Με το χαμόγελο στα χείλη…

«Με το χαμόγελο στα χείλη πάν' οι φαντάροι μας μπροστά», τραγουδούσε τότε η Σοφία Βέμπο και ξεσήκωνε και συγκινούσε. Οι καμπάνες χτυπούσαν, ο κόσμος είχε αλαφιαστεί, οι άνδρες ετοιμάζονταν, έπρεπε να φύγουν για το μέτωπο. Πόλεμος – οι παλιοί καταλάβαιναν τι 'ναι τούτο, οι νεότεροι όχι. Οι γυναίκες μανάδες, σύζυγοι, αδελφές, έκλαιγαν – έφευγε ο άνδρας του σπιτιού, θα γύριζε άραγε πίσω;

Γράφει ο Βασίλης Κρεμμύδας

Πράγματι, με το χαμόγελο στα χείλη πήγαιναν, όχι γιατί τους άρεσε ο πόλεμος, ούτε γιατί οι Ιταλοί, μακαρονάδες τους λέγαμε, έμοιαζαν εύκολος αντίπαλος; ένας ξεσηκωμός

ήτανε κατά του φασισμού, ημέτερου, και αλλότριου.

Το χαμόγελο κόπηκε βέβαια αμέσως μόλις οι φαντάροι άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις κακουχίες ωραία μας τα είπε ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί » - που βούλιαζαν τα πόδια στη λάσπη, που βάδιζαν νύχτα γιατί την ημέρα έβαζαν «στόχο τ' αεροπλάνα»κι όταν στέκονταν λίγο να ξαποστάσουν, έβγαζαν τα ρούχα και ξύνονταν μέχρι να ματώσουν γιατί οι ψείρες τους έπνιγαν μέχρι τον λαιμό. Τους φαντάρους με το χαμόγελο κόπηκε – δεν είναι διασκέδαση ο πόλεμος ακόμη κι όταν νικάς.

Και πίσω θα άρχιζαν γρήγορα οι συναγερμοί με τις σειρήνες να λυσσομανούν και τα γυναικόπαιδα να τρέχουν να κρυφτούν σε κανένα καταφύγιο, κάπου που να σκεπάζεται από τσιμέντο εν πάση περιπτώσει. Και θα έρθουν οι Γερμανοί, οι Ναζί του Χίτλερ, η κατάσταση θα γίνει τρισχειρότερη: συλλήψεις, εκτελέσεις, αναγκαστική εργασία, απαγόρευση κυκλοφορίας, συσκότιση – να καλύπτουμε τα παράθυρα με σκούρο χαρτί – να μην φαίνεται το φως από τη λάμπα πετρελαίου, μήπως καταφέρουμε να γράψουμε για το σχολείο. Κυρίως πείνα. Όχι τι θα φάμε, αν θα φάμε! Αυτή ήταν η ερώτηση – σιωπηλή.

Σύντομα θα άρχιζε η αντίσταση στους κατακτητές. Μεγαλειώδης! Με τις δυνάμεις της να πολλαπλασιάζονται από ημέρα σε μέρα. Και νέος πόλεμος, αντάρτικος. Ο τακτικός στρατός του κατακτητή. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον άτακτο αντάρτικο.

Είχε άλλους τρόπους να αντιδράσει – αντίποινα σκληρά, απάνθρωπα, βασανιστικά. Και νέα μέτρα περιοριστικά η διατροφή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η πείνα απλωνόταν. Έτσι εκτρεφόταν η μαύρη αγορά με τη «συνεργασία» του κατακτητή. Γέμισε ο τόπος μαυραγορίτες, κατόπιν Χίτες, κατόπιν ταγματασφαλίτες, από την αρχή δρούσαν οι δωσίλογοι.

Όταν έφυγε ο κατακτητής και πανηγυρίσαμε όλοι την ελευθερία, άφησε πίσω του έναν ολόκληρο στρατό τέτοιων ένοπλοι, πλούσιοι μαυραγορίτες, δωσίλογοι – όλοι αυτοί θα αυτοαποκληθούν εθνικόφρονες. Αντικομμουνιστές δηλαδή. Ήταν τα σπέρματα του Εμφυλίου. Άλλος πόλεμος αυτός καταστρεπτικός κι αυτός. Διαφορετικός ο εχθρός – ομοεθνής, ομόγλωσσος, ομόθρησκος. Ώσπου ο «άλλος», αυτός που θα ηττηθεί, θα γίνει το μίασμα και ο νικητής, ο μόνος Έλληνας, ο καλός, ο πατριώτης κι ας είναι παρακρατικός, κι ας δολοφονεί κομμουνιστές, κι ας ήταν μαυραγορίτης, δωσίλογος, ταγματασγαλίτης.

Τα υπόλοιπα τα ξέρουν και οι νεότεροι: άνθηση της δεκαετία του '60, αντικοινοβουλευτική αντεπανάσταση με τη δικτατορία – ο Μάης του '68 ήταν κοντά, έπρεπε να τον προλάβουν. Πάλι φίμωση, πάλι σκλαβιά, πάλι την πληρώνουν με βασανιστήρια οι ίδιοι κομμουνιστές! Και έγκλημα η Κύπρος έναντι της ελευθερίας της Δημοκρατίας.

Η ελληνική κοινωνία θα αρχίσει να αναπνέει ελεύθερα και να κατακτά έναν δημοκρατικό βίο μετά την πτώση της δικτατορίας κι την καταδίκη των πραξικοπηματιών και των βασανιστών.

Πολλοί που δεν γνωρίζουν, απορούν πολλές φορές πώς κάποιος που έζησε, που υπέστη στην κυριολεξία εκείνον τον πόλεμο μπορεί να έζησε έκτοτε κανονικά, ισορροπημένα. Και όμως, μπορεί να συμβεί και αυτό. Και μάλιστα ύστερα από τα ψυχικά βασανιστήρια που είχε να υποστεί από το ακροδεξιό μετεμφυλιακό κράτος, αν δεν το είχαν κατατάξει στους ακραιφνείς εθνικόφρονες.

Η έκπληξη μου όμως ήταν που ζευγάρι φίλων, νεότερων αλλά όχι νέων, συζητούσαν αν πράγματι είναι καλύτερο που δεν έζησαν πόλεμο αν δεν έχουν στερηθεί εμπειρίες που βαθαίνουν τη σκέψη και την ευρύνουν.

'Οχι! Ακόμη κι έτσι αν είναι, όχι. Η ζωή είναι ωραία. Και ο πόλεμος δεν είναι ζωή, είναι θάνατος.

Το διαβάσαμε στα Νέα

Keywords
Τυχαία Θέματα