Ηθικά πλεονεκτήματα ή ηθικά μειονεκτήματα στην Ελλάδα, που ο Εμφύλιος δεν τέλειωσε ποτέ

18:06 20/7/2017 - Πηγή: Aixmi

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε.

Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί

εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).

Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, που μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».

Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που έχει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Είναι – τηρουμένων των αναλογιών – σαν να ζητούμε να μάθουμε ποιος από τους δύο ήταν «ο πιο καλός»: ο Αδόλφος ή ο Ιωσήφ!

Το τελευταίο αυτό ερώτημα τέθηκε με σωστότερη διατύπωση, που επιδέχεται επί πλέον και μία «λογιστική», αν μη τι άλλο, απάντηση (με βάση τον αριθμό των θυμάτων), από τον Αμερικανό ιστορικό και καθηγητή του πανεπιστημίου Yale, τον Timothy Snyder. Ο Snyder, όπως είναι απόλυτα λογικό, ερευνά το ποιος από τους δύο δικτάτορες ήταν ο πιο κακός. Η μακρόχρονη προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό οδήγησε σε μία από τις σημαντικότερες ιστορικές έρευνες της σύγχρονης εποχής [1-3].

Κατ’ αναλογία, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται από εμάς είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, για να έχει κάποιος ηθικό πλεονέκτημα θα πρέπει καταρχήν να είναι ηθικός. Και η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφύλιου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…

Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες και χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις, δεν ήταν πάντα μια πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Όπως γράφει ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg [4]:

«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»

Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές, και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα, πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μιας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το Πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…

Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μιας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.

Όμως, υπάρχουν κάποια «μέσα» που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος το σκοπό! Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η Δεξιά παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικούς από τους χειρότερους υπανθρώπους της περιόδου της Κατοχής: εκείνους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Οι «άνθρωποι» αυτοί όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg [4]:

«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»

Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας, που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Άουσβιτς», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο…

Καταλήγουμε στο γενικό συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικές παρατάξεις που, σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή, επιδίωξαν την κυριαρχία σπέρνοντας το μίσος και τον διχασμό στη χώρα και τον λαό της. Μια εθνικά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που, δυστυχώς, καλά κρατεί ως τις μέρες μας. Και, όπως πάντα, για όλα φταίνε «οι ξένοι»!

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι ποιος έχει το «ηθικό πλεονέκτημα» σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα συνεχίζεται – αυτό απαντήθηκε ήδη – αλλά ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, εν τούτοις, τον αναγνώστη. Δεν είναι πως δεν θέλω να δώσω μια απάντηση – κάθε άλλο. Μα φοβάμαι πως δεν την έχω ούτε κι εγώ..

Keywords
Τυχαία Θέματα