Το καθεστώς «συμπληρωματικής προστασίας»

Το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο δύναται να χορηγηθεί σε πρόσωπο που υποβάλει αίτηση ασύλου διακρίνεται σε δύο μορφές στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι το (α) καθεστώς πρόσφυγα και το (β) καθεστώς συμπληρωματικής (επικουρικής) προστασίας. Το καθεστώς πρόσφυγα αφορά πρόσωπα που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών ή αν ιθαγενείς και εγκατέλειψαν τη χώρας καταγωγής τους ή χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής τους, αντίστοιχα, εξαιτίας βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους

ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Το δε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας αφορά πρόσωπα για τα οποία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για αναγνώριση ως πρόσφυγες, όμως υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής ή χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Η «σοβαρή βλάβη» συμπεριλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλες περιστάσεις, τη«σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Συνεπώς, πέρα από τις προϋποθέσεις ύπαρξης μιας κατάστασης «ένοπλης σύρραξης» (π.χ. σύγκρουση τακτικού στρατού με μια ένοπλη ομάδα), της «σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» (π.χ. δολοφονίες, εκτοπισμοί), καθώς και το ότι ο αιτητής ασύλου πρέπει να είναι «άμαχος» (πρόσωπο που δεν εμπλέκεται στις ένοπλες αντιπαραθέσεις) υπάρχει ακόμη μια επιπλέον, καθοριστική προϋπόθεση για να αναγνωριστεί ένα πρόσωπο ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας. Αυτή συνίσταται στο ότι πρέπει να καταδειχθεί η ύπαρξη «αδιάκριτης άσκησης βίας» δηλαδή όπως τέθηκε στη σχετική νομολογία (υπόθεση Elgafaji) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ο ορισμός «αδιάκριτη» συνεπάγεται πως η βία «μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους».

Το ΔΕΕ στην απόφαση του, ως άνω, επεξήγησε ότι για να συμβαίνει μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά την ένοπλη σύρραξη πρέπει να «είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη» όπως περιγράφεται στις σχετικές ευρωπαϊκές νομοθετικές διατάξεις. Βεβαίως, την ίδια στιγμή το ΔΕΕ διευκρίνισε πως λόγω ειδικών χαρακτηριστικών που δυνατόν να δείξει ένας αιτητής για την περίπτωση του (π.χ. άτομα με κινητικές δυσκολίες, ηλικιωμένοι, γειτνίαση με στρατιωτικούς στόχους κ.λπ.), ο βαθμός βίας που απαιτείται να υπάρχει για να αποδοθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας να είναι μικρότερος.

Παραδείγματα πράξεων “αδιακρίτως ασκούμενης βίας” μπορεί να είναι τα εξής: μαζικές στοχευμένες βομβιστικές επιθέσεις, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, επιθέσεις ανταρτών, παράπλευρες απώλειες σε άμεσες ή τυχαίες επιθέσεις σε περιοχές πόλεων, πολιορκία, επιθέσεις σε δημόσιους χώρους, λεηλασίες, χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών κ.ά. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές για να είναι σε θέση να αξιολογούν τις ενδείξεις ως προς την ύπαρξη “αδιακρίτως ασκούμενης βίας” θα πρέπει να εξετάζουν τα στοιχεία που ανακύπτουν από τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής εφαρμόζοντας ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια. 

Τα «κριτήρια Sufi και Elmi» βάσει της σχετικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποτελούν μια κατεύθυνση, σε αυτό το πλαίσιο, όπως αναφέρεται και στη δικαστική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Αυτά περιλαμβάνουν (χωρίς να είναι εξαντλητικά): ποιες είναι αντιμαχόμενες πλευρές και ποια η στρατιωτική ισχύς τους, τις μεθόδους/τακτικές πολέμου, τη γεωγραφική έκταση των μαχών, τον αριθμό των νεκρών, τραυματιών και εκτοπισμένων αμάχων, το είδος των χρησιμοποιούμενων όπλων κ.ά. Η συλλογή ακριβών και επίκαιρων πληροφοριών από σχετικές πηγές (π.χ. EASO, UNHCR) υποβοηθάει όχι μόνο ως προς τη διαπίστωση ύπαρξης “αδιακρίτως ασκούμενης βίας” αλλά και ως προς το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα ένας αιτητής να μετεγκατασταθεί εσωτερικά σε μια άλλη περιοχή της χώρας του λαμβάνοντας εγχωρίως κρατική προστασία, εάν αυτό είναι εφικτό, επομένως οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν όπως μην παραχωρήσουν καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Χώρες από τις οποίες οι αιτητές ασύλου στην Κύπρο βασίζουν την αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλουν, ανάμεσα σε άλλα και στο άνω υπόβαθρο, είναι η Συρία, η Σομαλία, το Καμερούν, η Νιγηρία ή η Λ.Δ. του Κονγκό. Επίσης, η αίτηση προσώπων από το Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Υεμένη δυνατόν να εδράζεται σε αυτή τη βάση όμως στην Κύπρο ο αριθμός των αιτητών ασύλου που είναι υπήκοοι αυτών των χωρών είναι σχετικά μικρός. Λαμβάνοντας τα άνω υπόψη, είναι καταλυτικής σημασίας για την ποιοτικότερη λειτουργία του συστήματος ασύλου όπως οι αρμόδιες θεσμικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας σταδιακά προχωρήσουν στην εκπόνηση ενημερωτικών-κατευθυντήριων σημειωμάτων για τις χώρες καταγωγής των αιτητών ασύλου, τα προφίλ των αιτητών καθώς και το υπόβαθρο των αιτημάτων, ειδικότερα εν σχέσει με αιτήσεις που συνδέονται με την περίπτωση της αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Μια τέτοια εξέλιξη θα υποστηρίξει την αντικειμενική, αμερόληπτη και εξατομικευμένη αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου με γρηγορότερους και αποτελεσματικότερους ρυθμούς.

*Νομικός – Ερευνητής (LLBLaw, LL MInternational Law)

Keywords
Τυχαία Θέματα
Το καθεστώς «συμπληρωματικής προστασίας»,