Πρόσωπα της εβδομάδας

Τάσος Μπάνος: Ο αφανής αιρετικός

Πολλοί άκουσαν πρώτη φορά για τον Τάσο Μπάνο (γεν. 1957) με την είδηση του θανάτου του. Τον έμαθαν από τους αποχαιρετισμούς που του έγραψαν οι πρώην υπουργοί Οικονομικών: Ο Βενιζέλος, ο Στουρνάρας, ο Παπακωνσταντίνου. Ο Μπάνος είχε δουλέψει και με τους τρεις, ως νομικός τους σύμβουλος, στο πρώτο κύμα της χρεοκοπίας. Ακόμη

κι αν αφαιρέσει κανείς από αυτά τα μηνύματα την υπερβολή της συγκίνησης, καταλαβαίνει ότι ο αφανής νομικός σύμβουλος του κράτους είχε κομβικό ρόλο στην κρίση. Δεν ήταν μόνο αυτός που έγραφε, μέρα και νύχτα, τα νομοσχέδια. Ηξερε από μέσα πώς λειτουργεί το ελληνικό κράτος – για το οποίο έλεγε ότι «είναι προϊόν κακής μετάφρασης». Ηταν τεχνοκράτης. Αλλά πρωτίστως ήταν πολιτικό ζώο. 

Οταν ο Μπάνος ήταν εννιά ετών, ο πατέρας του μετέφερε την οικογένεια από το Λαύκι της βόρειας Κέρκυρας πρώτα στο Αιγάλεω και μετά στον Χολαργό. Ο πατέρας ήταν κομμουνιστής και έφυγε από το νησί γιατί φοβόταν τη χούντα. Εδειρε τον έφηβο γιο του όταν ανακάλυψε ότι είχε μπλέξει με τα πολιτικά. 

Με αυτή την πολιτική αντι-διαπαιδαγώγηση, σκεπασμένη από στρώματα ενήλικης καλλιέργειας, ο Μπάνος είχε αναπτύξει περισσότερο μια πολιτική προσωπικότητα, παρά μια πολιτική ιδεολογία. Απολάμβανε να είναι αιρετικός. Απολάμβανε να προβοκάρει τους υπουργούς «του» –κάνοντας εισηγήσεις που αγνοούσαν το πολιτικό κόστος– και να σπάει το πρωτόκολλο – εξορύσσοντας τα λυρικά κοιτάσματα του ελληνικού υβρεολογίου.

Δεν θήτευσε ποτέ σε κόμμα. Η μόνη «μαθητεία» ήταν η σχέση του με τον Κωστή Παπαγιώργη. Εκτός από αδελφικός φίλος και συμπότης στην «Ανατολή» –στο θρυλικό σκυλάδικο των Αμπελοκήπων–, ο Παπαγιώργης ήταν για τον Μπάνο πατρική φιγούρα, παρότι η τρυφερότητα της σχέσης τους δεν πρόδιδε καμία ιεραρχία. Μοιράζονταν κοινές αναγνώσεις και είχαν αναπτύξει την ίδια, ροϊδική, ματιά προς το αέναο ελληνικό πρόβλημα.

Ζούσε σε ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια. Το 2013, όταν τον είχαν στοχοποιήσει για τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ, είπε σε έναν φίλο του: «Μήπως έχεις τίποτα ψιλά να βάλουμε στην τράπεζα; Θα γίνω ρεζίλι. Θα ανοίξουν τους λογαριασμούς μου και θα δουν ότι δεν έχω μία».

Από τον Οκτώβριο του 2019, που διαγνώστηκε με καρκίνο στο ήπαρ, μέχρι λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του, την περασμένη Τετάρτη, διάβαζε και ξαναδιάβαζε, ενίοτε φωναχτά, την «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό» του Χάιντεγκερ. Στο ραδιόφωνο άκουγε Τρίτο. Στο YouTube Ακη Πάνου. 

Μετά την πρώτη του χημειοθεραπεία, έγραψε σε ένα μέιλ: «μέχρι να πεθάνω θα ζω; Ή ο θάνατος έχει αρχίσει;… Θυμάμαι το επίγραμμα του Μπόρχες στον τάφο ενός ελάσσονος ποιητή: Το τέρμα είναι η λήθη. Εχω φτάσει νωρίς».

Λιονέλ Μέσι: Ποίηση και κόπωση

Ακόμη και γι’ αυτούς που έχουν πάθος ατελείωτο με το άθλημα, η παρομοίωση του ποδοσφαίρου με την ποίηση ακούγεται μπανάλ. Κι όμως, υπάρχουν στιγμές που η κοινότοπη υπερβολή αποκτά ξαφνικά κύρος. Είναι, ας πούμε, οι στιγμές έμπνευσης του Μέσι, που αποκαθιστούν την αναλογία: αν το ποδόσφαιρο είναι η κοινή γλώσσα με τους κανόνες της, οι μεγάλες στιγμές στο παιχνίδι του Μέσι είναι οι στίχοι: οι πρωτοειπωμένες φράσεις που δανείζονται τα υλικά της γλώσσας για να την υπερβούν. 

Για όλη την ενήλικη ζωή του –και για λίγη από την ανήλικη– βλέπουμε τον 33χρονο Αργεντίνο να παίζει. Τον βλέπουμε ξανά και ξανά, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε τι θα κάνει στο επόμενο δευτερόλεπτο με την μπάλα. Ο προηγούμενος στίχος δεν προετοιμάζει τον επόμενο.

Η κατανάλωση τόσης μαγείας θα έφερνε κάποτε και ένα χανγκόβερ. Ο κλονισμός που ζει η Βαρκελώνη μετά τη βαυαρική άλωση είναι, λένε οι ειδήμονες, το τελευταίο στάδιο μιας μακράς φθοράς. Μιας φθοράς που δεν είναι άσχετη με την τοξικότητα της σαγήνης του Μέσι. Είναι αυτό που, πριν ακόμη επιπέσει στο Καμπ Νου η 8άρα της Μπάγερν, είχε διαγνωστεί ως «Messidependencia».  

Επί σχεδόν μιάμιση δεκαετία η ομάδα –για να μην πει κανείς η ίδια η πόλη– περιστρεφόταν γύρω από το μεγάλο της αστέρι. Ο Αργεντίνος απορρόφησε έτσι σταδιακά όλη την ποδοσφαιρική και παραποδοσφαιρική ενέργεια γύρω του.

Στον αμύητο, όλη αυτή η συζήτηση –θα έμενε ή θα έφευγε ο Μέσι; θα έσπαγε ή όχι η ρήτρα των 700 εκατομμυρίων, που τον κράτησε τελικά δεμένο με την Μπαρτσελόνα– φαίνεται γελοία. Φαίνεται σαν μια απόδειξη της βλακείας της ανθρώπινης αγέλης, που τρώγεται για ένα σώβρακο και μια φανέλα. 

Κι όμως, στις διαδηλώσεις του ποιμνίου κατά της διοίκησης, στα αγωνιώδη live blogs που κατέγραφαν κάθε ανάσα του άσου, στον υπαρξιακό αναβρασμό για κάτι τόσο περιττό όσο τα χρώματα μιας ομάδας, διασωζόταν ο αρχαϊκός σφυγμός μιας κοινότητας, υπνωτισμένης από το χάρισμα του ενός. Τους Καταλανούς τους συνέχει όντως ένας μύθος. Ενας μύθος που δεν είναι όμως περισσότερο πλαστός από τα άλλα, τα επίσημα αφηγήματα και τις καθεστηκυίες λατρείες. 

Δεν χρειάζεται να λάβει κανείς τίποτε απ’ όλα αυτά υπ’ όψιν του για να απολαύσει τον Μέσι, ακόμη κι αν είχε πάρει την απόφαση να αλλάξει φανέλα. Χρειάζεται μάλλον το αντίθετο: η περιβόητη οικειοθελής αναστολή της δυσπιστίας. 

Τώρα θα χρειάζεται απλώς πολύ μεγαλύτερη δόση τέτοιας σκόπιμης αφέλειας για να βλέπει κανείς τον Αργεντίνο και να μη σκέφτεται τις ρήτρες και τα συμβόλαια. Να μη σκέφτεται ότι, ίσως, και τον ίδιο τον ποιητή έχει αρχίσει να τον βαραίνει η ανία.

Keywords
Τυχαία Θέματα