«Εσύ, τι σόι πολίτης θέλεις να είσαι;»

18:01 14/2/2013 - Πηγή: Aixmi

«Ποιος μίλησε για πολιτική απομόνωση;», έσπευσε να πανηγυρίσει ο κος Κάμερον, περιχαρής μετά την έγκριση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Οι Βρετανοί δεν αισθάνονται απομονωμένοι. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός μας διαβεβαίωσε πως η χώρα του έχει συμμάχους, χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, φορώντας επίσημα πλέον τον τίτλο του ηγέτη της «ελαφράς ταξιαρχίας»: των χωρών που πιστεύουν ότι οι δαπάνες της Ε.Ε. πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα εποχή,

της λιτότητας.

«Ωραία δήλωση», σκέφτηκα, δημοσιογραφικά. Η ατελής πολιτειότητά μου με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Πώς θέλετε, επιτέλους, να λέγεστε; Γερμανοί, Σουηδοί, Ολλανδοί, πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή Ευρωπαίοι πολίτες;», με ρώτησε με τα χέρια στη μέση. Ήταν έξαλλη. Γνώριζε, βλέπεις, ότι η ιδιότητά μου, ο προσδιορισμός μου ως πολίτης της Ένωσης-έστω και αν είναι ατελής- είναι ο μόνος μου δεσμός με κάθε δικαίωμα που πηγάζει και συνεπάγεται της ύπαρξής μου.

Την κοίταξα λίγο πιο καλά. Ήταν, ομολογώ, μια περίπτωση άκρως ενδιαφέρουσα: Η ξανθιά, μικρή Ολλανδέζα με τις δυο πλεξούδες, τα ροδοκόκκινα μάγουλα και την άσπρη ποδιά. Είχε, όμως, κάτι εξοργιστικό πάνω της. Και δεν ήταν το ύφος της: Φορούσε αυτά τα χοντρά, ξύλινα παπούτσια και έκοβε ενοχλητικές βόλτες πάνω κάτω, όσο περίμενε να της απαντήσω. Όσο εγώ αργούσα να πω μια λέξη, εκείνη τόσο πιο πολύ έγδερνε το πάτωμα. Κάθε της ανυπόμονο βήμα, μου έδινε ακόμα μία ανατριχίλα: Τι απαίσιος θόρυβος! Έκλεισα τα αυτιά μου. Ωραία!

Τώρα δεν μπορούσα να ακούσω απολύτως τίποτα. Τι αγαλλίαση! Σα να μη με ένοιαζε ότι είχα μια αίσθηση λειψή. Εξακολουθούσα, όμως, να τη βλέπω μπροστά μου να πηγαινοέρχεται εκνευρισμένη και ανυπόμονη. Σα να είχε ορκιστεί ότι δεν πρόκειται να φύγει αν δεν έπαιρνε την απάντησή της. «Ααα! Μπορώ, αν θέλω, να κλείσω και τα μάτια μου!» Το έκανα. Τώρα πια ούτε μπορούσα να την ακούσω, ούτε να την δω. Τι ανακούφιση!

Όσο κι αν δεν έφθανε στ’ αυτιά μου το ενοχλητικό της βήμα, κάτι με ενοχλούσε πια. Κάτι νέο. Μα αφού δεν μπορούσα να ακούσω, ούτε να δω. «Ας της ρίξω μια ματιά.», σκέφτηκα. Άνοιξα με λίγη απροθυμία τα σφιχτά κλειστά μάτια μου και την κρυφοκοίταξα: Ήταν, τώρα, λίγο κουρασμένη, περπατούσε λίγο ασθενικά, όμως το ίδιο ενοχλητικά: Λες και αν ελευθέρωνα τα αυτιά μου, θα μπορούσα να ακούσω το ίδιο εκνευριστικό βήμα, που μου είχε καταγδάρει το πάτωμα.

«Τι λάθος έκανα;», «Τι μπορώ να αλλάξω;», «Τι να πιστέψω;» Κοίταξα, αλληθωρίζοντας ελαφρώς, τις άκρες των δαχτύλων μου που ακόμα κρατούσαν σφικτά τα αυτιά μου: «Ίσως και να μην πιστεύω πια.»

«Α! Φεύγεις; Καληνύχτα! Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα. Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ», πήρα μια βαθιά ανάσα, καθώς είχε γυρίσει την πλάτη για να φύγει. Μου έγνεψε καταφατικά. Είχε όμως, ένα χαιρέκακο, αλλά ειλικρινές χαμόγελο: «Θα ξανάρθω αύριο» ´Εξω στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα. Ίσως τότε να ήθελα να κάνω μια βόλτα μαζί της. Δεν ήταν δα και τόσο εκνευριστική, σκέφτηκα καθώς χανόταν η σκιά της στο δρόμο. Και δεν ακουγόταν πια τίποτα.

Η σιωπή μου έδωσε χώρο να σκεφτώ. Μου ήρθαν στο νου δυο στίχοι από τη «Σονάτα», του μεγάλου, του αξέχαστου Γιάννη Ρίτσου: «Η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα.», τι ωραία που το έγραφε! Και τότε κατάλαβα: «Στάσου! Ξέχασα να σε ρωτήσω το όνομά σου!», φώναξα με παιδική αφέλεια. Εις μάτην. Είχε ήδη φύγει. Γιατί η μεταμέλειά μου με είχε εκνευρίσει τόσο; Μια απλή ερώτηση έκανε στο κάτω κάτω. Κι αν εξαιρέσεις αυτά τα παπούτσια, ήταν και πολύ χαριτωμένη. Αχ, αυτά τα παπούτσια! Κοίταξα το γδαρμένο πάτωμα και ήταν σα να άκουσα πάλι το θόρυβο.

Το γδαρμένο πάτωμα, τη γδαρμένη μας ταυτότητα. Τη χαμένη μας πολιτειότητα. Βιαστήκαμε να χαρούμε που πέφτει φρέσκο χρήμα στο τραπέζι με τη συμφωνία των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων και δεν μας απασχολεί, αν ο προϋπολογισμός θα εγκριθεί από το άμεσα δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο, το όργανο των Πολιτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ήδη πρόβαλε τις αντιθέσεις του.

Και εδώ στην Ελλάδα χαράς Ευαγγέλια, αλλά δεν μας είπαν πώς θα απαγκιστρωθούμε από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας για να διοχευτευθούν αυτά τα χρήματα σε τομεακά, γεωγραφικά και διαπεριφερειακά προγράμματα του Ε.Σ.Π.Α. Καλά το λένε οι Βρετανοί «red tape» και το διαχωρίζουν από το «bureaucracy», εμείς όμως εδώ, σε αυτή τη χώρα δεν έχουμε μια τέτοια λέξη με αρνητική σημασία, τέτοια «κακιά» λέξη. Κάναμε το χρέος μας ως πολίτες, για να έχουμε δικαιώματα και, κυρίως, για να μην ακούμε πια «θορύβους»; Εδώ επί σειρά ετών, πάνω στη λέξη «γραφειοκρατία» βολεύτηκαν ανήψια, γιοι, θυγατέρες, κουμπάροι και λοιποί συγγενείς. Γι’ αυτό, αγαπούσαμε να μισούμε αυτή τη λέξη, δεν της βρήκαμε «κακό ταίρι» να την παντρέψουμε και την αφήσαμε να ασχημύνει και να γεροντοκοριάσει μόνη της. Την αγαπήσαμε πολύ, όμως, επί σειρά ετών.

Βλέπεις, έχει ένα τόσο μεγάλο στομάχι που όπως κατάπιε και «βόλεψε», για χρόνια, όλα τα «δικά μας παιδιά» , είναι λες και κατάπιε μαζί και όλα μας τα δικαιώματα.

«Τι φασαρία είναι αυτή; Μιλάς μόνη σου; Εγώ μόνο τι σόι πολίτης θέλεις να είσαι, ρώτησα», είπε, πηδώντας μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, κοιτώντας με προκλητικά. Μόλις είχε ξανακάνει την εμφάνισή της: Φορούσε πάλι αυτά τα παπούτσια. Αχ, αυτά τα παπούτσια. «Τύψεις», τα λένε.

Follow on Twitter: @AlexandraChatz

[*Αφιερωμένο στο μεγάλο, Εθνικό μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο που πάλεψε μέχρι τέλους για την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη, αλλά και για εκείνους που στερήθηκαν δικαιώματα ένεκα των πολιτικών τους φρονημάτων.]

Keywords
Τυχαία Θέματα