Η καλαμαντατού κι ο Βασιλιάς

15:28 8/9/2014 - Πηγή: Aixmi

Τον συνάντησα σε μια ξεχασμένη παραλία, από αυτές που δεν έχουν όνομα, ούτε ιδιοκτησία και σημαία. Λιγοστές στενές σκιές χορεύουν παράλοα, κάτω από σκελετωμένα, διψασμένα αρμιρίκια, ενώ τα καλώδια των ξύλινων στύλων, σπρώχνουν ηλεκτρικά ρεύματα και σφυρίζουν, σα να κοροϊδεύουν τη μοναξιά από χιλιόμετρα.

Έτσι, λεύτερος αυτός ο διαφορετικός άγνωστος, ψημένος από τη θάλασσα και το αλάτσι, σκέφτηκα πως θα ναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον επάνω κόσμο. Για τον κάτω δεν έχω άποψη, αφού ακόμη περιμένουμε το σινιάλο από εκείνους που λοξοδρόμησαν.

Σκέτος Βασιλιάς, κρατούσε

το σκήπτρο του και έπαιζε στα δάχτυλα μια μεγάλη παράξενη κορώνα, Θεέ μου πόσο στραφτάλιζαν οι αρμοί της.

Ο άγνωστος έμοιαζε να ρουφούσε αχόρταγα, σχεδόν πρόστυχα, τις ακτίνες του ήλιου, να κεντά με αυτές στρουφιχτές δαντέλες, πάνω στο σαφρακωμένο δέρμα του.

Πιο παλιά ό,τι κι αν έπιανε το πάλευγε, σμίλευε ακόμη και τις πιο άγριες πέτρες, κι έδινε το δικό του σχήμα πάνω σε μαλάματα. Αν πεις και για τη γη, εκεί πια έκανε τα δέντρα να έχουν όνομα και να μοιάζουν σε Αρχαγγέλους.

Κάποτε μαζεύτηκαν μπόλικοι, ένα σωρό από τέτοιους Βασιλιάδες, και σύντομα τα χαρίσματά τους γινήκαν περίκαμα, λίπασμα για τη στείρα γη. Ακούστηκαν τότε δυνατοί κρότοι, σα βροντές, ήταν οι κάτω πέτρες από τους άχρηστους χερόμυλους, που γίνηκαν μεμιάς θρύψαλα κομμάτια.

Σβήσαν τις παλιές τέχνες, και η αρχαία γνώση έτσι κοντή και πλανεμένη, βροχαρίστηκε μονάχη, από τη ντροπή της.

Πλησίασα λίγο πιο κοντά, κι εκείνος ο άγνωστος Βασιλιάς μυξόκλαιγε στην άκρη ενός σπασμένου βράχου, τα λιγοστά δέντρα έφτυναν πάνω του πικρούς χυμούς, ενώ στη θάλασσα μεταλλαγμένα θεριά, με σιδερένιους κυνόδοντες, περιπολούσαν πεινασμένα.

Ο άνθρωπος περίμενε καρτερικά, είχε την ίδια σταθερή ελπίδα στην Καλαμαντατού.

Στο έντομο, σε αυτό το μικρό αλογάκι της Παναγίας, που έφερνε πάντα τις καλές ειδήσεις. Χρόνια τώρα ζούσε με την ίδια ελπίδα, την προσμονή μιας Καλαμαντατούς.

Ένα μικρό, τόσο δα φτερωτό ζωάκι, θα ήταν η ελπίδα, η μοιραία λύση.

Στην αναμονή άλλαξε το σώμα του ανθρώπου, έπαψε να σκληραίνει το κορμί, έμοιαζε σαν φίδι δίχως λέπια και το κεφάλι όλο μίκραινε, μέχρι που η λαμπερή κορώνα έγινε λαιμαριά.

Πόσο παράξενο, αυτός ο Βασιλιάς δεν γνώρισε ποτέ αληθινό Βασίλειο…

Keywords
Τυχαία Θέματα