αποκοπής και της απομόνωσης μεγάλωνε.

Η Μαρία ετοιμόγεννη, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, βρέθηκε σε ένα δύσκολο δίλημμα. Αν οι πόνοι του τοκετού την έπιαναν κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τη Λευκωσία, τα εμπόδια ήταν αξεπέραστα. Οι κεντρικοί δρόμοι ήταν κλειστοί και η διαδρομή προς το κοντινό Μιτσερό, που συνήθως διαρκούσε 45 λεπτά, τώρα χρειαζόταν τρεις ολόκληρες ώρες λόγω της παράκαμψης και της συσκότισης.

Ελληνοκύπριος πρόσφυγας μεταφέρει εικόνες για να τις σώσει. Φωτογραφία από το βιβλίο “Στα νεότερα χρόνια” ,ΟΕΔΒ 1997

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Μαρία άρχισε να σκέφτεται την ασφάλεια των προσωπικών της αντικειμένων.

«Όταν αρχίσανε να λένε ότι θα φτάσουν οι Τούρκοι κι άρχισε ο κόσμος και μάζευε προσωπικά του πράγματα, είπα στον άντρα μου «λες να βάλω και τα χρυσαφικά μου σε κανένα κουτί σε περίπτωση που πάω να γεννήσω να τα φέρει μαμά μου και η αδελφή μου;» Κι έτσι έσωσα τα χρυσαφικά μου μόνο, τίποτε άλλο».

Τοκετός υπό την απειλή βομβαρδισμών

Ήταν 12, ξημερώματα προς 13 Αυγούστου, όταν άρχισαν να ακούγονται οι φήμες περί κατάληψης της Μόρφου από τους Τούρκους.

Εκείνη την ημέρα η Μαρία δεν την ξεχνά ποτέ, καθώς η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου σημάδεψε ακόμα και το πιο προσωπικό γεγονός της ζωής της.

«’Θα μπουν οι Τούρκοι’ φώναζαν όλοι κι εμένα με πιάσανε οι πόνοι. Με πήρε ο άντρας μου και πήγαμε στη Λευκωσία σε μια ιδιωτική κλινική -εκεί που γέννησα τον γιο μου, γέννησα και την κόρη μου- γιατί ήμασταν και οικογενειακοί φίλοι με τον γιατρό και την γυναίκα του».

Για καλή τύχη του ζευγαριού, ο γιατρός βρισκόταν ήδη στην κλινική για άλλον τοκετό, «μιας κοπελίτσας, Ελληνίδας της οποίας ο άντρας ήταν στην ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμις Κύπρου) και ήταν στον πόλεμο, ενώ αυτή ήταν μέσα στην κλινική και γεννούσε».

«Μόλις έφτασα εγώ, μου λέει (ο γιατρός) «Άντε γρήγορα» γιατί το μωρό ήταν έτοιμο να βγει τρεις ώρες μέσα στο αυτοκίνητο που ήμουνα.

Στο μεταξύ, ο γιατρός δεν μπορούσε να ανάψει φώτα γιατί θα τα έβλεπαν τα αεροπλάνα και θα βομβάρδιζαν, οπότε άναψε ένα – δυο κεράκια και με ξεγέννησαν με τη νοσοκόμα. Μετά με βάλανε μέσα στο δωμάτιο με την άλλη την κοπελίτσα. Έκλαιγε κι αυτή, έκλαιγα κι εγώ. Εκείνη είχε ένα αγοράκι, εγώ κοριτσάκι. Μας έβλεπε ο γιατρός θλιμμένες και μας έλεγε: «τα γεννήσατε μαζί, άντε, να τα παντρέψετε κιόλας» αστειευόμενος για να μας δώσει θάρρος.

Ψήγματα χαράς που πάλευαν να διαπεράσουν το τείχος της αγωνίας και του φόβου των βομβαρδισμών και της εισβολής.

«Εγώ σκεφτόμουν το μωρό μου το άλλο, τον άντρα μου, τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου και ήθελα να φύγω το συντομότερο, να πάω να τους βρω», λέει η Μαρία που μακριά από τα αγαπημένα της πρόσωπα σε αυτές τις συνθήκες αισθανόταν αβεβαιότητα και ανασφάλεια.

Η οικογένεια διέφυγε στο Μιτσερό 

Όταν η Μαρία πήγε στη Λευκωσία για να γεννήσει, η οικογένεια διέφυγε στο κοντινό Μιτσερό, όπου είχαν κάποιους γνωστούς. «Είχαμε φιλία με ένα ζευγάρι δασκάλων από το δημοτικό σχολείο του Μιτσερού. Ο Κώστας, που ήταν και διευθυντής του σχολείου και η γυναίκα του, πρότειναν να πάμε εκεί, αν τα πράγματα δυσκολέψουν. Λίγο πριν φύγουμε από τη Μόρφου, μας το επιβεβαίωσαν: «Εδώ είμαστε ασφαλείς από Τούρκους».

“Κοιτάζαμε από τη Μόρφου κατά την Κερύνεια και βλέπαμε έναν πυκνό σύννεφο καπνών”. Φωτογραφία: Supplied

Είχαν φύγει και οι πρόσφυγες απ’ τα σπίτια μας πριν από μας και έτσι πήγε η οικογένειά μου στο Μιτσερό. Τους επήραν όλους, ο άντρας μου και ο μπαμπάς μου με τα αυτοκίνητά τους. Θυμάμαι μόλις είχε αγοράσει ένα αγροτικό ο μπαμπάς μου για τα περιβόλια μας και τους φόρτωσε στην καρότσα.

Το ζευγάρι των φίλων μας είχαν στη διάθεσή τους ένα μικρό διαμέρισμα δίπλα από αυτό που τους είχε δώσει το σχολείο να μένουν αυτοί ως δάσκαλοι, όπου είχαν μέσα τα γυμναστικά όργανα του σχολείου, τα βιβλία, τέτοια πράγματα. Το διαμερισματάκι είχε ένα υπνοδωμάτιο, μια κουζινίτσα, ένα προχώλ και μια αποθήκη. Εκεί πήγανε όλοι οι δικοί μου, 12 άτομα».

Υπήρχε, όμως, το πρόβλημα των προμηθειών. Αυτό ανέλαβε να το λύσει ο πατέρας της Μαρίας. «Επειδή δεν υπήρχε ούτε γάλα για να πιούν τα μωρά, ο πατέρας μου έπαιρνε το αυτοκίνητό του και γύριζε τα περίχωρα εκεί πιο πάνω και αγόραζε ό, τι έβρισκε: κρέατα, ψάρια, όσπρια, κούτες ολόκληρες γάλατα αγόρασε και τα έφερε όχι μόνο για τον εγγονό του αλλά και για όλα τα παιδιά. Γιατί το χωριό ωστόσο γέμισε πρόσφυγες και πήγαινε σε όλους και τους έδινε ό,τι έφερνε και κράτησε και λίγα πράγματα για μας», λέει η Μαρία.

Η Μαρία σμιγεί με την οικογένειά της 

Στις 13 Αυγούστου 1974, η Μαρία γέννησε την κόρη της. Μόλις μια μέρα μετά, στις 14 Αυγούστου, ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και οι Τούρκοι μπήκαν στη Μόρφου, φέρνοντας τον τρόμο και την καταστροφή.

«Την επόμενη μέρα που γέννησα την κόρη μου, στις 14 Αυγούστου, ξεκίνησε η δεύτερη εισβολή. Στην κλινική δεν μπορούσε να έρθει κανείς γιατί ήταν κλειστοί οι δρόμοι λόγω των βομβαρδισμών. Ο μπαμπάς μου και ο άντρας μου όλη νύχτα κουβαλούσαν ανθρώπους στο Μιτσερό.

Κατά τις 4 τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου ο μπαμπάς μου ήρθε στην κλινική. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και εμείς τρομάξαμε πως ήταν Τούρκοι. Όταν είπε στο γιατρό ποιος είναι, του άνοιξαν και είπε πως ήθελε να με πάρει. Ο γιατρός τον προειδοποίησε πως αυτό δεν ήταν συνετό, λόγω του κινδύνου αιμορραγίας.

«Θα πάρω το παιδί μου μαζί μου,» είπε ο μπαμπάς μου.

«Αν συμβεί κάτι, θα σας το φέρω πίσω».

Πήρε την τσάντα που είχε μέσα μόνο τα ρούχα μου για τη γέννα και ένα φουστάνι εγκυμοσύνης. Φόρεσα το φουστάνι και κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά, μπήκα στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου και φύγαμε.

Από πάνω τα αεροπλάνα πετούσαν και έλεγα: «Παναγία μου, λυπήσου το μωρό μου, να μη μας σκοτώσουν και αξίωσέ με να δω πάλι το άλλο μου μωρό», και να κλαίω και να κλαίω και να κλαίω…», θυμάται η Μαρία και καθώς ξαναζεί τη στιγμή, τα μάτια της βουρκώνουν.

Λέει πως λυπόταν και για την άλλη κοπέλα που άφησε στην κλινική, για την οποία δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε.

«Φτάσαμε στο Μιτσερό. Ο γιος μου με είδε και χάρηκε. «Μαμά, μαμά, μαμά, μαμά μου», φώναζε. Όταν γύρισα και είδα την κατάσταση, σκέφτηκα: «Γίναμε πρόσφυγες, σωστοί», λέει η Μαρία.

Ο πατέρας σώθηκε από θαύμα 

Όταν φθάσαμε στο Μιτσερό και με κατέβασε στο σπίτι, ο πατέρας μου λέει «εγώ θα πάω στη Μόρφου να ανοίξω τα ντουλάπια, να βάλω σεντόνια, κουβέρτες, τα ρούχα μας, να τα ρίξω όλα μέσα να τα φέρω».

– «Μπαμπά, μην πάεις θα σε πιάσουν οι Τούρκοι».

– «Όχι, θα πάω να ταΐσω και τις κότες».

Και εγώ και η αδελφή μου κι η μαμά μου επέσαμε επάνω του, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Παίρνει το αυτοκίνητο και πάει.

Στο έμπα της Μόρφου, αφού πέρασε τα Γυμνάσια και το κοιμητήριο που είχαμε, τον σταματήσανε κάτι άνδρες με ξυρισμένα κεφάλια και αλογοουρά και γύρισαν τα όπλα καταπάνω του. Είχαν και έναν Έλληνα αστυνομικό μαζί τους. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στην αστυνομία όπου είχαν προγραμματίσει να τον εκτελέσουν. Ο πατέρας μου, παρ’ ότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο από τις κινήσεις τους και την προειδοποίηση του αστυνομικού να προσέξει. Οι άνδρες ξεκίνησαν κι ο πατέρας μου τους ακολουθούσε, όπως τον είχαν διατάξει. Τους άφησε να απομακρυνθούν λίγο και τότε έστριψε από ένα δρομάκι που δεν το ήξεραν αυτοί και πάτησε το γκάζι όσο μπορούσε. Άρχισαν πυροβολισμούς από πίσω του, αλλά τους ξέφυγε από δρόμους που δεν ήξεραν αυτοί».

Χάρτης της περιοχής Μόρφου κατά τη δεκαετία του ’70. Φωτογραφία: Supplied/Αστυνομία Κύπρου

Κι έγινε εκείνος το θαύμα...

Η Μαρία συνεχίζει την καθηλωτική της διήγηση, λέγοντας ότι ο πατέρας της που σώθηκε από θαύμα, έγινε το θαύμα για κάποιους άλλους.

«Στον δρόμο που ο πατέρας μου επέλεξε τυχαία για να ξεφύγει, βρήκε τρεις στρατιώτες συγχωριανούς μας που είχαν χαθεί και δεν ήξεραν πώς να επιστρέψουν. Τους βοήθησε να κρυφτούν στο αυτοκίνητό του και τους έφερε στο Μιτσερό. Είχαν τύχη και τα παιδιά αυτά αλλά και ο μπαμπάς μου που δεν τον σκότωσαν. Θυμάμαι πως όταν γύρισε στο Μιτσερό ήταν άσπρος σαν τον τοίχο από τον φόβο και την ταραχή του. Ο ένας από αυτούς τους στρατιώτες είναι εδώ στη Μελβούρνη. Όταν ζούσε ο πατέρας μου του έλεγε κάθε φορά που τον έβλεπε: «Θείε, εσύ μου έσωσες τη ζωή».

Από το Μιτσερό στη «Μαυροφόρα» Λευκωσία και μετά στην... Αυστραλία 

Στο Μιτσερό η οικογένεια παρέμεινε 40 μέρες σε τραγικές συνθήκες.

«Είχαμε ένα δωματιάκι με δύο μονά κρεβατάκια. Στο ένα κοιμόμουν εγώ και στο άλλο ο άντρας μου με τον γιο μου. Την Παναγιωτούλα την βάλαμε μέσα στο καλαθάκι της. Η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, η αδελφή μου, η θεία μου και η γιαγιά του άντρα μου όλοι κάτω στρωματσάδα, είμαστε 12 άτομα εκεί μέσα.

Μετά από αυτή τη δύσκολη περίοδο, η οικογένεια μετακόμισε στη Λευκωσία, όπου ο άντρας της Μαρίας δούλευε εδώ και χρόνια και μέσω κάποιου γνωστού του κατάφεραν να βρουν ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Αν και τα έπιπλα και τα κλινοσκεπάσματα που υπήρχαν στο ήταν παλιά, η οικογένεια βρήκε τρόπο να προσαρμοστεί και να ζήσει μαζί σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο.

Η κυβέρνηση παρείχε τρόφιμα, «που δεν τρωγόντουσταν», η Αυστραλία «έστελνε πολλά» αλλά τα ρούχα ήταν ελάχιστα και υπήρχε ανάγκη για αλληλοστήριξη. Αναγκαστικά, μοιράζονταν ρούχα, ακόμα και μεταχειρισμένα, μέχρις ότου να μπορέσουν να αγοράσουν καινούργια.

Περιγράφει χαρακτηριστικά η Μαρία: «Η αδελφή μου φορούσε μια φούστα και μια μπλούζα και εγώ φορούσα της εγκυμοσύνης το φουστάνι. Όταν θα πήγαινα κάπου, για παράδειγμα στο γιατρό να με εξετάσει, φορούσα τα ρούχα της αδελφής μου και αυτή τα δικά μου μέχρι που μετά πήγαμε στα μαγαζιά και αγοράσαμε, ενώ άλλα μας δώσανε μεταχειρισμένα και τα πλύναμε και τα φορούσαμε».

Όμως δεν ήταν αυτό που πείραζε τη Μαρία. Το πραγματικό σοκ το αισθάνθηκε από μια εικόνα που αντίκρισε και της χάραξε την ψυχή.

«Θυμάμαι ένα πράγμα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όταν βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα κάτω στους κεντρικούς δρόμους της Λευκωσίας και είδα τον κόσμο όλον ντυμένο στα μαύρα. Όλοι είχαν κάποιον που έχασαν. Και υπήρχε έλλειψη από μαύρα ρούχα, εκείνον τον καιρό, τα μαγαζιά δεν είχαν άλλα μαύρα, φύγανε όλα τα μαύρα ρούχα. Ήταν μεγάλο το κακό πάρα πολύ μεγάλο το κακό…», λέει με τρεμάμενη φωνή.

Όταν τα πράγματα ηρέμησαν κάπως στην Κύπρο πάρθηκε η σημαντική απόφαση από την Μαρία και τον άντρα της να μετοικήσουν στην Αυστραλία. Μέσα στην επόμενη διετία όλη η οικογένεια τούς είχε ακολουθήσει. «Είμαστε ενωμένη οικογένεια και πηγαίναμε παντού όλοι μαζί. Δεν μπορούσαμε να χωριστούμε.

Μόρφου: «Η γης της Ελίάς»

Η Μαρία δεν ξαναγύρισε ποτέ στη Μόρφου, αν και το 1995 επισκέφθηκε την Λεμεσό όπου μένουν συγγενείς της.

Ωστόσο, η καρδιά της ανήκει εκεί. Χαμένη στις αναμνήσεις της από τον τόπο που την ανέθρεψε και εκείνη τον αγάπησε τόσο, μου λέει: «στη Μόρφου που είμαστε εμείς ήταν η Γη της Επαγγελίας. Ήταν πλούσια περιοχή. Είχε πορτοκαλεώνες και ευημερούσε ο κόσμος. Είχε τα σχολεία κι έρχονταν μαθητές από όλες τις γύρω περιοχές με λεωφορεία για να πάνε σε κάποιο από τα Γυμνάσια που υπήρχαν εκεί. Δυστυχώς, τα αδέρφια μου που πήγαν πρόσφατα, μου είπαν ότι τώρα είναι όλα ερειπωμένα».

Το πατρίκό σπίτι 

Το σπίτι της οικογένειάς της στη Μόρφου έχει υποστεί αλλαγές και μετατροπές από τότε που έφυγε. Τώρα το σπίτι φιλοξενεί Τουρκοκύπριους από την Πάφο, που συνεχίζουν τη ζωή τους εκεί.

Ο γιος της Μαρίας επισκέφθηκε το πατρικό του σπίτι και έζησε κάποιες συγκινητικές στιγμές με τους νέους ενοίκους.

Ο γιος μου πήγε δυο φορές με την οικογένειά του στο σπίτι μας. Την πρώτη φορά που πήγε μου είπε πως οι άνθρωποι που έμεναν εκεί κατάλαβαν ποιος ήταν από τις φωτογραφίες που είχαν απομείνει στο σπίτι.

«Και ήταν ο δήμαρχος της Μόρφου αυτός που έμενε σπίτι μου, και του είπε, ότι είχε φυλάξει ορισμένα πράγματα δικά μου και του άνδρα μου στο πατάρι».

Οι ένοικοι από ό,τι είπαν στον επισκέπτη τους από το παρελθόν, είχαν βρει και ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο από παιδικά παιχνίδια που προφανώς ήταν του μικρού τότε γιου της Μαρίας.

Πριν φύγει, του έδωσαν ένα παλιό άδειο άλμπουμ που είχε στο εξώφυλλο την Κύπρο και είχαν βάλει μέσα ένα κλαράκι γιασεμί από τον κήπο της Μαρίας και δύο γαμήλιες φωτογραφίες της.

Οι φωτογραφίες έφθασαν στα χέρια της, όμως, δεν κρεμάστηκαν ποτέ στον τοίχο του σπιτιού της στη Μελβούρνη. Αιτία, ο πόνος που προκάλεσαν στην κόρη της.

«Η κόρη μου μόλις της είδε τις φωτογραφίες δεν σταματούσε να κλαίει και τις πήρα και εγώ και τις έβαλα ψηλά στην ντουλάπα να μην τις βλέπει και στεναχωριέται. Καμιά φορά, μαζί με την αδερφή μου, τις κατεβάζουμε, τις βλέπουμε και πάλι τις βάζουμε εκεί πάνω», λέει η Μαρία.

Κι εσυ λαός και εσύ λαός

Η Μάρω δεν πονάει μόνο για όσα έμειναν εκεί, για τη ζωή της που κόπηκε στη μέση, για τη φυγή και τον ξεριζωμό, αλλά και για τους ανθρώπους που μέχρι πριν την εισβολή ήταν δικοί της και με τους οποίους ζούσαν όλοι μαζί αρμονικά κι αγαπημένοι και ξαφνικά έπρεπε να γίνουνε εχθροί.

«Εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου η συνύπαρξη με τους Τουρκοκύπριους ήταν φυσική και αυτονόητη. Δεν είχαμε διαφορές, ήμασταν ενωμένοι. Στο σπίτι μας έμπαιναν και έβγαιναν Τούρκοι, γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, που μας εκτιμούσαν και μας βοηθούσαν, όπως κι εμείς αυτούς. Θυμάμαι με αγάπη τον θείο Αρίφη, τη θεία Ιρέν και τα παιδιά τους, την Τιλπέρ, τη Ζιφέρ, τον Αχμέτη και τον Χαλίλη, που τώρα ζουν στο Σίδνεϊ. Ο θείος Αρίφης, ερχόταν από το χωριό του την Ελιά και μας έφερνε τυριά και χόρτα», λέει η Μαρία και συνεχίζει:

«Στον γάμο μου, περίπου το ένα τρίτο των καλεσμένων ήταν Τούρκοι. Ήρθαν φορτωμένοι με αρνιά και κότες για το γλέντι μας. Αυτές οι στιγμές μένουν ζωντανές μέσα μου, και δεν τις ξεχνώ ποτέ».

Η απάντησή της στο ερώτημα αν τα αισθήματά της άλλαξαν μετά την εισβολή, η απάντησή της είναι κοφτή και κατηγορηματική.

«Όχι, τα συναισθήματά μου δεν άλλαξαν γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ακόμα και τώρα, αν τους βρω, θα τους προσκαλέσω στο σπίτι μου. Ήταν μια μειονότητα στην Κύπρο και προσπαθούσαν να μάθουν Ελληνικά για να επικοινωνούν μαζί μας και εμείς τους αποδεχόμασταν σαν να ήταν δικοί μας. Ήταν καλοί άνθρωποι, σαν να ήταν Έλληνες», λέει.

Πάλι με χρόνια με καιρούς...

Η Μαρία ξέρει πως όσο κι αν το θέλει, στο σπίτι της θα ξαναζήσει μόνο στα όνειρά της. Μου λέει χαριτολογώντας «μόνη κάνω σχέδια στο μυαλό μου και αναρωτιέμαι πάλι με χρόνια με καιρούς – όπως λέμε για την Κωνσταντινούπολη – θα την πάρουμε πίσω τη Μόρφου; Δεν νομίζω. Αν μας την δώσουν θα φτιάξουμε ένα εξοχικό να πηγαίνουμε εκεί να παραθερίζουμε.

–     Σε πονάει η ιστορία αυτή, Μαρία;

–     Πολύ με πονάει. Αγαπώ την Κύπρο, είναι πολύ όμορφο νησί…

Πηγή: Νέος Κόσμος 

Keywords
μαρια, για μας, κυπρος, καλοκαιρι, φως, γιου, αξύριστος, νεότερα, οεδβ, dna, θλίψη, δίλημμα, ελδυκ, ψήγματα, σοκ, σχολεια, λεωφορεια, κινηση στους δρομους, βιβλια, Λιμάνι του Σίδνεϊ, λιτσα πατερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, κλειστα σχολεια, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, στρατος, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, η ημέρα της γης, Ημέρα της μητέρας, νεος παπας, η ζωη ειναι ωραια, ητανε μια φορα, η ζωη, δυνατα, θλίψη, αστυνομια, αυτοκινητα, αυστραλια, αυτοκινητο, γιασεμι, γκαζι, γυναικα, εικονες, επιπλα, θαρρος, κυπρου, κωνσταντινουπολη, μητερα, μωρα, μωρο, ντουλαπες, οεδβ, ονειρα, οσπρια, παιχνιδια, ρουχα, τυχη, φημες, φιλια, φυσικη, φωτογραφιες, φωτογραφια, φως, ψαρια, αγαπη, αστρα, αγκαλια, αγνοια, αγωνια, αμυνα, αναμνησεις, αξύριστος, αφηγηση, εβδομαδες, βιβλιο, βραδυ, βρισκεται, γαλα, φαγητα, γεγονος, γινεται, γιου, γλεντι, γλωσσα, γονεις, δευτερο, δυστυχως, δίλημμα, δωσει, εγινε, ελδυκ, εθελοντης, ευτυχια, ειπαν, ειπε, ελλειψη, ελια, εμειναν, επρεπε, ετοιμο, εφυγε, εχθρος, εχθροι, ζωη, ζωης, ιδια, ιδιο, υπηρχαν, θαυμα, θειο, υγρα, εικονα, ομιλια, κυβερνηση, κλιμα, λευκωσια, λεπτομερειες, λογια, μακρια, μαμα, ματια, μικρο, μεταχειρισμενα, μυαλο, μονα, νεότερα, νυχτα, νομιζα, ξαδερφος, ξαδερφια, ξημερωματα, οικογενεια, παιδικα, παιδι, παιδια, παμε, περιβαλλον, πηγαινε, πορτα, πρωι, ψυχη, ποναει, σεντονια, σοκ, σπιτι, σπιτια, σχεδια, σχολειο, φυγαμε, φυγη, φοβος, φωνη, φορα, φορτηγα, ωρες, ανηκει, ασφαλεια, αυλη, δωματιο, δωματιακι, εξοχικο, ελληνικα, φιλοι, εισβολη, κηπο, κοπελα, κοτες, καρδια, κωστας, μωρο μου, οργανα, θειος, σκηνη, τυρια, θεια, ξεκινησε, χερια, γιαγια, υπνοδωματιο, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα