Ένα σκοτεινό σπίτι με φωτεινά παράθυρα

Ένα ατμοσφαιρικό κείμενο του Ρίτσου γίνεται, στα χέρια του Βασίλη Βασιλάκη, μια ατμοσφαιρική αλλά κατά πόσο θεατρική παράσταση;

Από τον Γιάννη Βασιλείου και την Ηρώ Μητρούτσικου

Ρίτσος:

Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία, καθώς πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα

και άλλα. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν για φυματίωση, ήρθε κοντά με την Μαρία Πολυδούρη, αλλά και με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αργότερα, στην Αθήνα εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις. Κατά τον Εμφύλιο, αλλά και κατά τη Χούντα εξορίστηκε.Ο “Επιτάφιος” η “Ρωμιοσύνη”, “Η Σονάτα του Σεληνόφωτος” (Κρατικό βραβείο ποίησης), είναι κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματα του, ενώ πολλά έργα του (καθώς και τα δυο πρώτα) έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.

«Το νεκρό Σπίτι»

Για το έργο και την προσωπικότητα του Γιάννη Ρίτσου είναι πολλά αυτά που έχουν γραφτεί. Ένας από τους χαρακτηρισμούς που συχνά χρησιμοποιείται είναι ο «Στρατευμένος Ποιητής». Μια φράση που είναι εν μέρει αληθής και εν μέρει παραπλανητική.

Αυτό το γεγονός το αντιλήφθηκα ξανά, βλέποντας την παράσταση «Το νεκρό Σπίτι», που είναι βασισμένη στο ομώνυμο κείμενο του Γιάννη Ρίτσου (1962), από την ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση» στην οποία μιλάει για την μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρας την απλή ζωή, τις συνειδησιακές συγκρούσεις. Στο συγκεκριμένο ποίημα ένας παλιός γνωστός επιστρέφει στο εγκαταλελειμμένο σπίτι και συνομιλεί με την μοναδική ένοικο, μια γυναίκα που κυκλοφορεί σαν ένα φάντασμα μέσα στα άδεια δωμάτια. Ένα αερικό που βαραίνουν και δίνουν σάρκα και αίμα οι αναμνήσεις. Ζει για να αναβιώνει και να αφηγείται τα περασμένα.

Ο Ρίτσος έχει φτιάξει ένα ονειρικό τοπίο συνθέτοντας αρχετυπικές, μυθικές εικόνες, σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, ιστορικά γεγονότα και υπαρξιακές αγωνίες. Αυτό που ενώνει τα παραπάνω είναι η μαγική κλωστή του ποιητικού λόγου. Αυτή την κλωστή αναλάμβαναν οι τέσσερις, νεαρές ηθοποιοί να μεταφέρουν και να δίνουν η μία στην άλλη με, σχεδόν, αθλητική πειθαρχία. Αναφέρομαι στις: Μαρία Γεωργοπούλου, Μελίνα Ζαχαροπούλου, Ειρήνη Καράογλου και Βάσια Πασπάλη, οι οποίες βρίσκονταν κάτω από την σκηνοθετική καθοδήγηση του Βασίλη Βασιλάκη, που ερμήνευε και τον επισκέπτη στο «Νεκρό Σπίτι». Έμοιαζε σαν μια λαμπαδηδρομία, όπου η μια παρέδιδε στην άλλη την φλόγα του στίχου, προσπαθώντας να μην σβήσει το νόημα των λέξεων• η κάθε ηθοποιός συνέχιζε την απαγγελία της προηγούμενης, προσπαθώντας να μην χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός του λόγου.

Υπήρχαν κάποιες μαγικές στιγμές, όπως όταν λύνουν τα μαλλιά τους οι κοπέλες σαν εξώκοσμες νύμφες ή όταν σήκωναν τις κουκούλες των φορεμάτων τους και θύμιζαν τις Ερινύες. Εκεί, αλλά και σε άλλα σημεία της παράστασης, φαίνεται ότι ο Ρίτσος αντλούσε έμπνευση από τα ίδια πατροπαράδοτα χώματα που άνθησαν και οι άλλοι δύο ποιητές της γενιάς του, ο Σεφέρης και ο Ελύτης.

Τα κουστούμια, τα σκηνικά, η μουσική καθώς και η προβολή video δυνάμωναν ακόμα πιο πολύ την μαγική αφήγηση του Ρίτσου. Τόσο ο σκηνοθέτης, όσο και οι ηθοποιοί, αλλά και οι υπόλοιποι συντελεστές πλησίασαν με σεβασμό και αγάπη τον λόγο αλλά και το όραμα του Ρίτσου, συμπαρασύροντας και το κοινό μαζί. Αναδείκνυαν την ευαισθησία ενός ανθρώπου που δεν είναι απλώς «Στρατευμένος» με μια αριστερή ιδεολογία, αλλά αγαπάει παράφορα τη ζωή. Ένας καλλιτέχνης που αναζητάει ανοιχτά παράθυρα σε «νεκρά» σπίτια ώστε να πλημμυρίσουν φως και ελπίδα ξανά.

Πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό σκηνικό (Αλεξία Καραβέλα-Β.Βασιλάκης), πιο μοντέρνα κοστούμια (Γιούλα Ζωϊοπούλου), σε διαφορετικές αποχρώσεις το ένα από το άλλο, στην πέτρινη, υπόγεια αίθουσα του Bios. Ωστόσο, αυτή η ατμόσφαιρα και η ποιητικότητα συχνά υποσκελίζει την θεατρικότητα. Ειδικότερα όταν ένα κείμενο είναι μη θεατρικό, πόσο μάλλον όταν ένα κείμενο είναι ποιητικό και ονειρικό. Ο Βασίλης Βασιλάκης πέτυχε να μεταφέρει την ποίηση και την ατμόσφαιρα του έργου του Ρίτσου, να διδάξει τις άξιες ηθοποιούς, αλλά, δυστυχώς, έχασε από την θεατρικότητα. Ο στίχος έχει εικόνες και κουβαλάει νοήματα, αλλά στερείται δράσης. Αν δεν υπάρχουν αιτίες κινητοποίησης σε θεατρικές συνθήκες, η ποίηση -μετά από κάποια ώρα- δεν προσφέρει την ευχαρίστηση που θα πρόσφερε η ανάγνωσή της. Έτσι, αν κάποιος δεν ήταν εξοικειωμένος ή –καλύτερα- λάτρης του κειμένου του Ρίτσου, όσο κι αν του άρεσε αυτό που έβλεπε, γρήγορα κουραζόταν. Δεν παύει, όμως, να ήταν μια καλή και όμορφη παράσταση για τους λάτρεις του είδους.

Η παράσταση «Το νεκρό σπίτι», παρουσιάστηκε στο Bios από τις 11 Φεβρουαρίου μέχρι την 1η Απριλίου 2015.

Keywords
Τυχαία Θέματα