Η αδιέξοδη δοκιμασία του εκπαιδευτικού μας συστήματος

Αν το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί το θεσμοθετημένο μέρος σε ό,τι ονομάζουμε επίσημη εκπαίδευση, αν είναι το πεδίο εφαρμογής της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής, τότε η συστηματική και απόλυτα επιστημονική μελέτη του καθίσταται το «άλφα και το ωμέγα» κάθε μεταρρυθμιστικής απόπειρας.

Αλλά γνωρίζουμε τόσο από την ιστορία της εκπαίδευσης όσο και από την κοινωνιολογία και από την πολιτική θεωρία ότι μια μεταρρύθμιση προϋποθέτει και άλλα πεδία αναφοράς πριν φτάσουμε στην έρευνα και στη μελέτη του εκπαιδευτικού συστήματος για έναν όσο το δυνατόν αρτιότερο σχεδιασμό. Προϋποθέτει α) μια γενικότερη

προοδευτική κυβερνητική πολιτική, β) ισχυρή κοινωνική αναφορά στις ανάγκες και στις προτεραιότητες των εργαζόμενων και των κοινωνικών κινημάτων, γ) τη σύνδεσή του με το εκπαιδευτικό κίνημα, δ) την αλληλοτροφοδότησή του με ένα ισχυρό μορφωτικό ρεύμα και ε) φυσικά με τον ενεργό ρόλο των εκπαιδευτικών σε κάθε φάση διαμόρφωσης και υλοποίησης αυτής της πολιτικής. Άλλωστε, «σε μια διαδικασία διαφωτισμού μόνο συμμετέχοντες υπάρχουν» (Habermas).

Τέτοιες επιμέρους προϋποθέσεις αλλά με σαφώς προοδευτικό προσανατολισμό είχαμε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη δεκαετία του 1960 και με τους δύο Νόμους σταθμούς, το Ν.1566 για την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το Ν. 1268 για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση στη δεκαετία του 1980. Η δυναμική αυτών των νομοθετικών παρεμβάσεων είναι τόσο ισχυρή που ουσιαστικά έχει ισχυρές αναφορές αλλά και αποτελεί τον Καταστατικό Χάρτη της εκπαίδευσης ακόμα και σήμερα, 33 χρόνια μετά!

H ιστορία των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων στις περισσότερες δυτικές χώρες αρχίζει στις αρχές του 19ου αιώνα. «Η διαδικασία εκβιομηχάνισης και της επέκτασης των πόλεων οδήγησε στην αύξηση των απαιτήσεων για εξειδικευμένη σχολική εκπαίδευση. Οι άνθρωποι εργάζονται τώρα σε πολλά διαφορετικά επαγγέλματα, και οι εργασιακές δεξιότητες δεν μπορούν πια να περάσουν κατ’ ευθείαν από τους γονείς στα παιδιά» (A. Giddens, 1998, Sociology, Oxford: Blackwell Publishers Ltd, p . 401).

Φυσικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα έχει αυτή την αφετηρία ούτε και την ίδια εξέλιξη για τους γνωστούς αντικειμενικούς λόγους. Ταυτόχρονα θα δοκιμαστεί σκληρά και διαχρονικά από μια ακραία συντηρητική έως και αντιδραστική κυβερνητική πολιτική αλλά και από το γλωσσικό ζήτημα, που αποτέλεσε και θεσμικό και συμβολοποιημένο εμπόδιο στην εκπαίδευση των νέων. Παρ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες, η κοινωνική προτεραιότητα και η θέληση του ελληνικού λαού για μόρφωση όλων των παιδιών και των νέων είναι διαχρονικά ισχυρές και συνέργησαν στην προαγωγή της παιδείας μας.

Βέβαια το μεγάλο βήμα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα γίνει στη δεκαετία του 1980 με την εντυπωσιακή έκταση της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης και με τον καθολικό εκσυγχρονισμό του περιεχομένου της (αναλυτικά προγράμματα, σχολικά βιβλία κλπ). Ωστόσο, και εδώ θα υπάρξουν εκκρεμότητες και καθυστερήσεις σε αρκετά πεδία (παιδαγωγική μεθοδολογία, εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ο μη ενεργός ρόλος των εκπαιδευτικών, ελλείψεις στις υποδομές κλπ).

Σήμερα, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις χρόνιες παθογένειές του αλλά και την περιοριστική πολιτική των αλληλοδιάδοχων μνημονίων. Και εκεί που μιλούσαμε για τη διαρκή υποχρηματοδότησή της, τώρα η απειλή δεν είναι μόνο από την έλλειψη οικονομικών πόρων. Σήμερα η θεσμική εκπαίδευση μετασχηματίζεται στο περιεχόμενό της σε μια κατεύθυνση, την οποία προσδιορίζουν μονομερώς η ατζέντα των οδηγιών του Ο.Ο.Σ.Α. και οι δεσμεύσεις των μνημονίων.

Και το πιο προκλητικό και πολιτικά ανήθικο είναι ότι σ’ αυτό το βαθιά συντηρητικό μετασχηματισμό πρωτοστατεί μια «πάλαι ποτέ» αριστερή πολιτική δύναμη, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ο οποίος επιχειρεί να κρύψει το μασκάρεμά του και την εφαρμοζόμενη συντηρητική πολιτική του – αν είναι δυνατόν… – με τη φρασεολογία της «μεταρρύθμισης» χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα της αριστεροσύνης του στην αριστεία, στα Θρησκευτικά, στη χαλάρωση Γυμνασίου και Λυκείου…, για να μπορεί να ξεχωρίσει έστω και κάπου από τη γενική και καθολική νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική του.

Σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια προοδευτική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος· αντίθετα γευόμαστε την υποχώρησή του από κατακτημένες δημοκρατικές λειτουργίες. Η επίφαση δημοκρατικότητας του Υπουργείου Παιδείας για να προτείνουν οι εκπαιδευτικοί τον Διευθυντή του σχολείου και να είναι χαλαροί στο όλο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών χρησιμοποιείται ακριβώς για να καλυφθεί το συνολικά αντιδημοκρατικό πλαίσιο της συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ.

Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι εκτός των γενικών προϋποθέσεων (που ήδη αναφέρθηκαν), για να γίνει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν τηρούνται διαχρονικά – και όχι μόνο σήμερα – βασικοί συντελεστές για το σχεδιασμό της. Δεν εξετάζονται ούτε η ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματός μας ούτε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας μας ούτε το διεθνές περιβάλλον και οι σύγχρονες εξελίξεις. Έτσι βλέπουμε σήμερα μια ποδηγετημένη και χειραγωγημένη από την τρόικα και από τον Ο.Ο.Σ.Α. κυβερνητική πολιτική, η οποία όμως δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της ούτε τις αποφάσεις της UNESCO και της Education International ούτε την πορεία των άλλων ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων (π.χ. Εθνικό Απολυτήριο) ούτε τα πορίσματα των Διεθνών εκπαιδευτικών συνεδρίων.

Αντίθετα μια κλειστή κομματική ομάδα προσπαθεί να καλύψει το βαθιά συντηρητικό πολιτικό περιεχόμενο της εκπαιδευτικής πολιτικής – μάταια βέβαια γιατί η εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι πολύ γκρίζα και δεν φωτίζεται με τις αναλαμπές περί προσευχής και περί σχολικών παρελάσεων και άλλων φανταχτερών «καινοτομιών» και σχεδόν καθημερινών επικοινωνιακών φληναφημάτων.

Νίκος Τσούλιαςεκπαιδευτικό σύστημα
Keywords
Τυχαία Θέματα