Γιατί η δεκαεξάχρονη έβαλε τη βόμβα;

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗ

Οταν ο Ντέιβιντ Ρέμνικ ρωτάει τον Φίλιπ Ροθ για τη σκέψη και την έμπνευση που κρύβεται (Philip Roth at 70, Interview with David Remnick, BBC4, London, 19 Μαρτίου 2003) πίσω από τη συγγραφή του «Αμερικανικού ειδυλλίου» (μτφρ. Τρισ. Παπαϊωάννου, Πολις, 1999), εκείνος, αφοπλιστικά, του προτάσσει το βιβλίο που προηγήθηκε: «Το θέατρο

του Σάμπαθ» (μτφρ. Ανδρ. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013). Ο Ροθ δίνει την πιο περιεκτική απάντηση που θα μπορούσε να δώσει: το μυθιστόρημα είναι ο τρόπος του να σκέφτεται. Ακριβώς μετά το «Θέατρο του Σάμπαθ», με διαφορά δύο ετών, ο Φίλιπ Ροθ ολοκληρώνει το «Αμερικάνικο ειδύλλιο». Ακριβώς έπειτα από ένα μυθιστόρημα στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας ασυμβίβαστος ήρωας χωρίς υπόνοια φραγμών, κάνει την εμφάνισή του ένα μυθιστόρημα ο πρωταγωνιστής του οποίου προσωποποιεί ουκ ολίγα ιδανικά: αθλητής, σύζυγος, πατέρας, επιχειρηματίας· όλα στον υπερθετικό βαθμό. Ο Σίμουρ «Σουηδός» Λεβόβ είναι η επιτομή του αμερικανικού ονείρου: ωραίος, αθλητικός, ταπεινός, εργατικός· θα παντρευτεί τη Μις Νιου Τζέρσεϊ και μαζί θα αποκτήσουν μια κόρη. Για μερικά χρόνια θα αποτελέσουν πρότυπο οικογένειας. Στον αντίποδά του στέκεται ο Μίκι Σάμπαθ· ο λιμπερτίνος, εγωκεντρικός, ανήθικος ήρωας του θεάτρου που φέρει το όνομά του· άκληρος, απόκληρος, αποσυνάγωγος. 

Το ενδιαφέρον σε αυτή την αντίστιξη εντοπίζεται στο πόσο αλληλοσυμπληρωματικά στέκονται οι δύο ήρωες, όχι ο ένας απέναντι στον άλλο –γιατί οι δυο τους δεν ανταμώνουν πουθενά παρεκτός κάπου βαθιά στις ατραπούς του νου του δημιουργού του–, αλλά όπως στέκονται απέναντι στον αναγνώστη των μυθιστορημάτων του Φίλιπ Ροθ. Η απάντηση στην απορία που καταλήγει το «Αμερικανικό ειδύλλιο» εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό στις σελίδες του «Θεάτρου του Σάμπαθ». Οταν ο Σουηδός προσπαθεί να αφουγκραστεί τη ζωή του για να φτάσει στην απάντηση που τον βασανίζει: στο πώς και γιατί η δεκαεξάχρονη κόρη του, η Μέρι, έφτασε στο σημείο να βάλει μια βόμβα στο ταχυδρομείο της μικρής πόλης όπου ζούσαν, με αποτέλεσμα να σκοτώσει έναν αθώο περαστικό, η απάντηση στο ερώτημα αυτό ενδημεί στη λογική που μετουσιώνει ο Μίκι Σάμπαθ. Και βέβαια, η απάντηση αυτή διαφεύγει εντελώς τόσο από τον Σουηδό όσο και ίσως από τους αναγνώστες των δύο βιβλίων του Ροθ. Οταν ο Ροθ, στην ίδια συνέντευξη, λέει ότι ήθελε να δημιουργήσει έναν αντιθετικό προς τον Μίκι Σάμπαθ χαρακτήρα, και έτσι αφήνοντας το εκκρεμές να ταλαντωθεί προς το άλλο άκρο οδηγείται στον Σουηδό, ουσιαστικά αφήνει να εννοηθεί ότι πίσω απ’ όλα όσα στέκεται υπόδειγμα ο Σουηδός κρύβεται ένας Μίκι Σάμπαθ. Πίσω απ’ όλα τα καλά και ενάρετα που διαγράφονται στο πρόσωπο του Σουηδού για την Αμερική, κρύβεται αυτό το ψυχικά ασταθές (unhinged) που συμβολίζει ο Μίκι Σάμπαθ.

Γιατί αυτό που γνωρίζει καλά ο Σάμπαθ, που έχει ζήσει μια ζωή ως παρίας, είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει ο Σουηδός, που έχει ζήσει τη ζωή του ως το ακριβώς αντίθετο: ως πρότυπο σε κάθε δραστηριότητα και ασχολία με την οποία καταπιάστηκε. 

Απουσία καταφυγίου

Τι είναι όμως αυτό που γνωρίζει ο Μίκι Σάμπαθ και αγνοεί ο Σουηδός; Οτι το «εδώ» είναι η απουσία καταφυγίου. «Πώς τα καταφέρνει χωρίς καμία προστασία; […] Μωρό μου, δεν υπάρχει προστασία! Μια ταπετσαρία είναι […]. Ανοιξε τα μάτια σου και κοίτα, όσο κι αν είναι βαρετό ή τρομακτικό να κοιτάζεις. Αυτό στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία» (σ. 463). Το «Θέατρο του Σάμπαθ» τελειώνει με τη φράση «Δεν μπορούσε, γαμώτο, να το κάνει. Πώς να εγκαταλείψει τη ζωή; Πώς να φύγει; Ολα όσα μισούσε ήταν εδώ». Ενώ ο Σουηδός, όπως μας θυμίζει ο Ροθ στη συνέντευξή του, παραμένει προσκολλημένος σε όλα όσα αγαπούσε. 

Είναι τελικά αυτές οι εκφάνσεις των προσωπικοτήτων των δύο ηρώων που διευκολύνουν την εξιδανίκευση· που φαντάζουν πιο σαγηνευτικές· και που είναι τελικά οι πιο επίφοβες. Η ιώβειος υπομονή του Σουηδού και η παντελής ασυδοσία του Σάμπαθ είναι συνάμα η λύτρωση και η καταβαράθρωσή τους. Ο αναγνώστης θα πιάσει τον εαυτό του να θαυμάζει τις ακρότητες τόσο της προσωπικότητας του ενός όσο και του άλλου, μη έχοντας επίγνωση της φαυλότητας που τις χαρακτηρίζει. «Το άγνωστο σε οποιαδήποτε υπερβολή είναι ο βαθμός της υπερβολής της», γράφει ο συγγραφέας/αφηγητής σε δύο κομβικά σημεία στο «Θέατρο του Σάμπαθ» (σ. 469 και 507) και, τελικά, μόνο όταν ο αναγνώστης διαβάσει και το «Αμερικανικό ειδύλλιο» συνειδητοποιεί ότι η υπερβολή ελλοχεύει και στις δύο πλευρές: και στην κραυγαλέα σιωπή του Σουηδού· και στην ισοπεδωτική εξωστρέφεια του Σάμπαθ. Μόνο όταν διαβάσει ο αναγνώστης και το «Αμερικανικό ειδύλλιο» συνειδητοποιεί ότι είναι αυτό το άγνωστο της υπερβολής της ζωής του, που απεγνωσμένα αναζητάει ο Σουηδός, που συνιστά τον βαθμό της υπερβολής της. Αν ο Ροθ προσφέρει κάποιου είδους γνώση, και είμαι πεπεισμένος ότι το κάνει αυτό, τότε εναπόκειται στον προσεκτικό αναγνώστη να διακρίνει ότι τα μυθιστορήματά του, και ειδικά αυτά τα δύο, συνιστούν μηχανισμούς σκέψης και όχι διασκέδασης ή απόδρασης ή περίτεχνης ιστορικής αναδρομής. 

Τόσο ο χαρακτήρας του Σάμπαθ όσο και του Σουηδού στέκονται με αιχμηρή ειρωνεία απέναντι στον αναγνώστη που διακατέχεται από την αλαζονική πεποίθηση ότι έχει την ευχέρεια να κλείνει τα βιβλία που τους μετουσιώνουν και αβασάνιστα να τους λησμονεί.

Keywords
Τυχαία Θέματα